Η προοδευτική πτώση της παγκόσμιας τάξης, της οποίας ηγείται η Δύση, θα εμποδίσει τις πολυμερείς προσπάθειες για τη διαχείριση παγκόσμιων κρίσεων όπως η κλιματική αλλαγή το 2023, υποβαθμίζοντας περαιτέρω τους παγκόσμιους θεσμούς και αυξάνοντας τις διπλωματικές εντάσεις μεταξύ χωρών.
Οι παγκόσμιες δυνάμεις όπως οι ΗΠΑ, η Ευρωπαϊκή Ένωση, η Ρωσία και η Κίνα, όλο και περισσότερο θα επιδιώκουν να προστατευθούν από τον οικονομικό, πολιτικό κλοιό και κλοιό ασφαλείας, οδηγώντας όλες τους να παρακάμψουν προηγουμένως αποδεκτούς κανόνες και να μειώσουν τη σημασία των πολυμερών θεσμών όπως ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου.
Όπως σημειώνει το Statfor, σύμφωνα με το euro2day, Οι ΗΠΑ και η Ευρωπαϊκή Ένωση θα είναι στενά ευθυγραμμισμένες σε αρκετά μέτωπα, αν και θα προκύψουν διμερείς εντάσεις το 2023 καθώς το Κογκρέσο των ΗΠΑ πιθανότατα δεν θα καταφέρει να περάσει νέους παγκόσμιους φορολογικούς κανόνες (κάτι που αποτελεί προτεραιότητα για την Ευρώπη) και θα ενταθούν οι φωνές στην Ευρώπη για επιβολή φόρου ψηφιακών υπηρεσιών σε αμερικανικές τεχνολογικές εταιρείες.
Στο μεταξύ, οι αποκλίνουσες προτεραιότητες της Δύσης και του ηγούμενου από την Κίνα αναπτυσσόμενου κόσμου θα υπονομεύσουν τις διεθνείς διαπραγματεύσεις για το κλίμα και τις προσπάθειες μεμονωμένων χωρών να καταπολεμήσουν τις αυξανόμενες παγκόσμιες θερμοκρασίες. Αυτό θα δει περισσότερες δυτικές κυβερνήσεις να υιοθετούν προστατευτικά οικονομικά μέτρα (όπως συνοριακοί δασμοί) για να υποστηρίξουν τις δικές τους βιομηχανίες (όπως αυτή των ηλεκτρικών οχημάτων), φαινομενικά στο πλαίσιο των πολιτικών για το κλίμα.
Παραμένει ανέφικτη μια εκεχειρία στην Ουκρανία
Η Ρωσική εισβολή στην Ουκρανία θα συνεχίσει, αλλά καμία από τις δυο πλευρές δεν θα πετύχει εδαφικά κέρδη ικανά να υποβαθμίσουν σημαντικά την διαπραγματευτική θέση της άλλης, διασφαλίζοντας τη συνέχιση των κυρώσεων της Δύσης κατά της Ρωσίας και την ανοδική πίεση στις τιμές των εμπορευμάτων. Και οι δυο πλευρές θα επιχειρήσουν νέες επιθέσεις εν μέσω ανησυχιών πως η πρώτη γραμμή θα «βαλτώσει» με την πάροδο του χρόνου.
Οι ουκρανικές δυνάμεις, με τη βοήθεια σταθερής στρατιωτικής υποστήριξης από τους Δυτικούς συμμάχους, θα επικεντρώσουν τις επιθέσεις τους στα νότια προς την Αζοφική Θάλασσα για να απομονώσουν τις ρωσικές δυνάμεις στον χερσαίο διάδρομο προς την Κριμαία. Αλλά οι ουκρανικές επιθέσεις είναι απίθανο να διώξουν τις ρωσικές δυνάμεις από τον διάδρομο. Η Ουκρανία θα κλιμακώσει επίσης τις επιθέσεις κατά στόχων εντός της Ρωσίας ελπίζοντας να διαβρώσει περαιτέρω τη δημοφιλία του πολέμου εντός της Ρωσίας.
Η Ρωσία, από την πλευρά της, θα συνεχίσει την εκστρατεία της για καταστροφή κρίσιμων υποδομών της Ουκρανίας, επικεντρωνόμενη στις γραμμές ηλεκτρισμού, ύδρευσης και επικοινωνιών. Οι ζημιές στις υποδομές θα έχουν ως αποτέλεσμα πτώση του βιοτικού επιπέδου στην Ουκρανία και προσφυγικές ροές προς την Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά δεν θα υπονομεύσουν σημαντικά την υποστήριξη προς τον Ουκρανό πρόεδρο Βολοντίμιρ Ζελένσκι, ούτε θα διαταράξουν τον ουκρανικό στρατό. Εν τω μεταξύ, η Ρωσία θα συνεχίσει τις επιθέσεις μικρής κλίμακας στην Ντονμπάς ενόσω θα προετοιμάζεται για μια μεγαλύτερη επίθεση για να διασφαλίσει μεγαλύτερο μέρος της Ντονμπάς που παραμένει υπό ουκρανικό έλεγχο.
Οι ρωσικές δυνάμεις θα συνεχίσουν να συγκεντρώνονται στη Λευκορωσία και κατά μήκος των βόρειων και ανατολικών συνόρων της Ουκρανίας, αλλά η Λευκορωσία δεν θα συμμετέχει στον πόλεμο στο πλευρό της Ρωσίας και η Ρωσία είναι απίθανο να εξαπολύσει νέα επίθεση από τη χώρα αυτή, καθώς η Μόσχα θα επικεντρωθεί στην ενίσχυση του οχυρού της στη νοτιοανατολική Ουκρανία.
Η συνέχιση του πολέμου σημαίνει πως μια εκεχειρία, πόσο μάλλον μια ειρηνευτική συμφωνία, είναι απίθανα το 2023. Σημαίνει επίσης πως οι δυτικές κυρώσεις κατά της Ρωσίας πιθανότατα θα παραμείνουν σε πλήρη ισχύ και πιθανότατα θα ενισχυθούν κατά τη διάρκεια του επόμενου έτους.
Η παγκόσμια κρίση του αερίου και η πίεση της Δύσης προς το Κίεβο
Μια ακόμα χρονιά πολέμου στην Ουκρανία και η παγκόσμια κρίση του φυσικού αερίου θα οδηγήσουν τις δυτικές κυβερνήσεις να αυξήσουν τις πιέσεις προς το Κίεβο να προσφέρει παραχωρήσεις στη Μόσχα για υπάρξει μια βιώσιμη έξοδος από τη σύρραξη, αν και μια τέτοια έξοδος δεν είναι πιθανό να υλοποιηθεί το 2023.
Οι δυτικές κυβερνήσεις θα δώσουν αρκετή στρατιωτική και οικονομική στήριξη στην Ουκρανία για να συνεχίσει να αμύνεται έναντι των ρωσικών επιθέσεων. Με τον πόλεμο να συνεχίζεται, η Ευρωπαϊκή Ένωση θα μπορέσει να αποφύγει σημαντικές ελλείψεις φυσικού αερίου κατά τους ψυχρούς μήνες των αρχών του 2023 λόγω των υψηλών επιπέδων αποθήκευσης. Αλλά το μπλοκ θα χρειαστεί να αυξήσει τις εισαγωγές αερίου για να αποφύγει ελλείψεις κατά τη διάρκεια του χειμώνα 2023-2024. Αυτό θα διατηρήσει υψηλά τις τιμές του φυσικού αερίου και θα έρθει να προστεθεί στα παγκόσμια οικονομικά προβλήματα.
Το πλαφόν της G7 στις τιμές του ρωσικού πετρελαίου θα έχει περιορισμένη επίπτωση στις παγκόσμιες τιμές του πετρελαίου στις αρχές του 2023 λόγω των ανησυχιών για ύφεση. Αλλά αν οι παγκόσμιες οικονομικές συνθήκες βελτιωθούν το β’ εξάμηνο του έτους, αυτό θα μπορούσε να έχει ως αποτέλεσμα ελλείψεις στις παγκόσμιες προμήθειες πετρελαίου που θα ωθήσουν ανοδικά τις τιμές. Οι αδύναμες οικονομικές συνθήκες θα έχουν ως αποτέλεσμα περισσότεροι εθνικιστές δυτικοί πολιτικοί (συμπεριλαμβανομένων του πρωθυπουργού της Ουγγαρίας Βίκτορ Όρμπαν και μελών του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος των ΗΠΑ) να ζητήσουν περιορισμό της υποστήριξης προς την Ουκρανία.
Η ΕΕ επιδιώκει αύξηση της στρατηγικής της αυτονομίας
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα επικεντρώσει την πολιτική της στην προστασία του μπλοκ από την ενεργειακή κρίση και την κρίση του κόστους διαβίωσης, καθώς και στην αύξηση της αυτονομίας της σε τομείς όπως η τεχνολογία και οι πρώτες ύλες.
Οι Βρυξέλλες θα χαλαρώσουν τους κανόνες για τα κρατικά χρέη των κρατών μελών και τα δημοσιονομικά ελλείμματα για να επικεντρωθούν στους μακροπρόθεσμους στόχους της μείωσης των χρεών, και να επιτρέψουν στις κυβερνήσεις να διατηρήσουν υψηλά επίπεδα δαπανών βραχυπρόθεσμα προκειμένου να αντιμετωπίσουν την οικονομική κάμψη. Οι βορειοευρωπαϊκές κυβερνήσεις θα πιέσουν ώστε να συνδεθούν οι νέοι στόχοι με αυστηρότερες ποινές για τις χώρες που δεν τους επιτυγχάνουν και οι νοτιοευρωπαϊκές κυβερνήσεις θα πιέσουν για να εξαιρεθούν πολλού τομείς δαπανών (σε ζητήματα όπως η ενεργειακή μετάβαση και η άμυνα) από τους υπολογισμούς των ελλειμμάτων.
Είναι πιθανόν να υπάρξει συμβιβασμός επειδή οι κακές οικονομικές συνθήκες θα δώσουν κίνητρο στις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις να δώσουν περιθώριο για συνεχιζόμενα υψηλά επίπεδα δημοσίων δαπανών. Η Ευρωπαϊκή Ένωση θα συνεχίσει επίσης να εκταμιεύει δισεκατομμύρια ευρώ σε χορηγήσεις και δάνεια από το ταμείο NextGenerationEU (που θα προσφέρει κάποια δημοσιονομική ανακούφιση στα κράτη μέλη), και θα υιοθετήσει μια πιο ευέλικτη προσέγγιση ως προς το να χορηγούν οι εθνικές κυβερνήσεις επιδοτήσεις και στήριξη για εταιρείες που αντιμετωπίζουν προβλήματα.
Ξεχωριστά, οι Βρυξέλλες θα κινηθούν ώστε να αυξήσουν την αυτονομία τους σε ζητήματα όπως οι κρίσιμες πρώτες ύλες και η τεχνολογία. Η Ευρωπαϊκή Ένωση θα προωθήσει τις επενδύσεις, την έρευνα και τις στρατηγικές συμμαχίες με τρίτες χώρες σε τομείς συμπεριλαμβανομένων των μπαταριών, των μικροτσίπ και του υδρογόνου, και θα προωθήσει επιπρόσθετες επενδύσεις, αποθηκευτικές δυνατότητες και διαφοροποίηση προμηθειών (μέσω συμμαχιών με χώρες συμπεριλαμβανομένης της Χιλής, του Μεξικό και της Αυστραλίας) για προϊόντα όπως το λίθιο και οι σπάνιες γαίες.
Σε αυτό το πλαίσιο, η Ευρωπαϊκή Ένωση και τα μεγαλύτερα κράτη μέλη της θα συνεχίσουν να περιορίζουν την πρόσβαση των κινεζικών εταιρειών στους στρατηγικούς οικονομικούς τομείς του μπλοκ, συμπεριλαμβανομένων των βιομηχανιών υψηλής τεχνολογίας, και επίσης θα είναι πρόθυμη να υιοθετήσει μέτρα προστατευτισμού για να προστατεύσει περαιτέρω τέτοιους κρίσιμους τομείς της οικονομία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Συνεχίζεται η οικονομική ανάκαμψη της Κίνας, αλλά είναι εύθραυστη
Η οικονομική ανάπτυξη της Κίνας θα ανακάμψει σιγά-σιγά καθώς το Πεκίνο χαλαρώνει τους περιορισμούς για την Covid 19 και προσφέρει μέτρια οικονομική στήριξη, όμως αυτή η ανάπτυξη θα περιορίζεται από τη συνεχιζόμενη ρυθμιστική στενή παρακολούθηση του τεχνολογικού κλάδου και τις προσπάθειες να απομοχλευθεί ο προβληματικός τομέας του real estate.
Το Πεκίνο θα συνεχίσει να χαλαρώνει τους αυστηρούς περιορισμούς για την Covid 19 τον επόμενο χρόνο, δίνοντας τη δυνατότητα για μια μέτρια ανάκαμψη της εγχώριας κατανάλωσης. Αλλά μια αναμενόμενη εκτίναξη των νέων κρουσμάτων κορωνοϊού μπορεί να ανακόψει προσωρινά την ανάπτυξη και να ωθήσει τις αρχές να επαναφέρουν ορισμένους περιορισμούς εάν τα ποσοστά θανάτου εκτιναχθούν. Μια τέτοια επιστροφή σε αυστηρά lockdown θα μπορούσε να δώσει νέα πνοή σε πανεθνικές διαδηλώσεις, όπως επίσης και άλλοι οικονομικοί παράγοντες όπως οι μαζικές απολύσεις στον τεχνολογικό κλάδο ή μια σειρά χρεοκοπιών στον κλάδο του real estate. Όμως οι απομονωμένες τοπικές διαμαρτυρίες, που θα επηρέαζαν ελάχιστα την εθνική πολιτική για την Covid 19 είναι πιθανότερες.
Η κυβέρνηση θα χρησιμοποιήσει την υποστηρικτική νομισματική πολιτική σε μια προσπάθεια να αναζωογονήσει την κατανάλωση, αλλά η επίπτωση μπορεί να είναι περιορισμένη καθώς ο κλάδος του real estate (όπου ‘αποθηκεύεται’ και ο μεγαλύτερος πλούτος των κινεζικών νοικοκυριών) πιθανότατα θα συνεχίσει να είναι αποκαρδιωτικός εν μέσω των προσπαθειών απομόχλευσης του Πεκίνου, επιβαρύνοντας έτσι την καταναλωτική εμπιστοσύνη.
Οι ρυθμιστικές αρχές θα επεκτείνουν επίσης την εποπτεία τεχνολογικών βιομηχανιών με μεγάλο όγκο δεδομένων για να ενισχύσουν την κυριαρχία των πληροφοριών της Κίνας, να κατευθύνουν το κεφάλαιο στις κρατικές προτεραιότητες καινοτομίας και να ενθαρρύνουν τη συμμόρφωση των επιχειρήσεων με τις κρατικές πρωτοβουλίες (όπως οι προσπάθειες του Πεκίνου για την αποκατάσταση του χάσματος πλούτου). Αν και ο τεχνολογικός τομέας της Κίνας μπορεί να ανακάμψει κάπως από την ύφεση του 2022, η ανάκαμψή του θα είναι περιορισμένη, καθώς οι απολύσεις στην gig economy συνεχίζονται και επίκεινται ρυθμίσεις.
Μια νέα κρίση για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν
Οι διαπραγματεύσεις ΗΠΑ-Ιράν για τα πυρηνικά πιθανότατα θα καταρρεύσουν εν μέσω της επιταχυνόμενης πυρηνικής προόδου του Ιράν και των μεταφορών όπλων στη Ρωσία –πυροδοτώντας μια νέα κρίση που θα ωθήσει τις ΗΠΑ να επεκτείνουν την παρουσία τους στη Μέση Ανατολή, ωθώντας ταυτόχρονα το Ισραήλ να κλιμακώσει τον συγκαλυμμένο πόλεμό του εναντίον του Ιράν.
Οι αντικυβερνητικές διαδηλώσεις στο Ιράν για τον θάνατο μιας νεαρής γυναίκας ενόσω βρίσκονταν υπό κράτηση από την αστυνομία, θα συνεχιστούν κατά διαστήματα. Αλλά οι διαδηλώσεις είναι απίθανο να δουν την συντηρητική κυβέρνηση του Ιράν να εφαρμόζει σημαντικές κοινωνικές μεταρρυθμίσεις, που θα δημιουργούσαν τον κίνδυνο να περάσουν το μήνυμα μιας προθυμίας για υποχωρήσεις και σε άλλες απαιτήσεις των διαδηλωτών για περισσότερες ριζοσπαστικές πολιτικές μεταρρυθμίσεις. Αντ’ αυτού, η Τεχεράνη θα διατηρήσει πιθανότατα τη σκληρή καταστολή των διαδηλώσεων – υποδαυλίζοντας την εγχώρια αστάθεια, ενισχύοντας τις σκληροπυρηνικές πολιτικές και βαθαίνοντας τη δυσπιστία μεταξύ του Ιράν και των δυτικών χωρών, γεγονός που καθιστά την επίλυση της πυρηνικής κρίσης πιο δύσκολη.
Η λήξη τον Οκτώβριο του 2023 του εμπάργκο όπλων του ΟΗΕ για την τεχνολογία βαλλιστικών πυραύλων κατά του Ιράν θα μπορούσε να οδηγήσει τη χώρα να μεταφέρει περισσότερους πυραύλους στη Ρωσία κατά τη διάρκεια του επόμενου έτους, επιπλέον εκείνων που η Τεχεράνη έχει ήδη παράσχει στα ρωσικά στρατεύματα που πολεμούν στην Ουκρανία. Αυτό, σε συνδυασμό με τις συνεχείς προόδους της Τεχεράνης στα πυρηνικά, θα πυροδοτήσει τις δυτικές ανησυχίες για τη διάδοση των όπλων και θα οδηγήσει σε περισσότερες κυρώσεις των ΗΠΑ και της ΕΕ με στόχο τον πυρηνικό και αμυντικό τομέα της χώρας.
Το αυξανόμενο χάσμα μεταξύ της Δύσης και του Ιράν θα παραλύσει επίσης τις προσπάθειες των ΗΠΑ να μειώσουν τη στρατιωτική τους παρουσία στη Μέση Ανατολή και θα οδηγήσει σε αυξημένες ιρανικές στρατιωτικές προκλήσεις κατά των στρατιωτικών και περιφερειακών οικονομικών συμφερόντων των ΗΠΑ. Επιπλέον, η πρόοδος του πυρηνικού προγράμματος του Ιράν θα εντείνει τις εκκλήσεις των σκληροπυρηνικών στο Ισραήλ και τις Ηνωμένες Πολιτείες να εξαπολύσουν στρατιωτικό πλήγμα για να ανακόψουν την πυρηνική πρόοδο του Ιράν. Το Ισραήλ, ωστόσο, είναι απίθανο να πραγματοποιήσει μια τέτοια άμεση επίθεση στο Ιράν χωρίς την υποστήριξη των ΗΠΑ, την οποία η Ουάσινγκτον θα είναι επιφυλακτική να δώσει λόγω του κινδύνου να υποκινήσει μια νέα στρατιωτική σύγκρουση στη Μέση Ανατολή. Έτσι, το Ισραήλ θα επικεντρωθεί πιθανότατα στην επιδίωξη λιγότερο επιθετικών μέσων αποδυνάμωσης του πυρηνικού προγράμματος του Ιράν, όπως μέσω μυστικών ενεργειών και κυβερνοεπιθέσεων.