Ofxam: Τη «σοκαριστική» απραξία των κυβερνήσεων παγκοσμίως μπροστά στις ανισότητες καταγγέλλει η μη κυβερνητική οργάνωση

Η Όξφαμ καλεί ιδίως τις κυβερνήσεις «να αυξήσουν τις κοινωνικές δαπάνες, όχι να τις μειώνουν»

Η απραξία των κυβερνήσεων μπροστά στις ανισότητες που χειροτέρεψαν ραγδαία αφότου ξέσπασε η πανδημία του νέου κορωνοϊού είναι «σοκαριστική», κρίνει η μη κυβερνητική οργάνωση Oxfam σε έκθεσή της που δημοσιοποιείται σήμερα.

 

 

 

Τα στοιχεία δείχνουν ότι «οι πιο φτωχοί κι ευάλωτοι χτυπήθηκαν πιο σκληρά από την ασθένεια και τις βαθιές οικονομικές συνέπειές της», αναφέρει η ΜΚΟ στο δελτίο Τύπου που συνοδεύει την έκθεση.

Η έκδοση για το 2022 του Δείκτη της δέσμευσης για τη μείωβση των ανισοτήτων (Commitment to Reducing Inequality Index, CRI), που δημοσιοποιείται κάθε δυο χρόνια, «δείχνει καθαρά πως η πλειονότητα των κυβερνήσεων δεν έλαβαν τα απαραίτητα μέτρα ευρείας κλίμακας για να αμβλύνουν την επικίνδυνη έκρηξη των ανισοτήτων».

Χειρότερα: «ενώ επρόκειτο για τη σοβαρότερη υγειονομική κρίση που γνώρισε ο κόσμος εδώ κι έναν αιώνα, οι μισές από τις χώρες με χαμηλά και μεσαία εισοδήματα μείωσαν τις δαπάνες τους για την υγεία κατά τη διάρκεια της πανδημίας» και το 70% μείωσε τις δαπάνες για την παιδεία, στηλιτεύει η Όξφαμ.

Εξάλλου, «παρά τις τεράστιες ελλείψεις φορολογικών εσόδων και την μεγάλη αύξηση των περιουσιών των πλουσιότερων προσώπων και εταιρειών κατά τη διάρκεια της πανδημίας, οι 143 από 161 χώρες (σ.σ. που εξετάζονται) δεν αύξησαν τους φόρους για τους πλουσιότερους και 11 χώρες απεναντίας μείωσαν τους φόρους για τους πιο προνομιούχους», συνεχίζει η ΜΚΟ.

Η Νορβηγία, η καλύτερη μαθήτρια, βρίσκεται στην κορυφή της κατάταξης, ακολουθούμενη από τη Γερμανία, την Αυστραλία, το Βέλγιο και τον Καναδά.

Η Γαλλία υποχώρησε πέντε θέσεις σε δυο χρόνια και κατατάσσεται 12η, αφού μείωσε τον φορολογικό συντελεστή για τις επιχειρήσεις και προχώρησε σε δραστικές περικοπές του φόρου περιουσίας το 2019, πάνω από το Λουξεμβούργο και το Ηνωμένο Βασίλειο.

Η Ελλάδα καταλαμβάνει την 45η θέση.

Στις καλύτερες θέσεις βρίσκονται αποκλειστικά ανεπτυγμένες χώρες, που είχαν στη διάθεσή τους περισσότερα μέσα να αφιερώσουν σε πολιτικές μείωσης των ανισοτήτων, αναλύει η Όξφαμ. Αντίθετα, «κακές μαθήτριες» είναι ανεξαιρέτως χώρες με χαμηλά εισοδήματα, που πλήττονται από ένοπλες συρράξεις ή/και πολιτική αστάθεια, όπως το Νότιο Σουδάν (τελευταίο στον κατάλογο), η Λιβερία και η Νιγηρία (προτελευταία και τρίτη από το τέλος αντίστοιχα).

«Ανάμεσα στις χώρες που σημειώνουν πρόοδο απαντώνται μια χώρα με χαμηλό εισόδημα (το Τατζικιστάν, χάρη στη μεγάλη αύξηση των φόρων εισοδήματος στα φυσικά πρόσωπα) και τέσσερις χώρες με μεσαία εισοδήματα», ιδίως η Μολδαβία, σημειώνει η Όξφαμ.

Στις χώρες με τη μεγαλύτερη επιδείνωση συγκαταλέγονται οι Σεϊχέλες και η ημιαυτόνομη περιοχή Χονγκ Κονγκ (Κίνα). «Οκτώ από τις δέκα χώρες που καταγράφουν τη μεγαλύτερη επιδείνωση βίωσαν κατάρρευση των φορολογικών τους εσόδων, κυρίως εξαιτίας της πανδημίας», εξηγεί η ΜΚΟ.

Η Όξφαμ προειδοποιεί πως επιπλέον 263 εκατομμύρια θα περιπέσουν στην ακραία φτώχεια ως το τέλος της χρονιάς. Θυμίζει εξάλλου το βάρος της εξυπηρέτησης του χρέους για τις φτωχές χώρες, που τις εμποδίζει να καταβάλουν προσπάθειες για τη μείωση των ανισοτήτων. Καλεί τις κυβερνήσεις να ενεργήσουν επειγόντως καθώς σε διαφορετική περίπτωση θα χαθούν δέκα χρόνια προσπαθειών μείωσης των ανισοτήτων.

Η Όξφαμ καλεί ιδίως τις κυβερνήσεις «να αυξήσουν τις κοινωνικές δαπάνες, όχι να τις μειώνουν», να «προστατεύσουν τα δικαιώματα των εργαζομένων και να εγγυηθούν πως οι μισθοί τους επιτρέπουν να ζήσουν» πάνω από το όριο της φτώχειας. «Πάνω απ’ όλα, πρέπει να αυξήσουν τους φόρους» που υποχρεούνται να καταβάλουν οι επιχειρήσεις και οι πλουσιότεροι, καταλήγει η Όξφαμ.

Το Ηνωμένο Βασίλειο επικρίθηκε πρόσφατα, γεγονός εξαιρετικά ασυνήθιστο, από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) για τα μέτρα που παρουσίασε η κυβέρνηση των Συντηρητικών υπό την πρωθυπουργό Λιζ Τρας επειδή θα επιδείνωναν τις ανισότητες, μειώνοντας τους φόρους για τους πιο ευκατάστατους.

Την περασμένη εβδομάδα, ο επικεφαλής της Shell κάλεσε να φορολογηθούν περισσότερο οι εταιρείες του ενεργειακού τομέα, για να εξασφαλιστούν έσοδα ώστε να αντιμετωπιστεί η ραγδαία αύξηση του κόστους ζωής εξαιτίας της απογείωσης των τιμών της ενέργειας μετά το ξέσπασμα του πολέμου στην Ουκρανία.