Ο Όλαφ Σολτς ταξιδεύει στην Κίνα, ο πρώτος δυτικός ηγέτης που θα συναντηθεί με τον Σι Τζινπίνγκ μετά την επανεκλογή του στη ηγεσία του κομμουνιστικού κόμματος και της χώρας. Όμως, την ίδια στιγμή δέχεται πολύ μεγάλη πίεση και από το εξωτερικό αλλά και εσχάτως και από το εσωτερικό της Γερμανίας για να περιορίσει ουσιαστικά τις οικονομικές σχέσεις της Γερμανίας με την Κίνα.
Η πίεση αυτή έρχεται τόσο από την πλευρά των ΗΠΑ, που ούτως ή άλλως έχουν κλιμακώσει την πολιτική και οικονομική αντιπαράθεση με την Κίνα και ενδιαφέρονται ιδιαίτερα να δουν το Πεκίνο να χάνει την πρόσβαση που μπορεί να είχε σε δυτικές χώρες αλλά και σε προϊόντα υψηλής τεχνολογίας, όσο και από πολιτικές δυνάμεις μέσα στον γερμανικό κυβερνητικό συνασπισμό, όπως είναι οι κατεξοχήν «ατλαντιστές» αυτή την εποχή Πράσινοι, που επιμένουν ότι πρέπει να αλλάξει ριζικά η πολιτική της χώρας τους απέναντι στην Κίνα.
Το επιχείρημα να μην είναι «εξαρτημένη» η Γερμανία
Το βασικό επιχείρημα όλων αυτών είναι ότι η Γερμανία δεν μπορεί να είναι «εξαρτημένη» από την Κίνα, γιατί έτσι θα έχει ξανά το πρόβλημα που αντιμετώπισε με τη Ρωσία, όπου η σημαντική ενεργειακή εξάρτηση από το ρωσικό φυσικό αέριο, μετατράπηκε τελικά σε μια ιδιαίτερα επικίνδυνη συνθήκη για τη γερμανική οικονομία, από τη στιγμή που ξέσπασε ο πόλεμος στην Ουκρανία.
Το επιχείρημα αυτό συμπληρώνεται και από πιο άμεσους υπολογισμούς, όπως είναι μια ενδεχόμενη επιδείνωση της κατάστασης σε σχέση με την Ταϊβάν, ή, ακόμη χειρότερα, μια κινεζική πολεμική επιχείρηση για την επανένωση με την Ταϊβάν, που θα πυροδοτούσε ιδιαίτερα σκληρές κυρώσεις σε βάρος της Κίνας, κυρώσεις που με τη σειρά τους θα έφερναν τη Γερμανία αντιμέτωπη με επενδύσεις από τις οποίες θα αναγκαζόταν να απεμπλακεί και μια αγορά από την οποία θα έπρεπε να αποχωρήσει.
Σε όλα αυτά προστίθεται, ως νομιμοποιητικό στοιχείο και το ζήτημα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων ιδίως σε σχέση με τη μειονότητα των Ουιγούρων, καθώς ιδίως οι Πράσινοι επιμένουν ότι δεν μπορεί η Γερμανία να παραβλέψει αυτό το πρόβλημα.
Η ανάπτυξη των γερμανοκινεζικών οικονομικών σχέσεων
Βεβαίως, όλα αυτά προσκρούουν σε ένα σημαντικό πρόβλημα. Η σχέση της Γερμανίας με την Κίνα δεν είναι ίδια με αυτή με τη Ρωσία. Όντως η Γερμανία είχε αναπτύξει μεγάλες εμπορικές και οικονομικές σχέσεις με τη Ρωσία, που περιορίστηκαν μετά τις κυρώσεις για την Κριμαία, και βεβαίως αγόραζε από αυτή φυσικό αέριο σε μεγάλες ποσότητες.
Όμως, στην Κίνα η Γερμανία μπορούσε να κάνει μεγάλες εξαγωγές βιομηχανικών προϊόντων, συμπεριλαμβανομένου και μηχανολογικού εξοπλισμού. Για μια εξαγωγική χώρα όπως τη Γερμανία, που κατεξοχήν εξάγει προϊόντα υψηλής προστιθέμενης αξίας, η ίδια η ανάπτυξη της κινεζικής οικονομίας, η επέκταση της κινεζικής βιομηχανίας, αλλά και το βάθεμα της εσωτερικής κινεζικής αγοράς, αποτέλεσμα κρίσιμη παράμετρο για την ανάπτυξη και της γερμανικής οικονομίας. Και βεβαίως για την Κίνα ήταν πολύ σημαντικό να έχει μεγάλες οικονομικές σχέσεις με μια χώρα όπως η Γερμανία, χώρα υψηλού εισοδήματος.
Καθόλου τυχαία, η Κίνα είναι ο μεγαλύτερος εμπορικός εταίρος της Γερμανίας. Το συνολικό εμπόδιο ανάμεσα στις δύο χώρες έφτασε το 2021 τα 246,1 δισεκατομμύρια ευρώ.
Η Κίνα αποτελεί αυτή τη στιγμή έναν από τους πιο σημαντικούς επενδυτικούς προορισμούς της Γερμανίας, ιδίως για τη γερμανική βαριά βιομηχανία. Η ΒMW πρόσφατα αύξησε την παραγωγική της ικανότητα στην Κίνα στα 830.000 αυτοκίνητα το χρόνο, προσθέτοντας ένα ακόμη εργοστάσιο, που θα μπορεί να έχει 100% παραγωγή ηλεκτρικών αυτοκινήτων, ένα εργοστάσιο αξίας σχεδόν 2,2 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Η Audi ξεκινά την κατασκευή ενός εργοστασίου ηλεκτρικών αυτοκινήτων στην Κίνα, με προοπτική την παραγωγή 150.000 ηλεκτρικών οχημάτων τον χρόνο. Η Airbus εξασφάλισε το καλοκαίρι μια παραγγελία 292 αεροπλάνων, αξίας 37 δισεκατομμυρίων ευρώ από την Chinese Airlines. H BASF, η μεγάλη χημική βιομηχανία, άνοιξε την πρώτη φάση του νέου της εργοστασίου στην Κίνα τον Σεπτέμβριο, με το συνολικό πρότζεκτ να έχει αξία 10 δισεκατομμυρίων ευρώ.
Η σύγκρουση για το λιμάνι του Αμβούργου
Δεν είναι τυχαία έτσι η αντιπαράθεση που υπήρξε ακόμη και εντός γερμανικού κυβερνητικού συνασπισμού για το λιμάνι του Αμβούργου, όπου η κινεζική Cosco θα αποκτήσει ένα μερίδιο 25%, ύστερα από τον συμβιβασμό που μπόρεσε να πετύχει ο Σολτς, μειώνοντάς από το 35%. Μάλιστα, το ίδιο το Γερμανικό υπουργείο Εξωτερικών ήταν αντίθετο και το δήλωσε, υποστηρίζοντας ότι αυτή η συναλλαγή θα «αύξαινε δυσανάλογα τη στρατηγική επιρροή της Κίνας πάνω στη γερμανική και ευρωπαϊκή μεταφορική υποδομή, όπως και την εξάρτηση της Γερμανίας από την Κίνα». Όμως, ο Σολτς δεν ήθελε να πάει στο Πεκίνο με «άδεια χέρια».
Η αναζήτηση μιας δύσκολης ισορροπίας
Επισήμως η γερμανική κυβέρνηση προσπαθεί να επανεκτιμήσει θεμελιωδώς τις σχέσεις της Γερμανίας με την Κίνα. Στόχος ένα μια νέα «Στρατηγική για την Κίνα», που θα την ορίζει μεν ως σημαντικό εμπορικό εταίρο, αλλά ταυτόχρονα θα ορίζει και το Κομμουνιστικό Κόμμα Κίνας ως ένα συστημικό αντίπαλο.
Η φαινομενικά οξύμωρη αυτή στάση, που συνδυάζει έναν από τώρα προσανατολισμό στη φάση όπου η Κίνα θα είναι ο μεγάλος αντίπαλος της Δύσης, μια θέση ανάλογη με αυτή που πλέον περιλαμβάνει η Εθνική Στρατηγική Ασφαλείας της ΗΠΑ, με τον «ρεαλισμό» της επίγνωσης της οικονομικής σημασίας της Κίνας, αντανακλά την ίδια τη δύσκολη ισορροπία της Γερμανίας.
Και αυτό γιατί η Γερμανία υπήρξε κατεξοχήν χώρα που επένδυσε στο ιδιαίτερο τοπίο που διαμορφώθηκε μετά το 1989. Σε εκείνο το μεγάλο άνοιγμα επενδυτικών και οικονομικών ευκαιριών και στην απουσία μια νέας διαίρεσης του κόσμου, ανάλογης με τη αυτή του Ψυχρού Πολέμου. Άλλωστε, ήδη από πολύ νωρίς είχε επενδύσει στις οικονομικές σχέσεις και με την ΕΣΣΔ (από τότε κρατούν και οι ενεργειακές ροές) και με την Κίνα. Με έναν τρόπο, ως εξαγωγική χώρα, υψηλής παραγωγικότητας, με εξειδίκευση και στην παραγωγή μέσων παραγωγής, ευνοημένη από την εισαγωγή του ευρώ, μπορούσε να εκμεταλλευτεί πολύ καλά την παγκοσμιοποίηση.
Όμως, την ίδια στιγμή δεν έπαψε να είναι μια ατλαντική χώρα. Για την ακρίβεια, έδειξε αρκετά νωρίς ότι ανεξαρτήτως διακηρύξεων ήταν δύσκολη μια αυτόνομη ευρωπαϊκή στρατηγική ασφάλειας (με την αντίστοιχη υποστήριξη σε επίπεδο ενόπλων δυνάμεων), οπότε η εναπόθεση αυτής της ευθύνης στις ατλαντικές δομές παρέμεινα μια σταθερά της γερμανικής πολιτικής και ένα διαρκές στοιχείο αμερικανικής «ηγεμονίας».
Όμως, τώρα τα πράγματα γίνονται πιο δύσκολα και πιο πιεστικά. Οι ΗΠΑ, με την υποστήριξη της Βρετανίας, πιέζουν για μια πιο βαθιά ρήξη της «Δύσης» όχι μόνο με τη Ρωσία αλλά και με την Κίνα, ουσιαστικά εγκαινιάζοντας έναν ιδιότυπο «Οικονομικό Ψυχρό Πόλεμο». Αυτό φαίνεται στις αλλεπάλληλες κυρώσεις που έχουν επιβάλει για να αποτρέψουν την πώληση υψηλής τεχνολογίας, ιδίως ως προς μικροτσίπ τελευταίας γενιάς, στην Κίνα, όπως και τον τρόπο που ουσιαστικά διαμορφώνουν μια πίεση σε διάφορες εταιρείες να επανεξετάσουν την κλίμακα της παρουσίας τους στην Κίνα. Επιπλέον, έχουν διαμορφώσει ένα κλίμα όπου θεωρείται ότι οποιαδήποτε κρίση σε σχέση με την Ταϊβάν θα οδηγούσε και σε ακόμη μεγαλύτερη οικονομική ρήξη με την Κίνα.
Η δύσκολη απεμπλοκή
Ωστόσο, είναι πολύ δύσκολη η απεμπλοκή από την κινεζική οικονομία. Άλλωστε, και οι ίδιες οι ΗΠΑ διατηρούν ένα εντυπωσιακό επίπεδο εμπορικών σχέσεων με την Κίνα, τις εισαγωγές από την Κίνα να ξεπερνούν το 2021 τα 500 δισεκατομμύρια δολάρια, ενώ η Κίνα κατέχει σχεδόν ένα τρισεκατομμύριο δολάρια αμερικανικού κρατικού χρέους. Επιπλέον, οι αμερικανικές άμεσες ξένες επενδύσεις (FDI) έφτασαν το 2021 τα 173,48 δισεκατομμύρια δολάρια.
Για τη Γερμανία τα πράγματα είναι ακόμη πιο δύσκολα, εάν αναλογιστούμε ότι για τη γερμανική βιομηχανία η Κίνα ήταν ένας κρίσιμος εξαγωγικός προσανατολισμός που επειδή σταδιακά προστέθηκε ήταν παράμετρος παραπέρα ανάπτυξης, χωρίς να είναι εύκολο να μπορεί να αντικατασταθεί από άλλους.
Και αυτό ίσως να είναι και μία από τις αντιφάσεις της τρέχουσας αμερικανικής κυρίως πολιτικής. Δηλαδή, μια πίεση για μια μερική «από-παγκοσμιοποίηση» της παγκόσμιας οικονομίας που δημιουργεί πραγματικά οικονομικά προβλήματα σε κρίσιμους κόμβους της «Παγκόσμιας Δύσης», όπως είναι η Γερμανία.