Ο Αμερικανός ιστορικός Στίβεν Κότκιν (Stephen Kotkin) –καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Princeton και senior fellow στο Hoover Institution του Πανεπιστημίου Stanford– ξεχωρίζει διεθνώς για την ειδίκευσή του στη ρωσική και σοβιετική ιστορία αλλά και ως «βιογράφος» του Ιωσήφ Στάλιν για τον οποίο έχει γράψει σειρά βιβλίων.
Τούτων δοθέντων, αποκτά ιδιαίτερο ενδιαφέρον και η συζήτηση που εκείνος είχε προ ημερών με τον Ντέιβιντ Ρέμνικ του περιοδικού New Yorker. Πρόκειται για μια συζήτηση στο πλαίσιο της οποίας ο Κότκιν αναλύει, από τη δική του σκοπιά, πολλά από όσα έχουν λεχθεί το τελευταίο διάστημα για τον πόλεμο στην Ουκρανία.
Το επιχείρημα περί ΝΑΤΟ
Καλούμενος να τοποθετηθεί αναφορικά με την επέκταση του ΝΑΤΟ προς την ανατολή και το εάν εκείνη τελικώς ευθύνεται για την τρέχουσα κρίση στην Ουκρανία ή όχι, ο ίδιος δηλώνει πως διαφωνεί με όσους αποδίδουν ευθύνες στο Βορειοατλαντική Συμμαχία για τις κινήσεις της Ρωσίας του Πούτιν.
«Το πρόβλημα με αυτό το επιχείρημα», σύμφωνα με τον Κότκιν, «είναι ότι υποθέτει πως εάν το ΝΑΤΟ δεν είχε επεκταθεί, η Ρωσία δεν θα ήταν η ίδια που είναι σήμερα ή πολύ παρόμοια με αυτό που είναι σήμερα».
«Όσα βλέπουμε σήμερα στη Ρωσία δεν αποτελούν κάποιου είδους έκπληξη, ούτε κάποιου είδους απόκλιση από ένα ιστορικό μοτίβο. Πολύ πριν υπάρξει το ΝΑΤΟ, τον 19ο αιώνα, η Ρωσία είχε έναν αυταρχικό ηγέτη. Είχε καταστολή. Είχε μιλιταρισμό. Διακατεχόταν από καχυποψία για τους ξένους και τη Δύση. Αυτή – η Ρωσία που γνωρίζουμε – δεν είναι μια Ρωσία που δημιουργήθηκε χθες ή τη δεκαετία του 1990. Δεν αποτελεί απάντηση στις ενέργειες της Δύσης. Υπάρχουν εσωτερικές διαδικασίες στη Ρωσία που εξηγούν το πού βρισκόμαστε σήμερα» σημειώνει ο καθηγητής του Princeton.
Ο ίδιος προχωρά μάλιστα ακόμη παραπέρα, υποστηρίζοντας ότι, σε αντίθεση με όσα υποστηρίζουν πολλοί, η επέκταση του ΝΑΤΟ «μας έχει βάλει σε καλύτερη θέση για να αντιμετωπίσουμε αυτό το ιστορικό μοτίβο το οποίο βλέπουμε ξανά σήμερα στη Ρωσία». «Πού θα βρισκόμασταν τώρα εάν η Πολωνία ή τα κράτη της Βαλτικής δεν ήταν στο ΝΑΤΟ;» διερωτάται ο Κότκιν, για να δώσει ο ίδιος την απάντηση υποστηρίζοντας ότι οι εν λόγω χώρες θα βρίσκονταν στην ίδια κατάσταση στην οποία βρίσκεται σήμερα η Ουκρανία.
«Δεν νομίζω ότι το να κατηγορούμε τη Δύση είναι η σωστή ανάλυση για το πού βρισκόμαστε», συνεχίζει ο ίδιος, υπενθυμίζοντας πως η Ρωσία έχει «φάει τα μούτρα της» δύο φορές στο παρελθόν στην Πολωνία: μία τον 19ο αιώνα και μία τον 20ο αιώνα με την «Αλληλεγγύη» του Λεχ Βαλέσα.
Οι στόχοι και οι δυνατότητες
«Η Ρωσία αισθάνεται ότι έχει μια “ιδιαίτερη θέση” στον κόσμο, μια ιδιαίτερη αποστολή […] Και θέλει να ξεχωρίζει ως μεγάλη δύναμη. Το πρόβλημά της ήταν πάντοτε το γεγονός ότι οι δυνατότητές της δεν ταίριαζαν με τις φιλοδοξίες της» συνεχίζει ο Στίβεν Κότκιν, όπως αναφέρει η «Καθημερινή».
Σύμφωνα με τον Αμερικανό ιστορικό, «η Ρωσία είναι μεγάλη δύναμη αλλά όχι η μεγάλη δύναμη». Αποτελεί σημείο αναφοράς για τον πολιτισμό της και έχει ζήσει μεγάλες στιγμές στο παρελθόν (ενδεικτικά αναφέρονται: η γεωγραφική επέκταση επί Ιβάν του Τρομερού, η πρώτη περίοδος της κυριαρχίας του Πέτρου του Μέγα, οι νίκες του Αλέξανδρου του Α επί του Ναπολέοντα και του Στάλιν επί του Χίτλερ). Εάν εξαιρέσει ωστόσο κανείς αυτές τις «στιγμές», τότε η Ρωσία κατά τα λοιπά ήταν πάντοτε μια «σχετικά αδύναμη μεγάλη δύναμη».
Στην προσπάθειά της να αναπτυχθεί στρατιωτικά και οικονομικά για να μπορεί να ανταγωνιστεί τη Δύση, έχει χρησιμοποιήσει μια έντονα κρατικιστική (state-centric) προσέγγιση, πράγμα το οποίο δείχνει να αποδίδει καρπούς για ένα διάστημα αλλά μόνο επιφανειακά.
«Η Ρωσία ζει μια έκρηξη οικονομικής ανάπτυξης, χτίζει τον στρατό της, και μετά πέφτει σε τοίχο. Στη συνέχεια, περνά μια μεγάλη περίοδο στασιμότητας κατά την οποία το πρόβλημα επιδεινώνεται. Η ίδια η προσπάθεια επίλυσης του προβλήματος το κάνει χειρότερο και παράλληλα διευρύνεται το χάσμα με τη Δύση», η οποία Δύση από την άλλη πλευρά «ήταν πάντοτε περισσότερο ισχυρή… τεχνολογικά, οικονομικά και στρατιωτικά», όπως σημειώνει ο Στίβεν Κότκιν.
«Ο Πούτιν πιστεύει ότι είναι ανώτερος και εξυπνότερος»
Ο Βλαντιμίρ Πούτιν «πιστεύει ότι είναι ανώτερος και εξυπνότερος», συνεχίζει ο Αμερικανός ακαδημαϊκός ο οποίος έχει περάσει μεγάλα διαστήματα της ζωής του στη Ρωσία, από τη δεκαετία του 1980. «Και αυτό είναι το πρόβλημα με τον δεσποτισμό», όπως σημειώνει. «Για αυτό ο δεσποτισμός, ή ακόμα και απλώς ο αυταρχισμός, είναι παντοδύναμος και εύθραυστος ταυτόχρονα», επειδή «δημιουργεί τις συνθήκες της ιδίας του της υπονόμευσης». Οι πληροφορίες γίνονται ποιοτικά χειρότερες. Οι συκοφάντες πληθαίνουν. Οι διορθωτικοί μηχανισμοί λιγοστεύουν. Και τα λάθη πολλαπλασιάζονται.
«Ο Πούτιν πίστευε, όπως φαίνεται, ότι η Ουκρανία δεν είναι πραγματική χώρα και ότι ο ουκρανικός λαός δεν είναι πραγματικός λαός […] ότι ο ρωσικός στρατός θα μπορούσε να προχωρήσει σε ένα αστραπιαίο πραξικόπημα, να καταλάβει το Κίεβο μέσα σε λίγες μέρες και είτε να εγκαταστήσει μια κυβέρνηση μαριονέτα, είτε να αναγκάσει την σημερινή κυβέρνηση και τον πρόεδρο να συνθηκολογήσουν».
Σύμφωνα με τον Στίβεν Κότκιν ωστόσο, η ρωσική (άλλοτε σοβιετική) ηγεσία είχε προχωρήσει σε ανάλογους «λάθος υπολογισμούς» και στο παρελθόν: πίσω στα τέλη της δεκαετίας του 1960, κατά την Άνοιξη της Πράγας, όταν συνέλαβε και μετέφερε τον Αλεξάντερ Ντούμπτσεκ στη Μόσχα… για να τον ξαναστείλει όμως έπειτα πίσω στην Πράγα επειδή δεν είχε ποιον άλλον να βάλει στη θέση του – αλλά και κατά την εμπλοκή της Σοβιετικής Ένωσης στο Αφγανιστάν την περίοδο 1979-1989 που δεν εξελίχθηκε όπως θα ήθελε η πλευρά των Σοβιετικών.
Ποιο μπορούν να μεσολαβήσουν;
Όταν ερωτάται εάν υπάρχουν πολιτικοί που θα μπορούσαν να μεσολαβήσουν μεταξύ Πούτιν και Δύσης προωθώντας μια διέξοδο από την τρέχουσα κρίση, ο Κότκιν ξεχωρίζει τον πρόεδρο της Φινλανδίας, Σάουλι Νιινίστο, τον Ισραηλινό πρωθυπουργό Ναφτάλι Μπένετ και τον Κινέζο πρόεδρο Σι Τζινπίνγκ.
Από τη συζήτηση δεν θα μπορούσε, βέβαια, να λείψει και το ενδεχόμενο μιας ανατροπής του Πούτιν εκ των έσω, με την υποσημείωση πως μια τέτοια ανατροπή δεν θα ήταν πρωτοφανής για τα ρωσικά-σοβιετικά δεδομένα. Ο τσάρος Παύλος ο Α είχε δολοφονηθεί από τους «δικούς του», και ο Νικίτα Χρουστσόφ είχε επίσης ανατραπεί-αποπεμφθεί, όπως υπενθυμίζει ο Ντέιβιντ Ρέμνικ του New Yorker.