Quantcast

Πολ Κρούγκμαν: Το 2022 ως χρονιά ανατροπών για τους μεγάλους της υφηλίου

Το 2022 αλλιώς ξεκίνησε και αλλιώς τελειώνει, με τον Αμερικανό πρόεδρο Τζο Μπάιντεν να διαψεύδει κάποιες από τις πιο αρνητικές για εκείνον προβλέψεις και τον Κινέζο ηγέτη Σι Τζινπίνγκ, από την άλλη πλευρά, να μετρά απώλειες

Η χρονιά που φεύγει ήταν πολύ διαφορετική για τους δύο πιο ισχυρούς ηγέτες της υφηλίου, γράφει ο νομπελίστας Αμερικανός οικονομολόγος Πολ Κρούγκμαν στους New York Times.

Στις αρχές του 2022, ο Τζο Μπάιντεν παρουσιαζόταν σαν ένας αποτυχημένος πρόεδρος.

Η νομοθετική του ατζέντα φαινόταν σαν να έχει βαλτώσει, ενώ τα οικονομικά προβλήματα έδειχναν να προμηνύουν καταστροφικές απώλειες για τους Δημοκρατικούς στις ενδιάμεσες εκλογές (Midterms) που θα ακολουθούσαν στις ΗΠΑ τον Νοέμβριο. Στην πραγματικότητα ωστόσο, αντί για όλα τα παραπάνω, την χρονιά που πέρασε θεσπίστηκε στις ΗΠΑ από τη διοίκηση Μπάιντεν ο ρηξικέλευθος νόμος για τη μείωση του πληθωρισμού (Inflation Reduction Act), και αποδείχθηκε κυματάκι το «κόκκινο τσουνάμι» της επανόδου των Ρεπουμπλικάνων στο Κογκρέσο που πολλοί περίμεναν, ενώ η ανεργία πια παραμένει χαμηλά και ο πληθωρισμός πλέον έχει υποχωρήσει αν και αξίζει να σημειωθεί ότι πολλοί οικονομολόγοι εξακολουθούν να προβλέπουν ύφεση.

Αντιθέτως, στις αρχές του έτους ο ηγέτης της Κίνας Σι Τζινπίνγκ εξακολουθούσε να καυχιέται για τον θρίαμβό του επί της πανδημίας εν μέσω ισχυρισμών που ήθελαν μάλιστα την Κίνα να αναβαθμίζεται διεθνώς ως ηγέτιδα δύναμη χάρη στον φαινομενικώς επιτυχημένο τρόπο με τον οποίο κατάφερε να διαχειριστεί την Covid.

Ωστόσο πλέον, αφού ο Σι έδωσε ξαφνικά ένα τέλος στους «zero Covid» περιορισμούς, οι νοσηλείες και οι θάνατοι από Covid στην Κίνα ανεβαίνουν, οδηγώντας στα όριά του το σύστημα υγείας της χώρας.

Το μέλλον της Κίνας

Πέραν τούτου, η κινεζική οικονομία φαίνεται ότι θα αντιμετωπίσει μεγάλα προβλήματα τα επόμενα δύο με τρία χρόνια, ενώ και οι μακροπρόθεσμες προβλέψεις για την κινεζική οικονομική ανάπτυξη υποβαθμίζονται.

Το μέλλον της Κίνας φαίνεται ότι δεν είναι πια αυτό που ήταν, γράφει ο Πολ Κρούγκμαν στους Τάιμς της Νέας Υόρκης, αναζητώντας τους βασικούς λόγους πίσω από αυτήν την αλλαγή.

Η ικανότητα της Κίνας να περιορίσει την εξάπλωση του κορωνοϊού με δρακόντεια lockdown υποτίθεται ότι θα αποδείκνυε την ανωτερότητα ενός καθεστώτος που δεν χρειάζεται να λαμβάνει υπ’ όψιν του τον λαό.

Ωστόσο πλέον, οι αποτυχίες της κινεζικής ηγεσίας – που δεν προετοιμάστηκε κατάλληλα για την επόμενη φάση της πανδημίας και δεν προχώρησε στην υλοποίηση ενός προγράμματος αποτελεσματικού εμβολιασμού – έρχονται να φανερώσουν κάποιες από τις αδυναμίες των αυταρχικών κυβερνήσεων εντός των οποίων κανείς δεν μπορεί να πει στον ηγέτη πότε κάνει λάθος.

Παράλληλα, τα μακροχρόνια μακροοικονομικά προβλήματα της Κίνας φαίνεται ότι επίσης φτάνουν σε οριακό σημείο, σύμφωνα με τον Κρούγκμαν.

Είναι προφανές εδώ και χρόνια, γράφει ο νομπελίστας Αμερικανός οικονομολόγος στους New York Times, ότι η οικονομία της Κίνας είναι εξαιρετικά ανισόρροπη, παρά τους άλλοτε εκπληκτικούς ρυθμούς ανάπτυξής της.

Τα κέρδη από την ανάπτυξη, στο μεγαλύτερό τους μέρος, δεν έφτασαν στα χέρια των νοικοκυριών με αποτέλεσμα να διατηρηθούν έτσι χαμηλά οι καταναλωτικές δαπάνες ως μερίδιο επί του ΑΕΠ.

Φούσκα ακινήτων

Τα εξαιρετικά υψηλά ποσοστά επενδύσεων κάλυψαν μεν το κενό αλλά πλέον όλα δείχνουν ότι οι επενδύσεις παρουσιάζουν σοβαρά μειωμένες αποδόσεις ενώ οι επιχειρήσεις παρουσιάζονται ολοένα πιο απρόθυμες να δαπανήσουν σε νέα εγχειρήματα.

Ο τομέας των ακινήτων στην Κίνα είναι απίστευτα διογκωμένος, γράφει ο Κρούγκμαν κάνοντας μάλιστα λόγο για μια τεράστια φούσκα ακινήτων. Σύμφωνα με μια εκτίμηση, ο τομέας των ακινήτων αντιπροσωπεύει το 29% του κινεζικού ΑΕΠ, ενώ οι επενδύσεις σε ακίνητα ως μερίδιο του ΑΕΠ κινούνται σε ποσοστά διπλάσια από εκείνα που είχαν παρατηρηθεί στις Ηνωμένες Πολιτείες κατά το απόγειο της αμερικανικής φούσκας τη δεκαετία του 2000.

Αυτή η κατάσταση ωστόσο δεν είναι βιώσιμη, σημειώνει ο Κρούγκμαν, επικαλούμενος τον νόμο του Αμερικανού οικονομολόγου Χέρμπερτ Στάιν, σύμφωνα με τον οποίο «αν κάτι δεν μπορεί να συνεχίζεται για πάντα, θα σταματήσει». Το πώς ακριβώς θα σταματήσει αυτή η φούσκα στην Κίνα δεν είναι ξεκάθαρο, σύμφωνα με τον νομπελίστα αρθρογράφο των New York Times. Μπορεί με μια απότομη επιβράδυνση ή μέσα από μια περίοδο «χαμηλής ποιότητας» ανάπτυξης που θα συγκαλύπτει μεν την πραγματική έκταση του προβλήματος αλλά δεν θα είναι ωραία.

Δυσοίωνες προβλέψεις

Η Goldman Sachs, που είχε προβλέψει ότι η Κίνα θα είναι η νούμερο ένα οικονομία στον κόσμο (η οικονομία δηλαδή με το μεγαλύτερο ΑΕΠ) μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 2020, αναθεώρησε πρόσφατα αυτήν της την πρόβλεψη μετακινώντας το χρονικό όριο δέκα χρόνια μετά, κοντά στο 2035. Το Ιαπωνικό Κέντρο Οικονομικών Ερευνών (Japan Center for Economic Research) από την άλλη πλευρά, που έβλεπε την κινεζική οικονομία να γίνεται η μεγαλύτερη στον κόσμο αρχικά μέχρι το 2028 και έπειτα μέχρι το 2033, τώρα εκτιμά ότι κάτι τέτοιο θα μπορούσε να γίνει έπειτα από αρκετές δεκαετίες, ενώ υπάρχουν και αναλυτές που υποστηρίζουν ότι αυτό δεν πρόκειται να γίνει ποτέ.

Πίσω από αυτές τις αναθεωρημένες επί τα χείρω προβλέψεις υπάρχουν και λόγοι δημογραφικοί, σύμφωνα με τον Κρούγκμαν. Ο πληθυσμός της Κίνας που είναι σε ηλικία εργασίας στην πραγματικότητα μειώνεται ήδη από το 2015.

Η κινεζική οικονομία μπορεί να αναπτυχθεί με ταχείς ρυθμούς εάν καταφέρει να διατηρήσει ψηλά την αύξηση της παραγωγικότητας. Ωστόσο, τα λάθη της κινεζικής ηγεσίας φαίνεται να ενισχύουν την εκτίμηση σύμφωνα με την οποία η Κίνα εγκλωβίζεται σε μια «παγίδα μεσαίου εισοδήματος» όπως ονομάζεται το ευρέως διαδεδομένο (αν και αμφιλεγόμενο) φαινόμενο κατά το οποίο φτωχά κράτη αναπτύσσονται με ορμή ανακτώντας χαμένο έδαφος αλλά μόνο μέχρι ένα σημείο το οποίο βρίσκεται πολύ πιο κάτω από τα επίπεδα εισοδήματος των πιο προηγμένων οικονομιών.

Ο Πολ Κρούγκμαν αναγνωρίζει ότι το κινεζικό βιοτικό επίπεδο έχει βελτιωθεί εντυπωσιακά τις τελευταίες τέσσερις δεκαετίες, καθώς και ότι η Κίνα έχει ήδη γίνει οικονομική υπερδύναμη. Ωστόσο, όσοι περίμεναν μια παγκόσμια κινεζική οικονομική κυριαρχία, ίσως χρειαστεί να περιμένουν πολύ ακόμη.

Πηγή: the New York Times