Το Κοινοβούλιο της Πορτογαλίας ενέκρινε την Παρασκευή τη δεύτερη εκδοχή ενός νόμου για την αποποινικοποίηση της ευθανασίας, στέλνοντας το κείμενο στο στρατόπεδο του συντηρητικού προέδρου μετά την αναδιατύπωσή του προκειμένου να λάβει υπόψη τις επιφυλάξεις που διατύπωσε το Συνταγματικό Δικαστήριο.
Το κείμενο που «επιτρέπει τον ιατρικά υποβοηθούμενο θάνατο» εγκρίθηκε με 138 ψήφους υπέρ, σε σύνολο 227, χάρη στις ψήφους αριστερών κομμάτων, εκτός από το Κομμουνιστικό Κόμμα, και πολλών βουλευτών της κεντροδεξιάς, όπως είχε γίνει και κατά την πρώτη μορφή του νόμου τον περασμένο Ιανουάριο.
Θα υποβληθεί τώρα εκ νέου στον πρόεδρο Μαρτσέλο Ρεμπέλο ντε Σόουζα, ο οποίος είχε ζητήσει από το Συνταγματικό Δικαστήριο να επαληθεύσει τη συμβατότητά του με τον θεμελιώδη νόμο της χώρας.
Η νέα μορφή του νόμου περιλαμβάνει μια εισαγωγή όπου ορίζονται οι έννοιες της “οριστικής βλάβης έσχατης σοβαρότητας” ή της «σοβαρής ή ανίατης ασθένειας», οι οποίες σύμφωνα με το Συνταγματικό Δικαστήριο ήταν πολύ ασαφείς.
Ο αρχηγός του κράτους, ένθερμος καθολικός, μπορεί τώρα να θέσει σε ισχύ τον νόμο, να αντιπαραθέσει το βέτο του ή να τον υποβάλει άλλη μια φορά υπό την ανάλυση του Συνταγματικού Δικαστηρίου.
Αν το κείμενο τεθεί σε ισχύ, η Πορτογαλία θα γίνει η πέμπτη χώρα στην Ευρώπη που νομιμοποιεί την ευθανασία μετά τις χώρες της Μπενελούξ και τη γειτονική Ισπανία.
Η σημερινή ψηφοφορία πραγματοποιήθηκε την επομένη της ανακοίνωσης της διάλυσης του Κοινοβουλίου από τον πρόεδρο, ο οποίος αποφάσισε να προκηρύξει πρόωρες βουλευτικές εκλογές για τις 30 Ιανουαρίου, μετά την απόρριψη του κρατικού προϋπολογισμού από τη μειοψηφική σοσιαλιστική κυβέρνηση την οποία εγκατέλειψαν οι πρώην σύμμαχοί της τής ριζοσπαστικής αριστεράς.
Το Κοινοβούλιο συνεχίζει τη λειτουργία του μέχρι την επίσημη διάλυσή του, που αναμένεται στα τέλη Νοεμβρίου, όμως πολλοί δεξιοί βουλευτές επέκριναν τη ζέση της αριστεράς να νομιμοποιήσει την ευθανασία σε αυτό το πλαίσιο.
Οι υποστηρικτές της αποποινικοποίησης της υποβοηθούμενης αυτοκτονίας επιχειρηματολόγησαν από την πλευρά τους πως η οριστική μορφή του νόμου αυτού ήταν «αποτέλεσμα μακράς κοινωνικής και κοινοβουλευτικής δημόσιας συζήτησης» σύμφωνα με τη βουλευτίνα του Σοσιαλιστικού Κόμματος Ιζαμπέλ Μορέιρα.