Τις περιπέτειες που πέρασε, περιέγραψε στους New York Times, ο Όλεγκ Τινκόφ μετά που κατέκρινε τον πόλεμο στην Ουκρανία.
Τον Νοέμβριο ο Ρώσος μεγιστάνας είχε περιουσία αξίας περίπου 9 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Όμως από τη στιγμή που επέκρινε τον πόλεμο στην Ουκρανία, σε μια ανάρτησή του στο Instagram, όλα άλλαξαν.
Την επόμενη μέρα, η κυβέρνηση του προέδρου Βλαντίμιρ Πούτιν επικοινώνησε με τα στελέχη της τράπεζας που είχε ιδρύσει αυτός. Απείλησε να κρατικοποιήσει την τράπεζα εάν δεν διακόψει τους δεσμούς μαζί του. Την περασμένη εβδομάδα, πούλησε το 35% του μεριδίου του σε ένα Ρώσο δισεκατομμυριούχο της εξορυκτικής βιομηχανίας, σε κάτι που περιγράφει ως «απελπισμένη πώληση» που του επιβλήθηκε από το Κρεμλίνο.
«Δεν μπορούσα να συζητήσω την τιμή», δήλωσε ο Τινκόφ. «Ήμουν σαν όμηρος, παίρνεις αυτό που σου προσφέρουν. Δεν μπορούσα να διαπραγματευτώ».
Ο 54χρονος Τινκόφ στη συνέντευξή του στους New York Times, η οποία παραχωρήθηκε από «άγνωστη τοποθεσία», υποστήριξε ότι έχει προσλάβει σωματοφύλακες, αφού φίλοι με επαφές στις ρωσικές υπηρεσίες ασφαλείας του είπαν ότι θα έπρεπε να φοβάται για τη ζωή του και ίσως «το Κρεμλίνο θα σε σκοτώσει».
Πώς κινούνταν ο Τινκόφ
Σύμφωνα με τους NYT, πρόκειται για έναν δισεκατομμυριούχο που για χρόνια απέφευγε να έρθει σε αντιπαράθεση με τον Πούτιν, ενώ εμφανιζόταν ως ανεξάρτητος από το Κρεμλίνο.
Από τη μεριά του, ο Τινκόφ ισχυρίστηκε ότι πολλοί από τους γνωστούς του στην επιχειρηματική και κυβερνητική ελίτ του είπαν ιδιωτικά ότι συμφωνούσαν μαζί του, «αλλά όλοι φοβούνται».
Στη συνέντευξη που παραχώρησε, ο ίδιος μίλησε πιο σθεναρά κατά του πολέμου από οποιονδήποτε άλλο μεγάλο Ρώσο επιχειρηματία. «Συνειδητοποίησα ότι η Ρωσία, ως χώρα, δεν υπάρχει πλέον», τόνισε ο Τινκόφ, προβλέποντας ότι ο Πούτιν θα παραμείνει στην εξουσία για μεγάλο χρονικό διάστημα.
«Πίστευα ότι το καθεστώς Πούτιν ήταν κακό. Αλλά φυσικά, δεν είχα ιδέα ότι θα έπαιρνε τέτοια καταστροφική στροφή».
Το Κρεμλίνο από τη μεριά του δεν απάντησε σε αίτημα των NYT για σχολιασμό.
Επιπλέον, και η Tinkoff, η τράπεζα που ίδρυσε ο Τινκόφ το 2006, αρνήθηκε να κάνει κάποιο σχόλιο, προσθέτοντας πάντως ότι δεν υπήρξε «καμία απειλή κανενός είδους κατά της ηγεσίας της τράπεζας». Η τράπεζα, η οποία ανακοίνωσε την περασμένη Πέμπτη ότι ο Τινκόφ πούλησε ολόκληρο το μερίδιό του σε μια εταιρεία που διοικείται από τον Βλαντίμιρ Ποτάνιν, έναν μεγιστάνα στην σφαίρα επιρροής του Πούτιν, φαίνεται να απομακρύνεται από τον ιδρυτή της.
«Ο Όλεγκ δεν ήταν στη Μόσχα για πολλά χρόνια, δεν συμμετείχε στη ζωή της εταιρείας και δεν είχε καμία ανάμειξη σε κανένα θέμα», ανέφερε η Tinkoff σε μια δήλωση.
Προβλήματα και στη Δύση
Ο Τινκόφ είχε επίσης αντιμετωπίσει στο παρελθόν προβλήματα και στη Δύση. Ειδικότερα, είχε συμφωνήσει να πληρώσει 507 εκατομμύρια δολάρια πέρυσι για να διευθετήσει μια υπόθεση φορολογικής απάτης στις Ηνωμένες Πολιτείες, ενώ τον Μάρτιο η Βρετανία τον συμπεριέλαβε σε λίστα κυρώσεων κατά της ρωσικής επιχειρηματικής ελίτ.
«Αυτοί οι ολιγάρχες, οι επιχειρήσεις και οι μισθωμένοι τραμπούκοι είναι συνένοχοι στη δολοφονία αθώων πολιτών και είναι σωστό να πληρώσουν το τίμημα», είχε δηλώσει τότε η υπουργός Εξωτερικών Λιζ Τρας.
Σύμφωνα με τους NYT σε αντίθεση με τους Ρώσους μεγιστάνες που πριν από χρόνια χώρισαν τους δρόμους τους με τον Πούτιν και τώρα ζουν στην εξορία, όπως ο πρώην μεγιστάνας του πετρελαίου Μιχαΐλ Κοντορκόβσκι ή ο επιχειρηματίας της τεχνολογίας Πάβελ Ντουρόφ, ο Τινκόφ βρήκε έναν τρόπο να συνυπάρξει με το Κρεμλίνο και να κερδίσει δισεκατομμύρια — τουλάχιστον μέχρι τις 19 Απριλίου.
Τότε ήταν που ο Τινκόφ δημοσίευσε μια αντιπολεμική ανάρτηση στο Instagram, χαρακτηρίζοντας την εισβολή «τρελή» και χλευάζοντας τον στρατό της Ρωσίας: «Γιατί να έχουμε έναν καλό στρατό», διερωτήθηκε, «αν όλα τα άλλα στη χώρα είναι δυσλειτουργικά και βυθισμένα στον νεποτισμό, τη δουλοπρέπεια και την υποτέλεια;»
Αμέσως έγινε στόχος επιθέσεων από πολλούς Ρώσους που δημοσίευσαν φωτογραφίες από τις τεμαχισμένες χρεωστικές τους κάρτες Tinkoff στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Ο Βλαντιμίρ Σολόβιοφ, ένας εξέχων παρουσιαστής της κρατικής τηλεόρασης, του επιτέθηκε, δηλώνοντας: «Η συνείδησή σου είναι σάπια».
Μάχη με τη λευχαιμία
Ο Τινκόφ βρισκόταν ήδη εκτός Ρωσίας σε εκείνο το σημείο, αφού είχε αναχωρήσει το 2019 για να λάβει θεραπεία για λευχαιμία. Αργότερα παραιτήθηκε και παραχώρησε τον έλεγχο της Tinkoff, αλλά διατήρησε το 35 τοις εκατό των μετοχών της εταιρείας, το οποίο αποτιμήθηκε σε περισσότερα από 20 δισεκατομμύρια δολάρια στο χρηματιστήριο του Λονδίνου πέρυσι.
Μια μέρα μετά την ανάρτηση της 19ης Απριλίου, είπε ο Τινκόφ, το Κρεμλίνο επικοινώνησε με τα ανώτερα στελέχη της τράπεζας και τους επέστησε την προσοχή, σημειώνοντας ότι οποιαδήποτε σχέση με τον ιδρυτή τους αποτελεί πλέον μεγάλο πρόβλημα.
«Είπαν: «Η δήλωση του μετόχου σας δεν είναι ευπρόσδεκτη, και θα εθνικοποιήσουμε την τράπεζά σας εάν δεν την πουλήσει και ο ιδιοκτήτης δεν αλλάξει και εάν δεν αλλάξετε το όνομα»», είπε, επικαλούμενος πηγές στην Tinkoff που αρνήθηκε να κατονομάσει.
Θα αλλάξει το όνομά της η τράπεζα
Στις 22 Απριλίου, η Tinkoff ανακοίνωσε ότι προτίθεται αλλάξει το όνομά της φέτος, ένα βήμα που όπως ισχυρίζεται ήταν προγραμματισμένο εδώ και καιρό. Στα παρασκήνια, λέει ο Τινκόφ, προσπαθούσε να πουλήσει το μερίδιό του — που είχε ήδη υποτιμηθεί από τις δυτικές κυρώσεις κατά του ρωσικού χρηματοπιστωτικού συστήματος.
Ο Τινκόφ τόνισε ότι ήταν ευγνώμων στον Ποτάνιν, τον μεγιστάνα των ορυχείων, που του επέτρεψε να διασώσει τουλάχιστον κάποια χρήματα από την εταιρεία του. Επεσήμανε πάντως ότι δεν μπορούσε να αποκαλύψει τιμή, προσθέτοντας ότι είχε πουλήσει στο 3% αυτού που πίστευε ότι ήταν η πραγματική αξία του μεριδίου του.
«Για ψίχουλα»
«Με ανάγκασαν να το πουλήσω λόγω των δηλώσεών μου», λέει ο Τινκόφ. «Το πούλησα για ψίχουλα».
Εξεταζόταν να πουλήσει το μερίδιό του ούτως ή άλλως, προσθέτει, γιατί «όσο ο Πούτιν είναι ζωντανός, αμφιβάλλω ότι κάτι θα αλλάξει».
«Δεν πιστεύω στο μέλλον της Ρωσίας», δηλώνει και συνεχίζει: «Το πιο σημαντικό, δεν είμαι διατεθειμένος να συσχετίσω την επωνυμία μου και το όνομά μου με μια χώρα που επιτίθεται στους γείτονές της χωρίς κανέναν απολύτως λόγο».
Επιπλέον, εκφράζει την ανησυχία ότι ένα ίδρυμα που ίδρυσε το οποίο είναι αφιερωμένο στη βελτίωση της θεραπείας του καρκίνου του αίματος στη Ρωσία θα μπορούσε επίσης να γίνει θύμα των οικονομικών του προβλημάτων.
Παράλληλα, αρνήθηκε την κατηγορία ότι μιλούσε ανοιχτά με την ελπίδα να αρθούν οι κυρώσεις του Ηνωμένου Βασιλείου εναντίον του, αν και παραδέχτηκε ότι ελπίζει ότι η βρετανική κυβέρνηση τελικά θα «διόρθωνε αυτό το λάθος».
Σημειώνει ότι η ασθένειά του – τώρα πάσχει από ασθένεια μοσχεύματος εναντίον ξενιστή, μια επιπλοκή μεταμόσχευσης βλαστοκυττάρων, είπε – ίσως τον έκανε πιο θαρραλέο να μιλήσει πιο ανοιχτά από άλλους Ρώσους επιχειρηματίες και ανώτερους αξιωματούχους. Μέλη της ελίτ, ισχυρίστηκε, είναι «σε κατάσταση σοκ» για τον πόλεμο και τον έχουν καλέσει για να προσφέρουν υποστήριξη.
«Καταλαβαίνουν ότι είναι συνδεδεμένοι με τη Δύση, ότι είναι μέρος της παγκόσμιας αγοράς και ούτω καθεξής», είπε ο Τινκόφ. «Γρήγορα, γρήγορα μετατρέπονται σε Ιράν. Αλλά δεν τους αρέσει. Θέλουν τα παιδιά τους να περάσουν τις καλοκαιρινές τους διακοπές στη Σαρδηνία».
Ο Τινκόφ είπε ότι κανείς από το Κρεμλίνο δεν είχε ποτέ επικοινωνήσει απευθείας μαζί του, αλλά ότι εκτός από την πίεση στην εταιρεία του, άκουσε από φίλους με επαφές της υπηρεσίας ασφαλείας ότι μπορεί να βρίσκεται σε κίνδυνο.
«Μου είπαν: «Η απόφαση σχετικά με εσάς έχει ληφθεί», κατέληξε. «Αν αυτό σημαίνει ότι πάνω από όλα θα με σκοτώσουν, δεν το ξέρω. Δεν το αποκλείω».