Ένας μήνας έχει σχεδόν περάσει από την άγρια δολοφονία τεσσάρων φοιτητών του Πανεπιστημίου του Αϊντάχο και οι αρχές δεν έχουν ακόμη κατονομάσει κάποιον ύποπτο.
Οι τέσσερις φοιτητές – τρεις γυναίκες και ο σύντροφος μιας εξ αυτών, βρέθηκαν άγρια δολοφονημένοι στο σπίτι όπου διέμεναν μόλις 15 λεπτά από το πανεπιστήμιο του Αϊντάχο. Άλλες δύο φίλες και συμφοιτήτριες που διέμεναν μαζί τους, και οι οποίες κοιμόντουσαν στο ισόγειο του σπιτιού δεν αντιλήφθηκαν τίποτα. Την ίδια ώρα, μυστήριο καλύπτει το πού βρισκόταν ο σκύλος των φοιτητριών, ο οποίος δεν γάβγισε καθόλου κατά τη διάρκεια της επίθεσης.
Η μικρή κοινωνία της Μόσχας του Αϊντάχο, είναι ανήσυχη δεδομένου ότι ο δολοφόνος εξακολουθεί να κυκλοφορεί ελεύθερος. Την ίδια ώρα, νέα στοιχεία έρχονται στο φως της δημοσιότητας.
Τα θύματα έφεραν μεγάλες χαρακιές
Ο πατέρας ενός από τους δολοφονημένους φοιτητές περιέγραψε πώς τα θύματα είχαν «μεγάλες ανοιχτές χαρακιές» στα σώματά τους από τον «σαδιστή άνδρα» που τους σκότωσε.
Ο Στίβεν Γκονκάλβες, του οποίου η κόρη Κέιλι ήταν μεταξύ των δολοφονημένων φοιτητών, δήλωσε ότι η ιατροδικαστής Κάθι Μάμπουτ, του αποκάλυψε τις ανατριχιαστικές λεπτομέρειες όταν μίλησαν.
Ο πατέρας της Κέιλι Γκονκάλβες, Στίβεν
«Μου είπε: ‘Κύριε, δεν νομίζω ότι οι μαχαιριές είναι η σωστή λέξη, ήταν σαν δάκρυα, σαν να ήταν ένα δυνατό όπλο, όχι σαν μαχαίρι» δήλωσε στο Fox News Digital. «Είπε ότι τα τραύματα ήταν μεγάλες ανοιχτές χαρακιές. Είπε ότι ήταν γρήγορο. Δεν ήταν τραύματα επιφανειακά, που θα μπορούσες να σηκωθείς και να πας να καλέσεις την αστυνομία. Ήταν βαθιές πληγές» ανέφερε. Μεταξύ άλλων, περιέγραψε πώς κόπηκαν το συκώτι και οι πνεύμονες της κόρης του.
Η 21χρονη Κάιλι, βρήκε φρικτό θάνατο από τα χέρια του δολοφόνου, μαζί με την 21χρονη Μάντισον Μόγκεν, την 20χρονη Ξάνα Κερνοντλ και τον 20χρονο Ίθαν Τσάπιν, τις πρώτες πρωινές ώρες της 13ης Νοεμβρίου.
Η Κέιλι Γκονκάλβες
Ο πατέρας της Κάιλι δήλωσε ότι ενώ η κόρη του ήταν στο κρεβάτι με την Μόγκεν στο σπίτι τους εκτός της πανεπιστημιούπολης όταν δολοφονήθηκαν, «τα τραύματά τους δεν ταίριαζαν καθόλου».
Η Κερνόντλ, η οποία βρισκόταν στο κρεβάτι σε άλλον όροφο του σπιτιού με τον σύντροφό της, τον Τσάπιν όταν σκοτώθηκαν, είχε αμυντικά τραύματα και έδωσε «μια τρελή μάχη» για να προσπαθήσει να επιβιώσει, όπως είπε η ιατροδικαστής στον Γκονκάλβες.
O Ίθαν Τσάπιν και η Ξάνα Κερνόντλ
«Στοχευμένη» η επίθεση στους φοιτητές – Ο δολοφόνος ήταν γνωστός στα θύματά του
Η αστυνομία δεν έχει ακόμη κατονομάσει κάποιον ύποπτο, ούτε έχει δώσει στη δημοσιότητα το προφίλ του δολοφόνου, αλλά έχει αποκαλύψει ότι τα θύματα μαχαιρώθηκαν μέχρι θανάτου. Είπαν επίσης ότι η επίθεση ήταν «στοχευμένη» αλλά δεν προσδιόρισαν περαιτέρω τι εννοούσαν με αυτό.
Ο πατέρας της 21χρονη φοιτήτριας, κατακευράνωσε στη συνέχεια την αστυνομία, λέγοντας ότι θα έπρεπε οι αρχές να δώσουν περισσότερες πληροφορίες στο κοινό. «Είμαι εξοργισμένος. Δεν έχουν πει καν εάν πρόκειται για άνδρα ή γυναίκα, γιατί θα έπρεπε να το γνωρίζουν από την ποσότητα της δύναμης που χρειάστηκε για να προκληθούν οι τραυματισμοί» δήλωσε ο Γκονκάλβες. «Είναι απλά δειλοί. Υπάρχουν κορίτσια που κυκλοφορούν στο δρόμο αυτή τη στιγμή και αξίζουν να γνωρίζουν. Η αστυνομία επέμεινε ότι δεν μπορεί να αποκαλύψει περισσότερες πληροφορίες προκειμένου να προστατεύσει την ακεραιότητα της έρευνας, αλλά αυτό έχει προκαλέσει πανικό στην περιοχή.
Γιατί οι Αρχές έβαλαν σακούλες στα χέρια των θυμάτων;
Σύμφωνα πάντως με τις αρχές και τον πρώην διοικητή της αστυνομίας της Μόσχας, η επίθεση ήταν στοχευμένη, εννοώντας πως ο δολοφόνος ήταν γνωστός στα θύματά του. Ο συνταξιούχος αξιωματικός πρόσθεσε: «Κάπου στην πορεία, κάτι κακό συνέβη, κάτι που εξόργισε κάποιον τόσο πολύ ώστε να κυνηγήσει αυτούς τους ανθρώπους».
Την ίδια ώρα, έγινε γνωστό πως οι αστυνομικοί του Αϊντάχο, έβαλαν σε σακούλες τα χέρια των θυμάτων, καθώς πιστεύουν ότι μπορεί να περιέχουν στοιχεία, όπως δέρμα ή τρίχες κάτω από τα νύχια, εάν προσπάθησαν να αντισταθούν στον δολοφόνο τους.
Όπως δήλωσαν οι ιατροδικαστές στο Fox News Digital, τα θύματα μπορεί ακόμη και να έχουν αγγίξει το DNA των δραστών τους, αν είχαν σωματική επαφή κατά τη διάρκεια της επίθεσης. Μόλις μπορέσουν να προσδιορίσουν εάν κάποιο από τα χέρια των θυμάτων είχε έστω και το παραμικρό ίχνος από το DNA των επιτιθέμενων, θα μπορούσαν να ψάξουν σε εθνικές και κρατικές βάσεις δεδομένων για να βρουν μια ταύτιση – αν και η διαδικασία αυτή θα μπορούσε να διαρκέσει εβδομάδες.