Η κυβέρνηση της Νέας Ζηλανδίας θα προχωρήσει στην άρση των αυστηρών περιοριστικών μέτρων για την αποτροπή της εξάπλωσης του νέου κορωνοϊού μόνο αφού έχει εμβολιαστεί πλήρως για την COVID-19 το 90% του πληθυσμού-στόχου της εκστρατείας ανοσοποίησης, δήλωσε σήμερα η πρωθυπουργός Τζασίντα Αρντέρν.
Μέχρι πρότινος υπόδειγμα στην πολιτική εξάλειψης του ιού, η Νέα Ζηλανδία δεν έχει μπορέσει να διαχειριστεί με τον ίδιο τρόπο το πιο πρόσφατο ξέσπασμα, που αποδίδεται στην πιο μολυσματική παραλλαγή Δέλτα κι έχει επίκεντρο το Όκλαντ. Η εξέλιξη της επιδημιολογικής κατάστασης ανάγκασε την κυρία Αρντέρν να αλλάξει προσέγγιση και από τη στρατηγική εξάλειψης του ιού να επικεντρώνεται πλέον στον εμβολιασμό.
Η πρωθυπουργός εξήγησε πως αφού φθάσουν στο 90% όλες οι περιφερειακές διευθύνσεις η χώρα του νότιου Ειρηνικού θα έχει ένα από τα υψηλότερα επίπεδα ανοσοποίησης έναντι της COVID-19 στον κόσμο. Ως αυτό το στάδιο, έχει εμβολιαστεί πλήρως το 68% των Νεοζηλανδών, ενώ το 86% έχει λάβει τουλάχιστον μια δόση.
«Σε τελευταία ανάλυση, εξισορροπούμε την επιθυμία να ξανανοίξουμε γρήγορα με την ανάγκη να μείνει ο κόσμος ασφαλής», εξήγησε η κυρία Αρντέρν κατά τη διάρκεια συνέντευξης Τύπου που παραχώρησε στην πρωτεύουσα, την Ουέλινγκτον.
Αφού η χώρα επιτύχει τον στόχο, θα εφαρμοστεί νέο σύστημα, που παρομοιάζεται με φωτεινό σηματοδότη, για τη διαχείριση ξεσπασμάτων κατά τόπους. Τα πιστοποιητικά πλήρους εμβολιασμού θα επέχουν κεντρική θέση στο νέο σύστημα, που θα σημάνει το οριστικό τέλος των λοκντάουν εθνικής εμβέλειας.
Σήμερα επιβεβαιώθηκαν 129 κρούσματα του SARS-CoV-2, ρεκόρ για τρίτη φορά μέσα στην τρέχουσα εβδομάδα, παρότι το Όκλαντ παραμένει σε λοκντάουν για πάνω από δύο μήνες. Στην υπόλοιπη χώρα των 5 εκατομμυρίων κατοίκων, εφαρμόζονται πιο χαλαρά μέτρα.
Συνολικά, η Νέα Ζηλανδία έχει καταγράψει 28 θανάτους εξαιτίας της COVID-19 επί 2.389 εργαστηριακά επιβεβαιωμένων μολύνσεων από τον SARS-CoV-2, αριθμούς που παραμένουν αξιοζήλευτοι σε διεθνές επίπεδο.
Ωστόσο οι νεοζηλανδικές υγειονομικές αρχές έχουν προειδοποιήσει πως τα κρούσματα δεν αποκλείεται να αυξηθούν κι άλλο, μέχρι το επίπεδο της εμβολιαστικής κάλυψης να ανέβει.