Μια αποκρουστική δολοφονία στην καρδιά του Ισλαμαμπάντ στην οποία εμπλέκονται οικογένειες από την προνομιούχα ελίτ της πακιστανικής κοινωνίας κυριάρχησε στα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων την περασμένη εβδομάδα, προκαλώντας εθνική κατακραυγή για τις γυναικοκτονίες στη χώρα της νότιας Ασίας.
Η 27χρονη Νουρ Μουκαντάμ, κόρη ενός Πακιστανού πρώην διπλωμάτη, βρέθηκε αποκεφαλισμένη σε μια πλούσια συνοικία της πρωτεύουσας στις 20 Ιουλίου. Η αστυνομία απήγγειλε κατηγορίες για φόνο σε βάρος του Ζαχίρ Τζάφερ, υπηκόου ΗΠΑ και γόνου μιας από τις πιο πλούσιες πακιστανικές οικογένειες.
Οι ερευνητές λένε πως οι δυο τους ήταν φίλοι, και πως ο Τζάφερ παρέσυρε τη Μουκαντάμ, κόρη του πρώην πρεσβευτή του Πακιστάν στη Νότια Κορέα, στο σπίτι του, την κράτησε εκεί για δύο ημέρες και στη συνέχεια τη δολοφόνησε βάναυσα.
Εκατοντάδες γυναίκες δολοφονούνται κάθε χρόνο στο Πακιστάν και χιλιάδες περισσότερες είναι θύματα βάναυσης βίας, όμως πολύ λίγες περιπτώσεις λαμβάνουν τη συνεχή προσοχή των μέσων ενημέρωσης και ένας μικρός μόνο αριθμός δραστών τιμωρούνται.
Αυτή η δολοφονία, ωστόσο, η οποία άγγιξε ένα μικρό τμήμα της κοινωνίας που θεωρείτο απρόσβλητο από αυτή τη συστημική αδικία, προκάλεσε δημόσια κατακραυγή σε αντίθεση με οιαδήποτε άλλη πρόσφατη υπόθεση.
«Το στάτους των εμπλεκομένων οικογενειών, η οικογένεια του Ζαχίρ Τζάφερ, και βεβαίως του πατέρα της Νουρ που ήταν πρώην πρεσβευτής, και το γεγονός ότι αυτό συνέβη εντός των κύκλων της ελίτ του Ισλαμαμπάντ… όλα αυτά μαζί αναμφίβολα έστρεψαν περισσότερο την προσοχή σε αυτή την υπόθεση», δήλωσε η Νίντα Κιρμπάνι, επίκουρη καθηγήτρια Κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο Επιστημών Μάνατζμεντ της Λαχώρης.
Η δολοφονία της Μουκαντάμ έχει γίνει η πιο έντονα αναφερθείσα γυναικοκτονία στην πρόσφατη ιστορία. Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης γέμισαν με οργισμένα σχόλια ενώ διαδηλώσεις και αγρυπνίες πραγματοποιήθηκαν σε μεγάλες πόλεις, καθώς και από Πακιστανούς της διασποράς ακόμη και σε μακρινές χώρες όπως ο Καναδάς και οι Ηνωμένες Πολιτείες.
Αντιμέτωπη με τη δημόσια οργή, η οικογένεια Τζάφερ δημοσίευσε ολοσέλιδες καταχωρίσεις στις εφημερίδες παίρνοντας αποστάσεις από τη δολοφονία και καλώντας για δικαιοσύνη.
Η ζωή για τις γυναίκες στις αγροτικές περιοχές του Πακιστάν είναι εμφανώς διαφορετική από εκείνην στα αστικά κέντρα, ιδιαίτερα στο Ισλαμαμπάντ, όπου οι σικ καφετέριες και τα εμπορικά κέντρα εξυπηρετούν ένα μίγμα πλούσιων διανοουμένων, κυβερνητικών αξιωματούχων, διπλωματών, εκπατρισμένων και ξένων δημοσιογράφων.
Για πολλές γυναίκες στην πρωτεύουσα της χώρας, ακόμη και αυτή η εικόνα ελευθερίας και ασφάλειας έχει θρυμματιστεί.
«Έχω κι εγώ κόρες, και ανησυχώ μέρα και νύχτα, αν αυτό συμβεί στη δική μου κόρη, ποιος θα σταθεί πλάι μου;” δήλωσε η Άμνα Σαλμάν Μπουτ στο Reuters στη διάρκεια μιας αγρυπνίας για τη Μουκαντάμ στο Ισλαμαμπάντ αυτήν την εβδομάδα στην οποία συμμετείχαν εκατοντάδες άνθρωποι. “Όταν κάποιος μας κακομεταχειρίζεται θα πρέπει να φτιάξουμε κι εμείς χάσταγκ», είπε, αναφερόμενη στο χάσταγκ #JusticeForNoor που έχει πλημμυρίσει το Twitter στο Πακιστάν.
«Όλες οι γυναίκες με τις οποίες μίλησα μετά την υπόθεση της Νουρ μιλάει γι΄αυτές με ένα αυξημένο αίσθημα φόβου, από τους άνδρες γύρω της», δήλωσε η Μπεναζίρ Σαχ, μια δημοσιογράφος με έδρα τη Λαχώρη. Είπε πως ορισμένες λένε πως δεν μπορούν να κοιμηθούν το βράδυ.
Ενώ οι καθημερινές ανατροπές στη δίκη ξεδιπλώνονται καθημερινά υπό τους προβολείς των εθνικών μέσων ενημέρωσης, οργανώσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων στο Πακιστάν λένε πως η κυβέρνηση πρέπει να περάσει ένα νομοσχέδιο ορόσημο κατά της ενδοοικογενειακής βίας προκειμένου να καταπραΰνει κάπως την οργή.
Το νομοσχέδιο εξορθολογίζει τη διαδικασία για την εξασφάλιση περιοριστικών μέτρων, και υιοθετεί έναν ευρύ ορισμό της βίας, προκειμένου να περιλάβει «τη συναισθηματική, ψυχολογική και λεκτική κακοποίηση».
Νωρίτερα αυτό τον μήνα, οι βουλευτές ζήτησαν τη γνώμη ενός συμβουλίου ακαδημαϊκών του ισλάμ για το αν η νομοθεσία συνάδει με τις ισλαμικές αρχές.
Ο Κίμπλα Αγιάζ, ο οποίος ηγείται του συμβουλίου, δήλωσε στο Ρόιτερς πως το νομοσχέδιο συζητήθηκε μόνο ανεπίσημα, αλλά ο ίδιος αισθάνεται πως η φιλόδοξη γλώσσα του δεν μπορεί να γίνει δεκτή από τη συντηρητική κοινωνία του Πακιστάν.
«Σημαίνει αυτό πως μια κόρη ή σύζυγος μπορεί να διαμαρτυρηθεί όταν ένας πατέρας ή σύζυγος την εμποδίζει να βγει από το σπίτι; Αυτό μπορεί να μην είναι αποδεκτό από όλους τους Πακιστανούς», δήλωσε στο Reuters.
«Όλοι συμφωνούμε για τον στόχο [που είναι] να σταματήσει η βία κατά των γυναικών… αλλά η αίσθησή μας είναι πως αυτό το νομοσχέδιο μπορεί στην πραγματικότητα να προκαλέσει νέα κοινωνική ένταση και να οδηγήσει σε περισσότερη ενδοοικογενειακή βία», πρόσθεσε ο Αγιάζ.