Οι ενέργειες των αρχών της Γερμανίας και συμμάχων της το τελευταίο έτος υποδεικνύουν ότι η υπόθεση του αντιπολιτευόμενου πολιτικού Αλεξέι Ναβάλνι «ήταν σχεδιασμένη προβοκάτσια κατά της Ρωσίας», υποστηρίζει σε ειδική επετειακή ανακοίνωση του το ρωσικό ΥΠΕΞ.
Σύμφωνα με την ανακοίνωση, η οποία αναρτήθηκε στην επίσημη ιστοσελίδα του ρωσικού ΥΠΕΞ το βράδυ της Τετάρτης, σκοπός της «προβοκάτσιας» αυτής ήταν να δυσφημιστεί η Ρωσία «στα μάτια της παγκόσμιας κοινής γνώμης» και «να πληγούν τα εθνικά της συμφέροντα», γι’ αυτό συνοδεύθηκε από «επιθετική προπαγανδιστική καμπάνια δυτικών και συνδεόμενων με αυτές ενημερωτικών πηγών από τη Ρωσία, κεντρική θέση της οποίας ήταν ο αστήρικτος ισχυρισμός περί δηλητηρίασης του Ναβάλνι από τις μυστικές υπηρεσίες της Ρωσίας».
Το ρωσικό ΥΠΕΞ υποστηρίζει ότι «ακόμη και οι γιατροί της κλινικής του Ομσκ, οι οποίοι του έσωσαν τη ζωή, βρέθηκαν συν τω χρόνω στο στόχαστρό της και υπέστησαν αποχαλινωμένες δημόσιες επιθέσεις». Υποστηρίζει ότι «μέχρι σήμερα το Βερολίνο δεν έχει παρουσιάσει στη διεθνή κοινή γνώμη αποδείξεις της δήθεν δηλητηρίασης του Ναβάλνι», που βασίζονται «σε κάποια απόρρητα πορίσματα εμπειρογνωμόνων των ενόπλων δυνάμεων της Γερμανίας (τα οποία έγιναν με εντυπωσιακή ταχύτητα), καθώς και τη δήθεν αδιάψευστη επιβεβαίωσή τους από στρατιωτικούς ειδικούς της Σουηδίας και της Γαλλίας, συμμάχων της Γερμανίας».
Πάντα σύμφωνα με τη ρωσική διπλωματία, η Γερμανία δεν έχει δώσει ουσιαστική απάντηση σε οκτώ αιτήματα της ρωσικής Γενικής Εισαγγελίας για την «υπόθεση Ναβάλνι» και ούτε σκοπεύει να το πράξει, «καθότι το Βερολίνο θεωρεί το θέμα της ‘δηλητηρίασης’ Ναβάλνι λήξαν», μάλιστα το ρωσικό ΥΠΕΞ επιμένει ότι «στο αεροπλάνο που προσγειώθηκε στο Ομσκ τη νύχτα της 20ής προς 21η Αυγούστου 2020 βρισκόταν κάποιος πολίτης της Γερμανίας, το είδος της απασχόλησής του για κάποιο λόγο μέχρι σήμερα αποκρύπτεται επιμελώς από τη γερμανική πλευρά, καθώς και η συνδεόμενη με βρετανικές μυστικές υπηρεσίες υπήκοος Μεγάλης Βρετανίας Μαρία Πέφτσιχ, το γεγονός της επιβίβασης της οποίας στην πτήση για ακατανόητους προς το παρόν λόγους δεν επιβεβαιώνεται από τις αρχές της Γερμανίας».
Το ρωσικό ΥΠΕΞ διατείνεται ακόμη πως κράτη της Δύσης «ευθέως, καθώς και μέσω ελεγχόμενων ενημερωτικών πηγών και συστημικών ΜΜΕ, κατασκευάζουν μεθοδικά με τον Ναβάλνι και το περιβάλλον του εικόνα οργανωτικού κέντρου ενός δημοκρατικού κινήματος διαμαρτυρίας στη Ρωσία», ενώ κυβερνήσεις και εκπρόσωποι χωρών του ΝΑΤΟ αξιοποιούν διαρροές της «ομάδας Ναβάλνι», η οποία «επιδιώκει με αυτή την υποστήριξη και με κάθε μέσο να διατηρήσει τη φιγούρα του στην ειδησεογραφική ημερήσια διάταξη στη Ρωσία και εκτός αυτής με σκοπό την εμπλοκή στις εσωτερικές υποθέσεις της Ρωσικής Ομοσπονδίας», ειδικότερα στις βουλευτικές εκλογές του τριημέρου 17η-19η Σεπτεμβρίου 2021 για την ανάδειξη των μελών της Κρατικής Δούμας (της ρωσικής κάτω Βουλής).
Κατά την άποψη της ρωσικής διπλωματίας «η Γερμανία και οι σύμμαχοί της δεν χάνουν την ευκαιρία να χρησιμοποιήσουν το θόρυβο γύρω από τον Ναβάλνι, που τεχνητά δημιουργείται με τη δική τους άμεση συμβολή, ως αφορμή για την υλοποίηση – στο πλαίσιο της στρατηγικής συνολικής ανάσχεσης της Ρωσίας – διαρκώς νέων επιθέσεων στο πεδίο των διεθνών οργανισμών, καλύπτοντάς τις πίσω από κάποιες ‘ανησυχίες για τα ανθρώπινα δικαιώματα’».
Ο 45χρονος Αλεξέι Ναβάλνι εισήχθη στο νοσοκομείο του Ομσκ της Σιβηρίας την 20ή Αυγούστου 2020, έπειτα από κατεπείγουσα προσγείωση της επιβατικής πτήσης Τομσκ – Μόσχα, καθώς αισθάνθηκε αδιαθεσία και παρουσίαζε κατά υποστηρικτές του συμπτώματα δηλητηρίασης. Η γερμανική κυβέρνηση ανακοίνωσε τη 2η Σεπτεμβρίου ότι ο γνωστότερος επικριτής του προέδρου Πούτιν υπέστη δηλητηρίαση από χημική ουσία της κατηγορίας «Ναβιτσόκ». Το Κρεμλίνο αντιτείνει ότι πριν από τη μεταφορά του Ναβάλνι στο Βερολίνο, Ρώσοι γιατροί δεν εντόπισαν στον οργανισμό του δηλητηριώδεις ουσίες. Μετά τη νοσηλεία και την αποκατάστασή του στην κλινική Σαριτέ της Γερμανίας, όπου εισήχθη σε κωματώδη κατάσταση την 22η Αυγούστου 2020, ο Ναβάλνι επέστρεψε στη Ρωσία, όπου συνελήφθη και παραμένει κρατούμενος, αντιμετωπίζοντας σειρά ποινικών διώξεων, οι οποίες χαρακτηρίζονται από διεθνείς οργανώσεις και κυβερνήσεις «κατασκευασμένες και πολιτικά υποκινούμενες».