Η έλλειψη εμβολίων για τη χολέρα ανάγκασε τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας να αλλάξει στρατηγική και να προτείνει να χρησιμοποιείται μόνο μία δόση αντί για τις δύο που συστήνονταν μέχρι σήμερα, καθώς έχει αυξηθεί η ζήτηση και καταγράφονται πλέον πολλές εστίες της ασθένειας αυτής σε όλον τον κόσμο.
«Αυτή η αλλαγή στρατηγικής θα επιτρέψει να χορηγούμε δόσεις σε περισσότερες χώρες, τη στιγμή που παρατηρείται άνευ προηγουμένου αύξηση των εστιών στον κόσμο» ανέφερε ο ΠΟΥ, που συμμετέχει στην Ομάδα Διεθνούς Συντονισμού (ICG), η οποία είναι αρμόδια για την κατεπείγουσα αποστολή εμβολίων.
Από τον Ιανουάριο φέτος, 29 χώρες έχουν αναφέρει κρούσματα χολέρας. Μεταξύ αυτών, η Αϊτή, το Μαλάουι και η Συρία, που αντιμετωπίζουν σοβαρές επιδημίες. Η κατάσταση αυτή είναι ασυνήθιστη, δεδομένου ότι την τελευταία πενταετία λιγότερες από 20 χώρες ανέφεραν σημαντικές επιδημίες στο έδαφός τους.
Ο υπουργός Υγείας του Λιβάνου Φιράς Αμπιάντ ανακοίνωσε σήμερα ότι έχουν καταγραφεί 169 κρούσματα χολέρας και πέντε άνθρωποι πέθαναν. Οι περισσότεροι από τους ασθενείς είναι Σύροι πρόσφυγες. «Αρχίσαμε ωστόσο να παρατηρούμε αύξηση των κρουσμάτων και μεταξύ των Λιβανέζων» είπε. Μόνο το τελευταίο 48ωρο, καταγράφηκαν 80 κρούσματα. «Το μολυσμένο νερό, που χρησιμοποιείται για άρδευση, είναι μια από τις κυριότερες αιτίες» της εξάπλωσης της χολέρας, μαζί με την κατανάλωση μολυσμένων φρούτων και λαχανικών, εξήγησε ο υπουργός.
Η χολέρα επανεμφανίστηκε στη γειτονική Συρία στα τέλη Σεπτεμβρίου, για πρώτη φορά από το 2009.
Ο ΠΟΥ θεωρεί ότι οι επιδημίες χολέρας αυξάνονται και γίνονται σοβαρότερες λόγω των πλημμυρών, της ξηρασίας, των συγκρούσεων, των μετακινήσεων του πληθυσμού και άλλων παραγόντων που περιορίζουν την πρόσβαση στο πόσιμο νερό και αυξάνουν τον κίνδυνο εμφάνισης ασθενειών.
Η χολέρα προκαλείται κατά κύριο λόγο από μολυσμένα τρόφιμα ή νερό και τα κυριότερα συμπτώματά της είναι η διάρροια και ο εμετός. Η απολύμανση και η πρόσβαση σε καθαρό νερό είναι βασικές προϋποθέσεις για να ελεγχθεί η ασθένεια και να προληφθεί η μετάδοσή της.
Ο ΠΟΥ πιστεύει ότι «η στρατηγική της μιας δόσης αποδείχθηκε αποτελεσματική», αναγνωρίζοντας ωστόσο ότι δεν υπάρχουν δεδομένα που να δείχνουν πόσο διαρκεί η προστασία. Επίσης, η προστασία που προσφέρει η μία δόση είναι λιγότερο αποτελεσματική στα παιδιά. «Όταν η δεύτερη δόση χορηγείται εντός έξι μηνών από την πρώτη, η ανοσία διαρκεί 3 χρόνια», υπογράμμισε ο Οργανισμός. Όμως είναι προτιμότερο να χορηγείται μία δόση αντί για καμία. Η προσωρινή αλλαγή της στρατηγικής θα επιτρέψει να εμβολιαστούν περισσότεροι άνθρωποι που θα προστατεύονται για μικρότερο χρονικό διάστημα.
Επί του παρόντος, δεν υπάρχει επάρκεια εμβολίων για τη χολέρα.
Από τα 36 εκατομμύρια δόσεις που επρόκειτο, συνολικά, να παραχθούν εντός του 2022, τα 24 εκατομμύρια έχουν ήδη χορηγηθεί σε εκστρατείες εμβολιασμού και άλλα 8 εκατομμύρια δόσεις εγκρίθηκαν από την ICG για τον δεύτερο κύκλο κατεπείγοντος εμβολιασμού σε 4 χώρες. Καθώς οι εταιρείες «παρασκευάζουν στη μέγιστη δυνατότητά τους, δεν υπάρχει βραχυπρόθεσμη λύση για να αυξηθεί η παραγωγή», εξήγησε ο ΠΟΥ.
Ένας από τους λόγους της έλλειψης εμβολίων, αλλά όχι και ο μοναδικός, είναι η απόφαση μιας ινδικής θυγατρικής της εταιρείας Sanof να σταματήσει την παραγωγή μέχρι τα τέλη του έτους.