Η υπό τουρκική ηγεσία διοίκηση φυλακών της βόρειας Συρίας όπου κρατούνται περίπου 10.000 άνδρες που φέρονται να είχαν δεσμούς με το «Ισλαμικό Κράτος» απελευθερώνουν φυλακισμένους έναντι χρημάτων, υποστηρίζει ρεπορτάζ του Guardian. Η απόφασή τους αυτή εντάσσεται σε ένα σχέδιο «συμφιλίωσης» σύμφωνα με δυο αποφυλακισμένους που παραχώρησαν συνέντευξη στη βρετανική εφημερίδα.
Οι Σύροι, που είχαν φυλακιστεί χωρίς πρώτα να δικαστούν, έχουν τη δυνατότητα να καταβάλουν $8.000 προκειμένου να αποφυλακιστούν, σύμφωνα με αντίγραφο των σχετικών εγγράφων.
Ως μέρος της συμφωνίας, οι αποφυλακισμένοι υπογράφουν μια δήλωση στην οποία δεσμεύονται να μην ενταχθούν σε άλλες ένοπλες οργανώσεις και να αφήσουν τμήματα της βόρειας και ανατολικής Συρίας στον έλεγχο των Συριακών Δημοκρατικών Δυνάμεων (SDF) των οποίων ηγούνται κουρδικές δυνάμεις.
Μετά την αποφυλάκισή τους, δυο άνδρες μίλησαν στον Guardian. Και οι δύο είχαν πολεμήσει για το Ισλαμικό Κράτος μέχρι την κατάρρευση του «χαλιφάτου» τον Μάρτιο του 2019. Τώρα επανενώθηκαν με τις συζύγους και τα παιδιά τους, που επίσης απελευθερώθηκαν από το κέντρο κράτησης al-Hawl όπου κρατούνταν.
Οι οικογένειες στη συνέχεια ταξίδεψαν μέχρι την επαρχία Ιντλίμπ, την οποία διοικούν αντίπαλες ισλαμιστικές δυνάμεις και διέσχισαν τα σύνορα προς την Τουρκία. Και οι δυο άνδρες αυτή τη στιγμή πιστεύουν ότι παρακολουθούνται από τις αρχές της χώρας, εντός της οποίας έχουν εγκατασταθεί. Ο ένας υποστηρίζει ότι ποτέ δεν πίστεψε στην ιδεολογία του Ισλαμικού Κράτους και ο άλλος ότι αρχικά γοητεύτηκε από τον θρησκευτικό χαρακτήρα του, χωρίς όμως να περιμένει πως η οργάνωση θα καταστεί τόσο βίαιη.
Δεν είναι γνωστό πόσοι άνδρες έχουν καταφέρει να εξαγοράσουν την ελευθερία τους κατ’ αυτό τον τρόπο, όμως οι δυο αποφυλακισμένοι ανέφεραν στον Guardian ότι τουλάχιστον άλλα 10 άτομα που γνώριζαν από τη φυλακή Hasekeh απελευθερώθηκαν με τον ίδιο τρόπο μετά την εφαρμογή του σχεδίου συμφιλίωσης το 2019.
Περίπου 8.000 Σύροι και Ιρακινοί κατηγορήθηκαν ως μέλη του ISIS ενώ 2.000 ακόμη άτομα ξένης καταγωγής που δεν έχουν προς το παρόν επαναπατριστεί κρατούνται σε τρεις φυλακές υπό τη διοίκηση του SDF στη βορειοανατολική Συρία, όπου επικρατούν συνθήκες συνωστισμού.
Το SDF ασκεί πιέσεις στους δυτικούς του εταίρους για τη δημιουργία ενός διεθνώς αναγνωρισμένου δικαστικού συστήματος που στόχο θα έχει την αποσυμφόρηση των φυλακών του, ενώ μερικές φορές αποδέχεται τις προσφορές συμφιλίωσης από αρχηγούς φατριών που δεσμεύονται ότι οι φυλακισμένοι δεν είναι εξτρεμιστές και θα επιστρέψουν στις οικογένειές τους.
Ο εκπρόσωπος του SDF Φαρχάντ Σαμί, υποστήριξε στον Guardian ότι το έγγραφο που έφτασε στα χέρια της βρετανικής εφημερίδας και το οποίο ισχυρίζονται οι αποφυλακισμένοι ότι κλήθηκαν να υπογράψουν, δεν είναι επίσημο και αρνήθηκε την εφαρμογή τέτοιου είδους πρακτικών.
«Το SDF έχει απελευθερώσει στο παρελθόν ορισμένους φυλακισμένους που συνδέονταν με το Ισλαμικό Κράτος [μέσω συμφιλίωσης φατριών], ωστόσο τα χέρια τους δεν είχαν βαφτεί με αίμα αθώων πολιτών και δεν είχαν διαπράξει εγκλήματα. Είτε ήταν υπάλληλοι σε γραφεία της διοίκησης του Ισλαμικού Κράτους είτε είχαν εξαναγκαστεί να ενταχθούν στις δυνάμεις του», δήλωσε.
«Όσοι έχουν απελευθερωθεί παρακολουθούνται από δυνάμεις ασφαλείας για να διασφαλιστεί ότι δεν θα επιχειρήσουν να ενταχθούν εκ νέου στο Ισλαμικό Κράτος».
Η διεθνής συμμαχία κατά του Ισλαμικού Κράτους αρνήθηκε να σχολιάσει λέγοντας ότι τα κέντρα κράτησης και οι φυλακές δεν βρίσκονται υπό τον έλεγχό της.
Οι αποφυλακίσεις, αναφέρει ο Guardian, προκαλούν σοβαρούς κινδύνους τόσο εντός όσο και εκτός της Συρίας, ενώ ταυτόχρονα αυξάνουν τις πιθανότητες άνθρωποι που διέπραξαν σοβαρά εγκλήματα να μείνουν ατιμώρητοι.
Ο Αμπού Τζαφάρ, που αποφυλακίστηκε τον Μάρτιο, ανήκε στις δυνάμεις ασφαλείας του Ισλαμικού Κράτους στη Ράκκα, όπου εργάστηκε για ένα τμήμα διαβόητο για τις τιμωρίες και τις εκτελέσεις των ντόπιων που δεν συμμορφώνονταν στην ακραία ερμηνεία της οργάνωσης για τους κανόνες του Ισλάμ.
Εκτός από το πρόστιμο των $8.000, ο Αμπού Τζαφάρ που υποστηρίζει ότι δεν έβλαψε ποτέ κανέναν, ισχυρίζεται ότι κατέβαλε άλλα $22.000 σε δωροδοκίες σε διάφορους αξιωματούχους του SDF. Λέει ότι συγκέντρωσε τα χρήματα χάρη στην πλούσια οικογένειά του που ζει στην κοντινή πόλη Τάμπκα, η οποία πούλησε για αυτό το σκοπό περιουσιακά της στοιχεία. Ισχυρίζεται ότι εντάχθηκε στις δυνάμεις του Ισλαμικού Κράτους για να βγάλει χρήματα, όμως ο Guardian παρατηρεί ότι συνεχίζει να αποκαλεί την οργάνωση με το πλήρες όνομά της στα αραβικά, αντί του πιο συνηθισμένου – και υποτιμητικού – όρου Daesh. Το ακρωνύμιο Daesh, θεωρείται υποτιμητικό γιατί θυμίζει μια αραβική λέξη που σημαίνει «αυτός που ισοπεδώνει, που φέρνει το χάος».
«Μπορείς να επιλέξεις να είσαι μέλος του Ισλαμικού Κράτους εκούσια, όμως από εκεί και έπειτα δεν μπορείς να φύγεις. Τη στιγμή που φεύγεις σε θεωρούν άπιστο και πρέπει να πεθάνεις», εξηγεί.
«Με συνέλαβαν στην Μπαγκούζ [το τελευταίο προπύργιο του Ισλαμικού Κράτους] αφού πρώτα τραυματίστηκα στη διάρκεια βομβαρδισμών και παραδόθηκα μαζί με άλλους μαχητές στη διάρκεια μιας παύσης πυρών τον Μάρτιο του 2019. Για περίπου δύο χρόνια περιμέναμε μια δίκη ή κάποια άλλη ευκαιρία που θα ξεκαθάριζε τη μοίρα μας. Μετά από ένα σημείο ξέραμε ότι έπρεπε να βρούμε μόνοι μας τρόπο να φύγουμε από εκεί μέσα».
Ο Αμπού Μουχαμάντ, από το Deir ez-Zor, ηγήθηκε μονάδας μαχητών στη μάχη κατά του SDF για την κυριαρχία στο Κομπάνι το 2014. Επιβίωσε για πέντε χρόνια στην πρώτη γραμμή, μέχρι που συνελήφθη κι εκείνος στο Μπαγκούζ το 2019 και απελευθερώθηκε μαζί με την οικογένειά του τον Ιανουάριο του ίδιου έτους.
Κάνει λόγο για κακομεταχείριση και βασανιστήρια στη φυλακή Hasekeh, πράγμα που το SDF έχει αρνηθεί στο παρελθόν.
Συγκεκριμένα, λέει στον Guardian: «Οι φρουροί του SDF μας κρεμούσαν από την οροφή των αιθουσών ανάκρισης και μας βασάνιζαν, αφήνοντάς μας να πεινάσουμε και να διψάσουμε. Έκαναν τα ίδια πράγματα που κάναμε κι εμείς στους ανθρώπους που συλλαμβάναμε όταν είχαμε την εξουσία ως ηγέτες του ISIS. Πραγματικά το μετανιώνω πλέον, όμως δεν μπορώ να παραστήσω το θύμα μετά από όλα όσα έκανα».
«Η διαδικασία αποφυλάκισης δεν ήταν εύκολη», συνεχίζει. «Όμως αφού ήρθαν σε επαφή με πολλούς από τους ηγέτες του SDF, οι συγγενείς μου κατάφεραν να με βγάλουν από τη φυλακή πληρώνοντας $14.000 σε δωροδοκίες εκτός από τα επίσημα $8.000 για το τμήμα δημοσίων οικονομικών του SDF».
Οι λεπτομέρειες που μοιράστηκαν οι δυο άνδρες για τις φυλακές ταιριάζουν με τα έγγραφα αποφυλάκισης ενός τρίτου άνδρα που έφτασαν στα χέρια του Guardian μέσω μιας πηγής εντός του SDF. Και οι δύο άνδρες υποστήριξαν ότι είχαν επίσης υπογράψει τα ίδια έγγραφα.
Ο Guardian αναφέρει ότι σε περιοχές όπως η Ράκκα όλοι γνωρίζουν ότι ντόπιοι άνδρες που συνδέονταν με το Ισλαμικό Κράτος και οι οποίοι προέρχονται από εύπορες οικογένειες καταφέρνουν να αποφυλακιστούν, με την πλειοψηφία του πληθυσμού να εκφράζει αγωνία και θυμό για αυτή την εξέλιξη. Άλλωστε, πρόκειται για μια πόλη που βίωσε όλο το μέγεθος της φρικαλεότητας του Ισλαμικού Κράτους.
«Ως κάτοικοι της Ράκκα πιστεύουμε ότι η απελευθέρωση αυτών των επικίνδυνων ανθρώπων γίνεται αποκλειστικά για χάρη των χρημάτων. Το SDF δεν ενδιαφέρεται για τα εγκλήματα που έχουν πραγματοποιήσει εις βάρος μας. Είναι απλώς ένας τρόπος για να βγάλει περισσότερα χρήματα το SDF», δήλωσε ο Μοχάμπ Νάσερ, ακτιβιστής της κοινωνίας των πολιτών.
Τέσσερα χρόνια μετά την εκδίωξη των δυνάμεων του ISIS από τη Ράκκα από το SDF και αμερικανικές εναέριες δυνάμεις, μεγάλο μέρος της πόλης παραμένει ερειπωμένο και οι κάτοικοι έχουν αρχίσει να χάνουν τις ελπίδες τους ότι οι πρώην μαχητές του Ισλαμικού Κράτους θα έρθουν πραγματικά αντιμέτωποι με τη δικαιοσύνη.
Ο 24χρονος Μαχμούντ έχασε τη μητέρα του στη διάρκεια της κατοχής της πόλης από το ISIS. Οι τζιχαντιστές την εκτέλεσαν σε μια αυτοσχέδια φυλακή με την κατηγορία της κατασκοπίας, και δεν παρέδωσαν ποτέ τη σορό της στην οικογένεια.
Έχει ταραχτεί πολύ από την επιστροφή ανθρώπων που κατηγορεί για τον χαμό της στη Ράκκα – σε βαθμό που σκέφτεται να πάρει την κατάσταση στα χέρια του.
«Κατηγόρησαν τη μητέρα μου ως κατάσκοπο, όμως δεν ήξερε καν πώς να χρησιμοποιεί ένα κινητό τηλέφωνο. Αυτή τη στιγμή γνωρίζουμε ποια είναι τα απελευθερωμένα μέλη του ISIS. Μερικές φορές τους βλέπουμε στους δρόμους της Ράκκα, όμως από τη στιγμή που δεν υπάρχει πραγματικό σύστημα δικαιοσύνης, δεν είμαστε σε θέση να το αποδείξουμε. Μια μέρα θα καταλήξουμε να παίρνουμε εκδίκηση με τα ίδια μας τα χέρια».