Στις φυλακές του Μάριον, στο Ιλινόι των ΗΠΑ, σε μια ειδική μονάδα που αποκαλείται «Μικρό Γκουαντάναμο», ένας άνδρας που μιλάει έξι γλώσσες και τον φωνάζουν «έμπορο του θανάτου» εκτίει ποινή κάθειρξης 25 ετών, έχοντας χτίσει μία αυτοκρατορία λαθρεμπορίου όπλων που επεκτάθηκε σε όλο τον πλανήτη.
Το όνομά του είναι Βίκτορ Μπουτ. Και η πατρίδα του, η Ρωσία, τον θέλει πίσω το ταχύτερο. Το ερώτημα είναι γιατί, τονίζει σε άρθρο της η Washington Post.
Ο 55χρονος Μπουτ είναι ο πλέον διαβόητος έμπορος όπλων της εποχής του και κατηγορείται ότι τα όπλα από τα οποία έχει γίνει πλούσιος έχουν προκαλέσει πολέμους στην Αφρική, τη Μέση Ανατολή και την Ασία.
Ο Αμερικανός υπουργός Εξωτερικών, Άντονι Μπλίνκεν, δήλωσε την περασμένη εβδομάδα ότι η χώρα του έκανε μια «ουσιαστική προσφορά» στη Ρωσία για την απελευθέρωση δύο Αμερικανών που κρατούνται εκεί, της μπασκετμπολίστριας Μπρίτνεϊ Γκρίνερ και του συμβούλου ασφαλείας Πολ Γουίλαν.
Ρώσοι αξιωματούχοι έχουν υπαινιχθεί ότι μια τέτοια κίνηση θα πρέπει να συνοδευτεί από την απελευθέρωση Ρώσων που κρατούνται στην Αμερική. Και πρώτος στη λίστα είναι ο Βίκτορ Μπουτ, που συνελήφθη το 2008 στην Ταϊλάνδη.
Ο Μπουτ και η ρωσική στρατιωτική αντικατασκοπεία
Μολονότι η Ρωσία έχει διαμαρτυρηθεί γιατί ο Μπουτ παγιδεύτηκε από την Υπηρεσία Καταπολέμησης Ναρκωτικών (DEA), πολλοί Αμερικανοί αναλυτές πιστεύουν ότι η οργή της συνδέεται με τις σχέσεις που έχει ο Μπουτ με την ρωσική στρατιωτική αντικατασκοπεία, σημειώνει σε ανάλυσή του ο αρθογράφος της Washington Post, Άνταμ Τέιλορ.
Αν και λιγότερο γνωστή από την KGB, και την FSB που τη διαδέχθηκε, η υπηρεσία στρατιωτικής αντικατασκοπείας της Ρωσίας (GRU) είναι γνωστό ότι αναλαμβάνει ευρύτερες και πιο ριψοκίνδυνες αποστολές. Τα τελευταία χρόνια έχει κατηγορηθεί για πολλά πράγματα, από παρεμβάσεις σε εκλογικές αναμετρήσεις μέχρι δολοφονίες διαφωνούντων.
Ο Μπουτ φέρεται επίσης να έχει στενές σχέσεις με τον Ιγκόρ Σέτσιν, πρώην αναπληρωτή πρωθυπουργό και στενό σύμβουλο του Ρώσου προέδρου Βλαντιμίρ Πούτιν. Τόσο ο Μπουτ όσο και ο Σέτσιν υπηρέτησαν τη δεκαετία του 1980 στον σοβιετικό στρατό, στην Αφρική.
Η σιωπή του μέτρησε υπέρ του στη Μόσχα
Ο Μπουτ αρνείται ότι έχει σχέσεις με την GRU ή ότι γνωρίζει τον Σέτσιν. Η σιωπή που τήρησε όμως όλα τα χρόνια που κρατείται στο Ιλινόι, χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά από το σπίτι του στη Μόσχα, μπορεί να μέτρησε στην απόφαση της Μόσχας να τον ανταμείψει.
Η απελευθέρωσή του μπορεί επίσης να στείλει ένα μήνυμα και σε άλλους που μπορεί να βρεθούν στη θέση του: Η πατρίδα δεν θα τους ξεχάσει.
Η επιστροφή του Μπουτ στη Ρωσία θα παρουσιαστεί από τη Μόσχα ως θρίαμβος. Αλλά η πολιτική αναλύτρια Τατιάνα Στανόβαγια, ιδρύτρια της οργάνωσης R.Politik, πιστεύει ότι ο Πούτιν θέλει κάτι περισσότερο από ένα πολιτικό κέρδος.
Λίγο μετά την κατάρρευση της ΕΣΣΔ, ο Μπουτ έγινε επιχειρηματίας. Χρησιμοποίησε ένα μικρό στόλο σοβιετικής κατασκευής Antonov An-8 και ανέλαβε ρίσκα που άλλοι δεν θα αναλάμβαναν, πηγαίνοντας σε πολεμικές ζώνες και αποτυχημένα κράτη.
Ένας επιχειρηματίας που ξέρει πολλά
Γνώριζε επίσης κάτι σημαντικότερο από τα αεροπλάνα: Τις κρυψώνες των σοβιετικών όπλων.
Το 2000 είχε γίνει ένας από τους γνωστότερους εμπόρους όπλων και συνεργαζόταν με κινήματα από την Ανγκόλα ως τη Λιβερία και τη Σιέρα Λεόνε. Σε πολλές περιπτώσεις, όπλιζε και τα δύο εμπόλεμα μέρη σε μια σύγκρουση.
Όταν συνελήφθη στην Ταϊλάνδη, διαπραγματευόταν την αγορά πυραύλων, χειροβομβίδων, πυροβόλων όπλων και εκρηκτικών για ανθρώπους που νόμιζε ότι ήταν μέλη των FARC της Κολομβίας. Στην πραγματικότητα, η DEA τον είχε παγιδέψει.
Η περίτεχνη επιχείρηση παραγκωνισμού παρέκαμψε ένα βασικό πρόβλημα στην καταδίωξη του Μπουτ από τις ΗΠΑ: Δεν είχε παραβιάσει κανέναν αμερικανικό νόμο. Το 2011, ομοσπονδιακό δικαστήριο της Νέας Υόρκης τον έκρινε ένοχο για διάφορες κατηγορίες, συμπεριλαμβανομένης της συνωμοσίας για τη δολοφονία Αμερικανών υπηκόων.
Ρώσοι αξιωματούχοι παραπονέθηκαν ιδιαίτερα για την επιθετική και ασυνήθιστη στοχοποίηση του Μπουτ.
Όμως η μαγνητοφώνηση του Μπουτ βοήθησε στην ευρύτερη διατύπωση του επιχειρήματος ότι δεν ήταν ένας απλός επιχειρηματίας.
Όταν οι πράκτορες που παρίσταναν τους αγοραστές των FARC είπαν ότι τα όπλα θα χρησιμοποιούνταν εναντίον πιλότων της Πολεμικής Αεροπορίας των ΗΠΑ, που συνεργάζονταν με την κολομβιανή κυβέρνηση, ο Μπουτ ακούστηκε να τους λέει ότι είχαν «τον ίδιο εχθρό».
«Δεν είναι δουλειά (business)», είπε. «Είναι ο αγώνας μου».