Η κυβέρνηση των ΗΠΑ έλαβε γραπτή απάντηση της Ρωσίας στη δική της επιστολή για την ουκρανική κρίση – η οποία απειλεί να προκαλέσει νέα σύρραξη στην Ευρώπη –, δήλωσε χθες Δευτέρα αμερικανός αξιωματούχος, την παραμονή της σημερινής ανταλλαγής απόψεων ανάμεσα στους επικεφαλής της διπλωματίας των δύο αντίπαλων δυνάμεων.
«Λάβαμε τη γραπτή απάντηση»
«Μπορούμε να επιβεβαιώσουμε πως λάβαμε γραπτή απάντηση της Ρωσίας», ανέφερε εκπρόσωπος του Στέιτ Ντιπάρτμεντ (η έδρα του στην Ουάσιγκτον, φωτογραφία, επάνω, από AP/Luis M. Alvarez) χωρίς να αναφερθεί στο περιεχόμενό της.
«Θεωρούμε ότι δεν θα ήταν παραγωγικό να διαπραγματευόμαστε δημόσια, επομένως θα αφήσουμε τη Ρωσία να αποφασίσει εάν επιθυμεί να μιλήσει για την απάντησή της», συνέχισε ο αξιωματούχος του αμερικανικού υπουργείου Εξωτερικών.
«Παραμένουμε δεσμευμένοι στον διάλογο για να επιλυθούν τα ζητήματα (…) και θα συνεχίσουμε να διαβουλευόμαστε στενά με τους συμμάχους και εταίρους μας, συμπεριλαμβανομένης της Ουκρανίας» πρόσθεσε.
Η επιστολογραφία αυτή συνεχίστηκε την παραμονή της σημερινής τηλεφωνικής συνδιάλεξης μεταξύ του αμερικανού ΥΠΕΞ Αντονι Μπλίνκεν και του ρώσου ομολόγου του Σεργκέι Λαβρόφ.
Η ρωσική επιστολή αποτελεί ανταπάντηση, καθώς η Ουάσιγκτον έστειλε την περασμένη εβδομάδα δική της στη Μόσχα, απαντώντας στις ρωσικές προτάσεις, οι οποίες διατυπώθηκαν στα μέσα Δεκεμβρίου και συνοψίζουν τις εγγυήσεις ασφαλείας που ζητεί μέσω της σύναψης συνθηκών.
Δεν έχει πρόθεση να επιτεθεί
Οι Αμερικανοί και άλλοι δυτικοί κατηγορούν τους Ρώσους ότι έχουν συγκεντρώσει πάνω από 100.000 στρατιωτικούς στα ουκρανικά σύνορα ενόψει εισβολής.
Το Κρεμλίνο αντιτείνει ότι δεν έχει πρόθεση να επιτεθεί σε κανέναν, ωστόσο αξιώνει επίσημες «εγγυήσεις» για την ασφάλεια της Ρωσίας, κυρίως τη νομικά δεσμευτική διαβεβαίωση ότι η Ουκρανία δεν θα γίνει ποτέ κράτος-μέλος του NATO και τη μείωση των δυνάμεων της Ατλαντικής Συμμαχίας στην ανατολική της πτέρυγα στα επίπεδα του 1997.
Οι ΗΠΑ και το NATO απέρριψαν την περασμένη εβδομάδα αυτές τις ρωσικές αξιώσεις-κλειδιά.
Η Ουάσιγκτον άφησε πάντως ανοικτή την πόρτα για διαπραγματεύσεις σε άλλα θέματα όπως, μεταξύ άλλων, η ανάπτυξη πυραύλων ή η θέσπιση αμοιβαίων ορίων στα στρατιωτικά γυμνάσια.