Στην εκτίμηση ότι οι διαρροές που σημειώθηκαν στους αγωγούς Nord Stream 1 και 2 στα διεθνή ύδατα της Βαλτικής Θάλασσας είναι αποτέλεσμα «σκόπιμης ενέργειας» έχει καταλήξει η Ευρωπαϊκή Ένωση όπως προκύπτει από ανακοίνωση που εξέδωσε το πρωί της Τετάρτης (28/09) ο Ύπατος Εκπρόσωπος της ΕΕ Ζοζέπ Μπορέλ.
«Όλες οι διαθέσιμες πληροφορίες δείχνουν ότι αυτές οι διαρροές είναι αποτέλεσμα σκόπιμης ενέργειας. Θα υποστηρίξουμε οποιαδήποτε έρευνα με στόχο την πλήρη σαφήνεια σχετικά με το τι συνέβη και γιατί, και θα λάβουμε περαιτέρω μέτρα για να αυξήσουμε την ανθεκτικότητά μας στην ενεργειακή ασφάλεια» αναφέρει ο Μπορέλ.
Παράλληλα ο κ. Μπορέλ μεταφέρει την ανησυχία της ΕΕ για την εξέλιξη αυτή αναφέροντας ότι «οι ανησυχίες για την ασφάλεια και το περιβάλλον είναι ύψιστης προτεραιότητας. Αυτά τα περιστατικά δεν είναι τυχαία και μας αφορούν όλους».
«Οποιαδήποτε σκόπιμη διακοπή της ευρωπαϊκής ενεργειακής υποδομής είναι εντελώς απαράδεκτη και θα αντιμετωπιστεί με σθεναρή και ενωμένη απάντηση», καταλήγει ο Ζοζέπ Μπορέλ στην ανακοίνωσή του.
Τα σενάρια
Αυτό που παραμένει, πάντως, το μεγάλο και αναπάντητο – για την ώρα – ερώτημα είναι το ποιος βρίσκεται πίσω από αυτή την «σκόπιμη ενέργεια» αλλά και το πώς έγινε η δολιοφθορά.
Ένα στοιχείο που ίσως σημαίνει αρκετά είναι το γεγονός ότι οι ζημιές και στους δύο αγωγούς σημειώθηκαν έξω από τα 12 μίλια χωρικών υδάτων της Δανίας, «μια προσαρμογή που θα ήταν αναμενόμενη από έναν κρατικό παράγοντα ο οποίος θα λάμβανε υπόψη του την παρουσία της χώρας στο ΝΑΤΟ», όπως σημειώνει ο Guardian.
Ένα από τα σενάρια που εξετάζονται για το πώς μπορεί να έγινε η δολιοφθορά κάνει λόγο για υποβρύχια μολονότι το γεγονός ότι στο σημείο που σημειώθηκαν οι διαρροές είναι σε βάθος 100 μέτρων σημαίνει ότι η παρουσία μιας τέτοιας παρουσίας θα είχει γίνει αντιληπτή ενώ παράλληλα στις επίσημες ανακοινώσεις των χωρών που ερευνούν το περιστατικό δεν γίνεται καμία τέτοια αναφορά.
Στην Βαλτική εξάλλου, αναφέρει ο Guardian, δεν θα υπήρχε λογική να αναπτυχθούν υποβρύχια τύπου Losharik τα οποία χρησιμοποιοούν Ρώσοι για να κόβουν τηλεπικοινωνιακά καλώδια σε μεγάλο βάθος στον Ατλαντικό.
Βρετανική στρατιωτική πηγή ανέφερε ότι η διαρροή θα μπορούσε να είχε προκληθεί από νάρκες που αφέθηκαν σε προγενέστερο χρόνο από μεταμφιεσμένο εμπορικό σκάφος ώστε να ενεργοποιηθούν ημέρες ή εβδομάδες αργότερα, μια επιχείρηση που θα απαιτούσε αρκετή επιμέλει στην προετοιμασία της αλλά οχι πρόσβαση σε ειδικές στρατιωτικές υποδομές.
Σε κάθε περίπτωση μιλάμε για διαρραγή σε δύο υποθαλάσσιους αγωγούς μέσα σε διάστημα μικρότερο των 24 ωρών οι οποίοι έχουν σχεδιαστεί να αντέχουν: Κάθε τμήμα του αγωγού Nord Stream 1, σύμφωνα με την κατασκευάστρια εταιρεία είναι περιβεβλημένος από μια μεταλλική «θήκη» 41 χιλιοστών η οποία με τη σειρά της έχει γύρω της τσιμέντο πάχους έως και 110 χιλιοστών. Επιπλέον, κάθε τμήμα του σωλήνα ζυγίζει 11 τόνους, το οποίο φτάνει στους 24-25 τόνους μετά την εφαρμογή του σκυροδέματος, τροφοδοτώντας σενάρια περί «σκόπιμων ενεργειών», όπως τόνισε ο Πρωθυπουργός της Σουηδίας.
Μια από τις δονήσεις που καταγράφηκαν, αυτή των 2,3 βαθμών της κλίμακας Ρίχτερ, περιγράφηκε από Δανούς ειδικούς ως παρόμοια με έκρηξη από την εποχή του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.
Σε κάθε περίπτωση, οι ανεξήγητες, ταυτόχρονες διαρροές πυροδότησαν την αντίδραση της Gazprom, του κρατικού ενεργειακού κολοσσού που διαχειρίζεται το δίκτυο, αφήνοντας ανοιχτό για πρώτη φορά το παράθυρο διακοπής της τροφοδοσίας με φυσικό αέριο, μέσω των αγωγών της Ουκρανίας.
Ξεκαθάρισμα λογαριασμών
Ακόμη και για τους πιο καλόπιστους, το γεγονός ότι η «δολιοφθορά» σημειώθηκε σε μια στιγμή που η ΕΕ είχε επιταχύνει τις διαδικασίες προμήθειας και αποθήκευσης φυσικού αερίου, σημειώνοντας καλύτερα ποσοστά εξοικονόμησης με βάση τους αρχικούς στόχους, οξύνει ακόμη περισσότερο το πρόβλημα, καθώς το πιθανό σαμποτάζ συνεπάγεται την αύξηση της τιμής του φυσικού αερίου με το «καλημέρα» κατά 20%, προετοιμάζοντας παράλληλα τους εμπόρους της ενεργειακής αγοράς για χαμηλά διαθέσιμα, άρα πολύ υψηλότερες τιμές για την απόκτησή τους.
Τόσο το χρονικό σημείο, όσο και το ντόμινο αρνητικών συνεπειών για την Ευρώπη από τα γεγονότα της Βαλτικής ωθούν την ΕΕ στο να καλπάσει στο εξής στον τομέα της ενεργειακής απεξάρτησης από τα ρωσικά καύσιμα, αλλά και να κινηθεί με γενναιόδωρη διάθεση απέναντι στα αιτήματα των εθνικών κυβερνήσεων για ουσιαστική οικονομική στήριξη. Από τα παραπάνω γίνεται αντιληπτό ότι ισχυρά κίνητρα στο να πλήξει περισσότερο την ευρωπαϊκή οικονομία διατηρεί η Μόσχα, η οποία, όμως, δήλωσε άγνοια για τους δράστες, παρόλο που λίγες ώρες μετά την αποκάλυψη της δολιοφθοράς, η Gazprom PISC άφησε ανοιχτό το παράθυρο επιβολής κυρώσεων στην ουκρανική κρατική εταιρία ενέργειας NJSC Naftogaz, λόγω της διεθνούς διαιτησίας κατά της Gazprom.
Συγκεκριμένα, η Naftogaz δήλωσε στο Διεθνές Διαιτητικό Δικαστήριο, σύμφωνα με τη Wall Street Journal πως η Gazprom δεν την είχε πληρώσει εγκαίρως ή πλήρως για τη διαμετακόμιση φυσικού αερίου μέσω της Ουκρανίας. Από πλευράς της, η Gazprom υποστήριξε ότι οι δυτικές κυρώσεις προς τη Ρωσία την εμποδίσουν να συναλλάσσεται με τη Naftogaz, απειλώντας το τέλος στην ροή ρωσικού φυσικού αερίου μέσω της Ουκρανίας, του μεγαλύτερου δηλαδή εναπομείναντα ανοιχτού ενεργειακού διαδρόμου για τη Γηραιά Ήπειρο.
Τσουχτερές παρενέργειες
Στις πρώτες παρενέργειες της δολιοφθοράς, ωστόσο, συγκαταλέγεται η αναδιαμόρφωση της τιμής του φυσικού αερίου, το οποίο αυξήθηκε κατά 17%, φτάνοντας δηλαδή τα 205 ευρώ ανά μεγαβατώρα χθες το απόγευμα, απέχοντας μίλια από τα 346 ευρώ ανά μεγαβατώρα, τον περασμένο Αύγουστο, χωρίς αυτό να καθησυχάζει σε καμία περίπτωση τους καταναλωτές.
Στον αντίποδα, η διαφαινόμενη -μεγαλύτερη μετά τη δολιοφθορά- έλλειψη φυσικού αερίου, δεν αποκλείεται να επιταχύνει την φημολογούμενη εθνικοποίηση της εταιρίας εισαγωγής φυσικού αερίου, Uniper, δεδομένου ότι η γερμανική κυβέρνηση συμφώνησε στην εθνικοποίηση της εταιρείας, για να διασφαλίσει τη βιωσιμότητά της εταιρείας, ενόψει ενός «ρωσικού» χειμώνα.
Έχοντας ήδη συμφωνήσει τον Ιούλιο να διασώσει τον ιδιαίτερα κρίσιμο εισαγωγέα φυσικού αερίου με ένα deal διάσωσης ύψους 15 δισεκατομμυρίων ευρώ (14,95 δισεκατομμύρια δολάρια), το κράτος θα εξαγοράσει τώρα το 56% των μετοχών της φινλανδικής Fortum έναντι 0,5 δισ. ευρώ. Έτσι, το γερμανικό κράτος πρόκειται να κατέχει περίπου το 98,5% της Uniper.
«Από τότε που συμφωνήθηκε το πακέτο σταθεροποίησης για την Uniper τον Ιούλιο, η κατάσταση για την εταιρεία επιδεινώθηκε πολύ γρήγορα. Ως εκ τούτου, έχουν συμφωνηθεί νέα μέτρα για την επίλυση της κατάστασης», όπως ανακοίνωσε η Fortum.