Πώς το Oruç Reis από σημαία «των Τούρκων» έγινε «λευκή σημαία» διαπραγμάτευσης

ΓΡΑΦΕΙ Η ΕΛΙΝΑ ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΥ

Τις τελευταίες ημέρες η κατάσταση στο Αιγαίο θεωρούταν από πολλούς τεταμένη και επικίνδυνη. Δεν ήταν λίγοι οι αναλυτές που θεωρούσαν πιθανό ένα θερμό επεισόδιο, στα πλαίσια ατυχήματος.

 

 

Η τουρκική προκλητικότητα είχε κλιμακώσεις, καμία, όμως, κλιμάκωση, δεν ήταν αρκετή, για να προκαλέσει, έστω και την υπόνοια, για την αφορμή έναρξης ενός θερμού επεισοδίου. Αυτό συνέβη, διότι, ο ελληνικές  Ένοπλες Δυνάμεις ήταν σε θέση να αντιδράσουν άμεσα, έγκαιρα και με αποφασιστικότητα και ψυχραιμία. Ίσως κι αυτό από μόνο του να αποτέλεσε ουσιαστικό αποτρεπτικό παράγοντα, δημιουργώντας ένα στρατηγικό αδιέξοδο, αφού, σε οποιαδήποτε άλλη κίνηση και να προέβαινε ο Ερντογάν, θα είχε σκληρή απάντηση από την ελληνική πλευρά. Αυτό που έχει την περισσότερη ουσία είναι εάν ήταν διατεθειμένος να δεχθεί πλήγμα στον στόλο του ο Ερντογάν ή εάν έπραξε αναλόγως, μόνο για λόγους εντυπωσιασμού.

 

 

Εάν η Τουρκία επιθυμούσε να μας αιφνιδιάσει, τότε θα μπορούσε να το έχει καταφέρει, απλά αλλάζοντας τη σειρά των γεγονότων. Πώς η σειρά των γεγονότων μπορεί να επηρεάσει ολόκληρη την έκβαση; Απλό είναι. Όταν βεβηλώνεις ένα μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς, όπως είναι η Αγία Σοφία, όλοι αντιλαμβάνονται τη βούληση για απομονωτισμό και πυροδότηση αντιδράσεων προς το δυτικό γίγνεσθαι. Αναμενόμενο ήταν, λοιπόν, ότι αυτή η απόφαση του Ερντογάν, με την έγκριση των Ανωτάτων Δικαστικών Αρχών της Τουρκίας, θα συνοδευόταν και από άλλες κινήσεις.

 

 

Η μη αναγνώριση του Διεθνούς Δικαίου της Θάλασσας από την Τουρκία είναι μία «κίνηση – ματ», αφού η Ελλάδα, όσους διεθνείς κανόνες και να επικαλεστεί, μπροστά στην Τουρκία είναι ανυπεράσπιστη. Δεν υπάρχει βάση για συζήτηση, ούτε για αλληλεπίδραση. Είναι παιχνίδι χωρίς κανόνες. Αυτό θα πρέπει να είναι και το σημείο αφετηρίας κάθε συζήτησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης με την Τουρκία, όχι μόνο στα πλαίσια καλής γειτονικής σχέσης, αλλά και ως σημείο αναφοράς, για οποιαδήποτε συζήτηση αφορά κονδύλια για τη διαχείριση του μεταναστευτικού ή όποιας άλλης βοήθειας ή παρέμβασης προσφέρεται από την Ευρωπαϊκή Ένωση στην Τουρκία.

 

 

Η Τουρκία, ακόμη και με 27 ευρωπαϊκά κράτη απέναντί της, δεν δίστασε να προκαλέσει και σε στρατηγικό επίπεδο, με την αρχική της απόφαση να βγάλει το Oruç Reis για έρευνες στο Αιγαίο. Αυτό δεν καταδεικνύει γενναιότητα, αλλά άγνοια κινδύνου. Η συμμετοχή της Τουρκίας στο ΝΑΤΟ, σε συνδυασμό με την αμφίβολη, πλέον, επιθυμία της να είναι μέρος και του αραβοϊσλαμικού αλλά και του ευρωπαϊκού και δυτικού κόσμου ταυτόχρονα, την καθιστά υπεύθυνο κράτος, με συγκεκριμένα όρια στα ζητήματα διεθνούς δικαίου και διεθνούς πολιτικής. Παρά τα δεδομένα, ο Ερντογάν δεν δίστασε να γυρίσει το παιχνίδι και να «παίξει» με τη σημαία της Τουρκίας, δηλώνοντας ότι θα ξεκινήσει έρευνες το Oruç Reis στις περιοχές που η ίδια αναγνωρίζει ως «γκρίζες ζώνες», παρά το γεγονός ότι ανήκουν στην ελληνική υφαλοκρηπίδα και στην ελληνική ΑΟΖ.

 

 

Λίγες ημέρες μετά τη διεθνή κατακραυγή για τη μετατροπή της Αγίας Σοφίας σε τζαμί, η Τουρκία επιλέγει να αποκλιμακώσει την κατάσταση και να αποσύρει με συνοπτικές διαδικασίες το Oruç Reis, δηλώνοντας ότι θα μείνει αραγμένο στην Αττάλεια. Αυτό, δύο πράγματα μπορεί να σημαίνει· αφενός, οι ελληνικοί διπλωματικοί ελιγμοί, όπου μετέτρεψαν το ελληνοτουρκικό σε ευρωτουρκικό και που ανάγκασαν την Ευρωπαϊκή Ένωση να λάβει θέση για το ζήτημα, ήταν αποτελεσματικοί και, αφετέρου, η Τουρκία αντιλήφθηκε ότι μία κίνηση τέτοια θα της αποφέρει περισσότερες ζημίες, παρά οφέλη. Προφανώς, η στρατηγική και τακτική επιλογή της Τουρκίας να αποσύρει το Oruç Reis από την ενεργό δράση προσωρινά, σχετίζεται και με τις δύο ερμηνείες συνδυαστικά.

 

 

Ας μη λησμονούμε ότι η Τουρκία βλέπει την τουρκική λίρα να διανύει μία από τις χειρότερές της περιόδους, αφού έχει φτάσει να ισούται ένα ευρώ με οκτώ λίρες, ενώ, ταυτόχρονα, πολυεθνικές επιχειρήσεις επιλέγουν να μην επενδύουν στη χώρα. Αυτό, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι διανύουμε την ύψιστη τουριστική περίοδο της Τουρκίας, όπως και κάθε κράτους που έχει παραλίες και επενδύει στον τουρισμό αυτού του είδους, της δημιουργεί επιπλέον προβληματισμούς. Αν και η Τουρκία αποτελεί έναν εξαιρετικά οικονομικό προορισμό για διακοπές, δεν είναι πολλοί οι ξένοι τουρίστες που θα την επισκεφθούν συνειδητά, αφού η ίδια έχει αποδείξει ότι δεν μπορεί να διαχειριστεί με πλήρη διαφάνεια και διαύγεια την πανδημία, αλλά και επειδή επιλέγει εκρηκτικές στρατηγικές επιλογές, με κινήσεις όπως αυτή της τουρκικής NAVTEX.

 

 

Αυτοί οι λόγοι είναι οι κύριοι στο σκεπτικό της Τουρκίας. Η Τουρκία ανέκαθεν δεν έδειξε υποχωρητικότητα στις ευρωπαϊκές ή τις παγκόσμιες εντολές. Τις περισσότερες φορές, απλώς, αγνοούσε τις διεθνείς αντιδράσεις. Το ίδιο κάνει και τώρα. Η ρητορική περί συνέχισης του διαλόγου με την ελληνική πλευρά, μετά από τη «δημιουργική παρέμβαση» της καγκελαρίου Άνγκελα Μέρκελ είναι, απλώς, το περιτύλιγμα – ευρωπαϊκού τύπου – ενός πακέτου τουρκικής πολιτικής που στόχο δεν έχει την υπεράσπιση δικαιωμάτων στο διεθνές σύστημα, αλλά την εσωτερική κατανάλωση, το φανατισμό και κάθε άλλου οπαδικού συναισθήματος του μέσου Τούρκου πολίτη.

 

 

Αυτό που συζητείται σε ευρείς κύκλους και, εν μέρει, είναι και το ισχύον, είναι ότι ο τουρκικός λαός, που στην πλειοψηφία του περνάει δύσκολα, με την ανεργία και την φτώχεια να μαστίζει, ελλείψει ποιοτικών κοινωνικών παροχών, παιδείας και υγείας, θωρεί τον Ερντογάν ως τον ηγέτη που ενώνει, που οραματίζεται μία ακόμη μεγαλύτερη Τουρκία, που υπερασπίζεται την πατρίδα. Ναι, είναι από άγνοια ή –ακόμη χειρότερα – από ημιμάθεια. Δεν μπορεί κανείς από εκείνους να αντιληφθεί πλήρως το μεγαλείο μίας ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, κυρίως γιατί δεν το έχει ζήσει.

 

 

Είναι ο συνδυασμός όλων των παραπάνω, ή μήπως ο Ερντογάν έβγαλε το Oruç Reis, χρησιμοποιώντας το ως «αγγελιοφόρο», διαμηνύοντας, έμμεσα, ότι επιθυμεί να μοιραστεί τα οφέλη της Ανατολικής Μεσογείου και όχι μόνο;  Όταν, λοιπόν, άνοιξε ο διάλογος με τους κεντρικούς παίκτες στα εν λόγω πεδία, ο ίδιος, βασισμένος σε αυτό το σκεπτικό, αποφάσισε ότι με την απόσυρσή του, εισέρχεται  στον ουσιαστικό διάλογο και στους κλειστούς κύκλους διαπραγμάτευσης στους οποίους, διακαώς, επιθυμεί να συμμετάσχει. Έχει επιλέξει να είναι στο περιθώριο, ως σουλτάνος της Ανατολής; Ή όλες οι κινήσεις του οδηγούν σε μία πολιτική που θα του αποφέρει οφέλη σχετιζόμενα με τον ορυκτό πλούτο; Αυτό θα φανεί βραχυπρόθεσμα. Απλώς, όταν η Τουρκία επιλέγει ρητορική κολακευτική, χρησιμοποιώντας ένα επίθετο όπως το «δημιουργική», για να χαρακτηρίσει την παρέμβαση της Γερμανίδας Καγκελαρίου, διεγείρονται ερωτήματα για το πόσο αγαθή και καλοπροαίρετη είναι η επιλογή της Τουρκίας να κάνει ένα βήμα πίσω.

 

 

Εάν το σενάριο του «αγγελιοφόρου» είναι το ισχύον, τότε ο Ερντογάν, σύντομα, θα «αναδιπλωθεί» και στην περίπτωση του Barbaros στην κυπριακή ΑΟΖ. Το μόνο σίγουρο είναι ότι επιθυμεί να προκαλέσει και πάλι εντυπώσεις, τόσο στο διεθνές όσο και στο εσωτερικό μέτωπο και να κερδίσει την ευκαιρία για μία διαπραγμάτευση στα ζητήματα που παραμένουν ανοιχτά στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου.

 

 

Όποια κι εάν είναι η κατάσταση, ο Ερντογάν βλέποντας τον οικονομικό κλυδωνισμό να γίνεται όλο και χειρότερος, προβάλλει μία υποχωρητική στάση, λίγο πριν τον τελικό το βρυχηθμό. Σηκώνει τη «λευκή σημαία», που δεν είναι άλλη, από την «τουρκική», «βουτηγμένη» στον ασβέστη μίας διαπραγμάτευσης.