Έχοντας στριμώξει τα λιγοστά υπάρχοντά τους σε πλαστικές σακούλες και καρότσια, οι κάτοικοι του Ντερχάτσι — μιας πόλης στη βορειοανατολική Ουκρανία, κοντά στα σύνορα με τη Ρωσία — εγκαταλείπουν τα σπίτια τους. Επιβιβάζονται σε λεωφορεία για να απομακρυνθούν από την περιοχή, καθώς εντείνονται οι φόβοι για μια νέα επίθεση από τον ρωσικό στρατό.
Ύστερα από την απόσυρσή τους από τα περίχωρα του Κιέβου, την περασμένη εβδομάδα, οι ρωσικές δυνάμεις έχουν στρέψει τις επιθέσεις τους προς το νότιο και το ανατολικό τμήμα της Ουκρανίας.
Σύμφωνα με το γενικό επιτελείο των ενόπλων δυνάμεων της Ουκρανίας, το Χάρκοβο (η δεύτερη μεγαλύτερη πόλη της χώρας) εξακολουθούσε σήμερα να δέχεται πυρά και οι αρχές ανέμεναν ότι τα ρωσικά στρατεύματα θα εξαπέλυαν σύντομα μια ευρείας κλίμακας επιχείρηση με στόχο την κατάληψη της πόλης.
Πολλοί κάτοικοι του Ντερχάτσι, που βρίσκεται βόρεια του Χαρκόβου και 30 χιλιόμετρα μακριά από τα σύνορα με τη Ρωσία, αποφάσισαν να εγκαταλείψουν την πόλη όσο ακόμα μπορούν. Δεν είναι λίγα τα κτίρια που έχουν υποστεί μεγάλες καταστροφές από το ρωσικό πυροβολικό.
«Οι βομβαρδισμοί έχουν ενταθεί τις τελευταίες ημέρες. Ανησυχώ πολύ για τα παιδιά μου», λέει ο Μίκολα, πατέρας δύο παιδιών, αγκαλιάζοντας τον μικρότερο γιο του που έχει τυλιχτεί με μια κουβέρτα για να ζεσταθεί, ενώ με δυσκολία συγκρατεί τα δάκρυά του.
Τουλάχιστον οκτώ λεωφορεία και φορτηγά αναχώρησαν σήμερα από την πόλη, σε μια επιχείρηση εκκένωσης που οργανώθηκε από την Διεθνή Επιτροπή του Ερυθρού Σταυρού, με προορισμό την Πολτάβα, περίπου 150 χιλιόμετρα δυτικότερα. Μια οικογένεια με το σκυλί της, μια μητέρα που κρατούσε αγκαλιά το μωρό της και μια ηλικιωμένη ακουμπισμένη στο μπαστούνι της, περίμεναν υπομονετικά να έρθει η σειρά τους για να φύγουν.
«Είναι ανυπόφορο, είναι τρομαχτικό. Τα πάντα είναι ετοιμόρροπα, τα τζάμια των παραθύρων έχουν σπάσει», λέει η Νίνα, μια μεσήλικη γυναίκα της οποίας η κόρη έχει ήδη φύγει. Εξηγεί ότι το μπαλκόνι του σπιτιού της χτυπήθηκε σε έναν βομβαρδισμό και ότι η ίδια είχε αναζητήσει καταφύγιο στο μπάνιο και αργότερα στο υπόγειο.
Μια άλλη γυναίκα, η Ιρίνα, αναφέρει: «Δεν θέλω να φύγω, αφήνω πίσω μου τα πάντα. Αλλά δεν έχω άλλη επιλογή».
Ακόμη και στο εσωτερικό της εκκλησίας τα σημάδια από τα θραύσματα είναι εμφανή. Το δημαρχείο καταστράφηκε. Λίγο μακρύτερα βρίσκεται μια αναμνηστική πλάκα προς τιμήν του σοβιετικού στρατού που απελευθέρωσε το Ντερχάτσι από τους Ναζί στις 12 Αυγούστου του 1943.
Ο δήμαρχος Βιάτσεσλαβ Ζαντορένκο, ο οποίος έμεινε στην πόλη, λέει ότι δεν έχει πληροφορίες για επικείμενη ρωσική επίθεση. «Οι ένοπλες δυνάμεις μας υπερασπίζονται την πόλη, επομένως δεν υπάρχει λόγος πανικού», δηλώνει στο Reuters. Συμπληρώνει, ωστόσο, ότι «δεδομένων όσων έγιναν στην Μπούτσα και το Χοστομέλ, θα πρέπει να απομακρύνουμε όσους περισσότερους κατοίκους μπορούμε».
Οι ουκρανικές αρχές κατηγορούν τον ρωσικό στρατό για δολοφονίες αμάχων στην Μπούτσα και άλλες κοντινές πόλεις, όπου δημοσιογράφοι του Reuters είδαν πτώματα ανθρώπων που πυροβολήθηκαν από κοντινή απόσταση, ορισμένοι με τα χέρια δεμένα πισθάγκωνα.
Το Κρεμλίνο απορρίπτει τους ισχυρισμούς αυτούς, κάνοντας λόγο για προπαγάνδα. Ο ρώσος πρεσβευτής στον ΟΗΕ Βασίλι Νεμπέντζια τόνισε χθες Τρίτη στο Συμβούλιο Ασφαλείας ότι ο ρωσικός στρατός δεν εξαπολύει επιθέσεις κατά αμάχων, χαρακτηρίζοντας ψευδείς τις καταγγελίες. Υποστήριξε πως όταν η Μπούτσα βρισκόταν υπό ρωσικό έλεγχο «ούτε ένας πολίτης δεν υπέστη οποιαδήποτε μορφή βίας».