Με πεδίο μάχης εξακολουθούν να μοιάζουν, για έβδομη ημέρα, πολλές περιοχές των ΗΠΑ, καθώς οι διαδηλώσεις για τον θάνατο του Τζορτζ Φλόιντ, του απλού μαύρου άνδρα που, σύμφωνα και με το ιατροδικαστικό πόρισμα, πέθανε από ασφυξία στα χέρια του λευκού αστυνομικού Ντέρεκ Σόβιν, συνεχίζονται με αμείωτη ένταση.
Τουλάχιστον 40 πόλεις της χώρας έχουν επιβάλει απαγόρευση κυκλοφορίας με στόχο τον περιορισμό των επεισοδίων ενώ μέλη της Εθνοφρουράς έχουν ενεργοποιηθεί σε τουλάχιστον 23 πολιτείες και στην Ουάσινγκτον.
Το πόρισμα του ιατροδικαστή που όρισε η οικογένεια του Τζορτζ Φλόιντ και αναφέρει πως ο θάνατός του είναι αποτέλεσμα «ανθρωποκτονίας» και συγκεκριμένα γίνεται λόγος για «ασφυξία λόγω της πίεσης που δέχθηκε στο λαιμό και την πλάτη, που οδήγησαν σε μειωμένη ροή του αίματος στον εγκέφαλο» έριξε νέο λάδι στη φωτιά.
Όπως μάλιστα αποκάλυψε ο δικηγόρος της οικογένειας του θύματος, η ανεξάρτητη έκθεση του ιατροδικαστή εμπλέκει και τους άλλους αστυνομικούς στον θάνατό του, ως απευθείας υπεύθυνους για τον θάνατο του Φλόιντ.
Οι διαδηλωτές απαιτούν την απαγγελία κατηγοριών και στους άλλους τρεις αστυνομικούς που αναμείχθηκαν στο νέο περιστατικό ρατσιστικής βίας κατά μαύρων πολιτών.
Υπενθυμίζεται ότι ο άνθρωπος που φαίνεται στο βίντεο να πατά αλύπητα στον λαιμό επί 8 λεπτά και 46 δευτερόλεπτα τον άοπλο 46χρονο αντιμετωπίζει κατηγορίες για ανθρωποκτονία, ενώ οι άλλοι τρεις είναι ελεύθεροι, έχοντας απολυθεί από το αστυνομικό τμήμα της Μινεάπολης, όπου υπηρετούσαν μέχρι τις 25 Μαΐου, οπότε έλαβαν χώρα τα τραγικά γεγονότα.
Μέχρι στιγμής, από τα βίαια επεισόδια που ξέσπασαν μετά τη δολοφονία του Τζορτζ Φλόιντ έχουν χάσει τη ζωή τους έξι άνθρωποι και πολλοί ακόμη έχουν τραυματιστεί. Ανάμεσα στους νεκρούς ένας αγαπητός μαύρος ιδιοκτήτης εστιατορίου, ο οποίος έχασε τη ζωή του στην πόλη Λούιβιλ της πολιτείας Κεντάκι τις πρώτες πρωινές ώρες χθες Δευτέρα, όταν στελέχη της αστυνομίας και της Εθνοφρουράς άνοιξαν πυρ για να απωθήσουν πλήθος που διαδήλωνε εναντίον των σκοτωμών μαύρων από την αστυνομία, γνωστοποίησαν οι αρχές.
Την ίδια ώρα ο Ντόναλντ Τραμπ εμφανίζεται ανυποχώρητος, αναγγέλλοντας τη νύχτα ότι διέταξε να αναπτυχθούν «χιλιάδες βαριά οπλισμένοι στρατιώτες» και αστυνομικοί στην Ουάσινγκτον, για να ανακτηθεί ο έλεγχος της κατάστασης. Ο πρόεδρος των ΗΠΑ χαρακτήρισε «εγχώρια τρομοκρατία» τα επεισόδια των τελευταίων ημερών και «ντροπή» τις ταραχές της Κυριακής στην ομοσπονδιακή πρωτεύουσα.
Απείλησε να στείλει τον στρατό στις πόλεις και στις πολιτείες που θα αρνηθούν να υπακούσουν την εντολή του προς τους δημάρχους και τους κυβερνήτες να αναπτύξουν «συντριπτικές» δυνάμεις των υπηρεσιών επιβολής της τάξης για να ανακτηθεί η κρατική «κυριαρχία στους δρόμους».
«Αν οποιαδήποτε πόλη ή πολιτεία αρνηθεί να προχωρήσει στις ενέργειες αυτές, τότε θα αναπτύξω τις ένοπλες δυνάμεις των ΗΠΑ και θα επιλύσω τάχιστα το πρόβλημα γι’ αυτές», απείλησε ο Ρεπουμπλικάνος ένοικος του Λευκού Οίκου.
Καθώς ο Τραμπ επέμενε ότι θα αποκαταστήσει την τάξη, έξω από το κτίριο γινόταν εκτεταμένη χρήση δακρυγόνων, για να διαλυθούν διαδηλωτές που είχαν συγκεντρωθεί.
Αστυνομικοί, αρκετοί έφιπποι, έκαναν κατόπιν έφοδο για να απωθήσουν τους κυρίως ειρηνικούς διαδηλωτές.
Μετά το τέλος του διαγγέλματός του, ο Τραμπ περπάτησε ως την εμβληματική αγγλικανική εκκλησία του Αγίου Ιωάννη, στο Πάρκο Λαφαγιέτ, ένα τετράγωνο από τον Λευκό Οίκο — το κτίριο υπέστη φθορές στα επεισόδια της προηγουμένης — με ελικόπτερα να πετούν από πάνω και δεκάδες στελέχη της προεδρικής ασφάλειας να τον πλαισιώνουν.
Στον ναό αυτόν, που αποκαλείται «η εκκλησία των προέδρων», έχουν πάει όλοι οι εν ενεργεία αρχηγοί του κράτους των ΗΠΑ από το 1816, όταν ανεγέρθηκε.
«Έχουμε μια σπουδαία χώρα», είπε ο Τραμπ φωτογραφιζόμενος μπροστά στην εκκλησία, κρατώντας ένα αντίτυπο της Αγίας Γραφής, προτού επιστρέψει στον Λευκό Οίκο.
Ο Δημοκρατικός κυβερνήτης του Κεντάκι, Άντι Μπεσίαρ, υποσχέθηκε ότι θα διενεργηθεί διεξοδική έρευνα.