Δύο χωροκατακτητικά είδη, ένας βάτραχος από τη Βόρεια Αμερική και ένα ιοβόλο φίδι από την Ωκεανία, επεκτάθηκαν σε μεγάλο μέρος του πλανήτη και προκάλεσαν ζημιές 16,3 δισεκατομμυρίων δολαρίων από το 1986 έως σήμερα, υπολογίζει μελέτη για τη μάστιγα των ξενικών ειδών.
Ο αμερικανικός βουβαλοβάτραχος (Lithobates catesbeianus), o οποίος μπορεί να φτάσει σε βάρος σχεδόν το ένα κιλό, προκαλεί μεγάλα προβλήματα κυρίως στην Ευρώπη, επισημαίνει η μελέτη στο Scientific Reports των εκδόσεων Nature.
Στην Ελλάδα έχει εισαχθεί στο νομό Χανίων, όπου λόγω της παρουσίας του έχει σχεδόν εκλείψει ο ενδημικός κρητικός βάτραχος (Pelophylax cretensis).
Εκτός του ότι ανατρέπει την οικολογική ισορροπία, το ξενικό είδος έχει κοστίσει συνολικά 6 δισ. δολάρια, κυρίως για προγράμματα εκρίζωσης του είδους ή τουλάχιστον μείωσης του πληθυσμού του.
Η Γερμανία, για παράδειγμα, δαπάνησε 270.00 ευρώ για να περιφράξει μόλις πέντε λιμνούλες, σύμφωνα με προηγούμενη ευρωπαϊκή μελέτη που επικαλούνται οι ερευνητές.
Ακόμα 10,3 δισ. δολάρια έχει κοστίσει το καφέ δενδρόφιδο (Boiga irregularis), το οποίο εισήχθη κατά λάθος από την Ωκεανία από αμερικανικές δυνάμεις που έφτασαν στο νησί του Γκουάμ τον Β΄Παγκόσμιο Πόλεμο.
Σήμερα ο πληθυσμός του στο μικρό Γκουάμ φτάνει τα δύο εκατομμύρια άτομα, ενώ το ξενικό είδος έχει επεκταθεί σε πολλά ακόμα νησιά του Ειρηνικού.
Σε αυτή την περίπτωση, το κόστος δεν αφορά μόνο τις προσπάθειες ελέγχου αλλά και άμεσες ζημιές όπως καταστροφή καλλιεργειών, ακόμα και διακοπές ηλεκτροδότησης που αποδίδονται σε φίδια που αγγίζουν τα καλώδια.
Για την αντιμετώπιση του φαινομένου της εξάπλωσης χωροκατακτητικών ειδών απαιτείται καλύτερος έλεγχος των παγκόσμιων μεταφορών, τονίζουν οι ερευνητές.
«Σήμερα, το εμπόριο ζώων συντροφιάς είναι η κύρια οδός για αυτά τα είδη, ειδικά σήμερα που όλοι θέλουν να αποκτήσουν το πιο εξωτικό φίδι» δήλωσε στο Reuters ο Ισμαήλ Σότο, διδακτορικός φοιτητής του Πανεπιστημίου της Νότιας Βοημίας στην Τσεχία και επικεφαλής της μελέτης
«Προτείνουμε τη συνεχή ενημέρωση της μαύρης λίστας για το εμπόριο απαγορευμένων ειδών» τόνισε.
Τα νούμερα της μελέτης προέκυψαν από τη βιβλιογραφία και είναι κυρίως εκτιμήσεις παρά άμεσες εμπειρικές παρατηρήσεις.