Οι χώρες που ζούσαν ήδη στο όριο της διατροφικής ανασφάλειας, με όξυνση στη διάρκεια της πανδημίας του φαινόμενου της πείνας, περίπου σε ποσοστό 18%, δηλαδή για 720 έως 810 εκατομμύρια ανθρώπους, θα δοκιμαστούν ακόμη περισσότερο τα επόμενα χρόνια.
Οι διεθνείς οργανισμοί, τα Ηνωμένα Έθνη, βάσει αρχικής εκτίμησης επισημαίνουν ότι λόγω των συνεπειών του πολέμου στην Ουκρανία στην παγκόσμια αγορά τροφίμων θα οδηγηθούν σε πείνα επιπλέον 7,6 – 13 εκατομμύρια άνθρωποι.
Τα συγκεκριμένα στοιχεία που δείχνουν κλιμάκωση της διατροφικής ανασφάλειας ως συνέπεια του πολέμου στην Ουκρανία παρουσίασε η καθηγήτρια του Τμήματος Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πειραιώς Ειρήνη Χειλά αναλύοντας τις πολιτικές και οικονομικές προεκτάσεις της στο Συνέδριο «Διεθνείς Επιπτώσεις του Πολέμου στην Ουκρανία» που διοργανώνεται στη Θεσσαλονίκη, στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας στη μνήμη του καθηγητή Ηλία Κουσκουβέλη.
«Χώρες με συγκρούσεις, όπως η Υεμένη, το Νότιο Σουδάν, η Αιθιοπία, η Συρία δοκιμάζονται ήδη από αυξανόμενα ποσοστά πείνας» ανέφερε η κ. Χειλά.
Τονίζοντας ότι η επιβράδυνση της οικονομικής δραστηριότητας είχε ήδη ξεκινήσει με την έξαρση της πανδημίας με το σοκ στη ζήτηση και στην προσφορά και την επιβράδυνση των εμπορικών ανταλλαγών μεταξύ των κρατών, ανέφερε ότι οι αυξήσεις των τιμών μετά τον πόλεμο, σύμφωνα με προβλέψεις, θα ανέλθουν για τις αναπτυγμένες οικονομίες γύρω στο 7% και στις χώρες του ευρωπαϊκού νότου μπορεί να φθάσουν πάνω από 10%.
Η αύξηση αυτή σε συνδυασμό με την ενεργειακή κρίση, τη μερική διακοπή των προμηθευτικών οδών του εμπορίου μετά τη ρωσική κατάληψη λιμανιών στον ουκρανικό νότο και την αδυναμία προώθησης των βασικών προϊόντων διατροφής συνιστούν ένα εκρηκτικό περιβάλλον και πονοκέφαλο για τις κυβερνήσεις, τις ηγεσίες και τους διεθνείς οργανισμούς, εκτίμησε η κ. Χειλά.
Η Ρωσία και η Ουκρανία αποτελούν μεγάλους παραγωγούς και εξαγωγείς φυσικού αερίου, πετρελαίου μετάλλων και σιτηρών με αποτέλεσμα η αύξηση των τιμών των εμπορευμάτων αυτών να ασκεί πληθωριστικές πιέσεις σε χώρες, οι οποίες πλήττονται περισσότερο από τις διαταραχές που επιφέρει η κρίση στην εφοδιαστική αλυσίδα παγκοσμίως.
Μία από τις περιοχές που θα πληγούν περισσότερο, σύμφωνα με την καθηγήτρια του Τμήματος Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πειραιώς, θα είναι αυτές της Υποσαχάριας Αφρικής, στην οποία το 85% των προμηθειών σιτηρά είναι εισαγόμενα, ενώ η άνοδος των τιμών των λιπασμάτων και των πετρελαϊκών προϊόντων θα πλήξει την τοπική παραγωγή τροφίμων αυξάνοντας επικίνδυνα τη διατροφική ανεπάρκεια.
Η Ουκρανία το 2021 παρήγαγε σύμφωνα με τον FAO (Διεθνής Οργάνωση Τροφίμων και Γεωργίας), περίπου 86 εκατομμύρια τόνους σιτηρών, το 2019, 35,9 εκατομμύρια τόνους καλαμποκιού και ήταν η πέμπτη μεγαλύτερη παραγωγός των προϊόντων αυτών μετά από την Κίνα, τις ΗΠΑ, τη Βραζιλία και την Αργεντινή, τόνισε η κ Χειλά και επανέλαβε δηλώσεις του εκτελεστικού διευθυντή του Παγκόσμιου Προγράμματος Τροφίμων των Ηνωμένων Εθνών, ο οποίος είπε ότι «όταν μία χώρα όπως η Ουκρανία που οι καλλιέργειές της μπορούν να καλύψουν τις ανάγκες σε τρόφιμα για 400 εκατομμύρια ανθρώπους βρίσκεται εκτός αγοράς αυτό δημιουργεί αστάθεια και θα οδηγήσει σε λιμό ενδεχομένως και αποσταθεροποίηση και μαζική μετανάστευση σε όλο τον κόσμο».
«Αν ληφθεί υπόψη ότι 2019 το 42% του παγκόσμιου εξαγωγικού εμπορίου σε ηλιέλαιο προερχόταν από την Ουκρανία, όπως και το 16% σε καλαμπόκι και το 9% σε σιτηρά κατανοεί κανείς ότι με όρους προσφοράς ζήτησης οι επιπτώσεις του πολέμου, ιδιαίτερα για τα λεγόμενα εύθραυστα κράτη θα είναι δραματικές» είπε η κ. Χειλά και αναφέρθηκε στις εκκλήσεις που απευθύνουν στη διεθνή κοινότητα οικονομολόγοι, αξιωματούχοι διεθνών οργανισμών και μη κυβερνητικές οργανώσεις για τη λήψη μέτρων που θα στηρίζουν τις πληττόμενες χώρες περιορίζοντας την άνοδο των τιμών σε τρόφιμα και ενέργεια, ώστε να αντιμετωπίσουν το οικονομικό σοκ που ήδη υπέστησαν αυτές οι χώρες λόγω της πανδημίας με πολλές από αυτές να βρίσκονται αντιμέτωπες με υψηλό δημόσιο χρέος
Η επισιτιστική κρίση μπορεί να καταστήσει τη διεθνή τάξη επισφαλής, συνεπώς εκείνοι, οι οποίοι διαχειρίζονται τη διεθνή τάξη, οι μεγάλες δυνάμεις, οι ισχυρές χώρες θα πρέπει να αποδείξουν ότι οι θεσμοί και οι πολιτικές που ακολουθούν συμβάλουν κατά κάποιο τρόπο στη διατήρησή της, επισήμανε. «Το ερώτημα είναι προς τα που θα οδηγηθεί η διεθνής τάξη με δεδομένη την παράταση του πολέμου και τις πολυεπίπεδες επιπτώσεις του. Αν ένας αριθμός χωρών, όπως η Τουρκία, η Αίγυπτος, το Ιράν, οι οποίες καλύπτουν το 60% των αναγκών σε σιτηρά από Ρωσία και Ουκρανία αναζητήσουν νέες πηγές εφοδιασμού και κάλυψης των διατροφικών τους αναγκών αυτό σημαίνει ότι η οποιαδήποτε ισορροπία δυνάμεων στη διεθνή και περιφερειακή τάξη θα βρεθεί υπό την αίρεση της πραγμάτωσης στόχων πρωταρχικών για την επιβίωση του ανθρώπου» ανέφερε τονίζοντας ότι η έλλειψη πολιτικής βούλησης και πρωτοπόρας ηγεσίας δεν την προσέγγισε έως πρόσφατα ως ένα ζήτημα ασφάλειας. «Το γεγονός αυτό αντανακλά την υφιστάμενη ανεπάρκεια στη διεθνή κοινότητα της αίσθησης του κοινού συμφέροντος, ώστε να λειτουργήσουν οι χώρες συνεργατικά και να αποτρέψουν έναν επερχόμενο κίνδυνο με διαστάσεις τσουνάμι» υπογράμμισε η κ. Χειλά.
To Συνέδριο συνδιοργανώνεται από το Συμβούλιο Διεθνών Σχέσεων (CfIR-Gr), το Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών του Πανεπιστημίου Μακεδονίας, το Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πειραιώς, το Τμήμα Διεθνών, Ευρωπαϊκών και Περιφερειακών Σπουδών του Παντείου Πανεπιστημίου και το Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Διεθνών Σχέσεων του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου.