Οι κυρώσεις, που έχουν επιβληθεί στην Ρωσία σε σχέση με την εισβολή της στην Ουκρανία, έχουν ήδη αντίκτυπο στη ρωσική οικονομία και ο αντίκτυπος αυτός θα μεγαλώσει μελλοντικά. Αυτή την άποψη διατυπώνει ο Ύπατος Εκπρόσωπος της Ευρωπαϊκής Ένωσης για θέματα Εξωτερικής Πολιτικής και Πολιτικής Ασφαλείας Ζοζέπ Μπορέλ σε άρθρο του με τίτλο «Moscow will have to choose either butter or guns» (Η Μόσχα θα πρέπει να επιλέξει είτε το βούτυρο είτε τα όπλα).
Σύμφωνα με τον Μπορέλ, δεν αξίζει να ελπίζει κανείς ότι οι κυρώσεις θα αλλάξουν τους στρατηγικούς υπολογισμούς του Ρώσου προέδρου Βλαντίμιρ Πούτιν στο προσεχές μέλλον, επειδή δεν καθοδηγείται πρωτίστως από οικονομικούς λόγους. Ωστόσο είναι πεπεισμένος ότι με την πάροδο του χρόνου, η ρωσική ηγεσία θα αναγκασθεί να επιλέξει μεταξύ «κανονιών» και «βουτύρου», δηλαδή αν θα συνεχίσει τον πόλεμο ή θα επιλέξει να διατηρήσει το βιοτικό επίπεδο του λαού του.
Ο Μπορέλ επισημαίνει ότι η ΕΕ αποδεσμεύεται σταδιακά από την ενεργειακή της εξάρτηση από την Ρωσία. «Μέχρι το τέλος του 2022, θα έχουμε μειώσει τις εισαγωγές ρωσικού πετρελαίου κατά 90% και μειώνουμε ταχέως τις εισαγωγές φυσικού αερίου. Αυτές οι αποφάσεις μας απελευθερώνουν σταδιακά από μια εξάρτηση που για καιρό εμπόδιζε τις πολιτικές μας επιλογές απέναντι στην επιθετικότητα του Βλαντιμίρ Πούτιν». Ο Μπορέλ γράφει ότι ο Πούτιν «πιθανώς πίστευε ότι η Ευρώπη δεν θα τολμούσε να προχωρήσει σε κυρώσεις λόγω της ενεργειακής της εξάρτησης» και παραδέχεται ότι «η τόσο γρήγορη απεξάρτηση από τη ρωσική ενέργεια δημιουργεί επίσης σοβαρές δυσκολίες για πολλές χώρες της ΕΕ και για αρκετούς οικονομικούς τομείς». Ωστόσο επισημαίνει ότι «αυτό είναι το τίμημα που πρέπει να πληρώσουμε για την υπεράσπιση των δημοκρατιών μας και του διεθνούς δικαίου, και λαμβάνουμε τα απαραίτητα μέτρα για να αντιμετωπίσουμε αυτά τα προβλήματα με πλήρη αλληλεγγύη».
Ο επικεφαλής της ευρωπαϊκής διπλωματίας, γράφει ότι «κάποιοι μπορεί να αναρωτηθούν αν αυτές οι κυρώσεις έχουν πραγματικά αντίκτυπο στη ρωσική οικονομία». «Η απλή απάντηση είναι ναι. Παρόλο που η Ρωσία εξάγει πολλές πρώτες ύλες, δεν έχει επίσης άλλη επιλογή από το να εισάγει πολλά προϊόντα υψηλής προστιθέμενης αξίας που δεν κατασκευάζει. Για όλες τις προηγμένες τεχνολογίες, εξαρτάται κατά 45% από την Ευρώπη και κατά 21% από τις Ηνωμένες Πολιτείες, σε σύγκριση με μόλις 11% από την Κίνα».
Ο Μπορέλ επισημαίνει επίσης ότι οι κυρώσεις περιορίζουν και τις στρατιωτικές δυνατότητες της Ρωσίας, ιδιαίτερα την κατασκευή όπλων υψηλής ακριβείας. «Στον στρατιωτικό τομέα, ο οποίος είναι κρίσιμος στο πλαίσιο του πολέμου στην Ουκρανία, οι κυρώσεις περιορίζουν την ικανότητα της Ρωσίας να παράγει πυραύλους ακριβείας όπως ο Iskander ή ο KH 101. Σχεδόν όλοι οι ξένοι κατασκευαστές αυτοκινήτων έχουν επίσης αποφασίσει να αποσυρθούν από τη Ρωσία και τα λίγα αυτοκίνητα που παράγονται από Ρώσους κατασκευαστές θα πωλούνται χωρίς αερόσακους ή αυτόματο κιβώτιο ταχυτήτων».
Αναφερόμενος στις συνέπειες που έχουν οι κυρώσεις για τις αεροπορικές εταιρείες ο Μπορέλ γράφει: «Για να υποστηρίξει τις αεροπορικές συνδέσεις η Ρωσία πρέπει να θέσει εκτός κυκλοφορίας ένας μεγάλο μέρος των αεροσκαφών της, για να έχει τα αναγκαία εξαρτήματα που θα επιτρέπουν στα υπόλοιπα αεροσκάφη να πετάνε. Σ’ αυτές (τις συνέπειες) προστίθεται η απώλεια πρόσβασης στις χρηματοπιστωτικές αγορές, ο αποκλεισμός της από μεγάλα παγκόσμια ερευνητικά δίκτυα και η μαζική εκροή εγκεφάλων» γράφει ο Μπορέλ επισημαίνοντας ότι η Κίνα δεν επιδιώκει να βοηθήσει την Μόσχα να παρακάμψει τις κυρώσεις.
Ο Μπορέλ επισημαίνει επίσης ότι οι κυρώσεις «σε καμία μορφή σε στρέφονται κατά των εξαγωγών ρωσικού σιταριού και λιπασμάτων», ενώ επικρίνει την Ρωσία για τα προβλήματα που έχουν δημιουργηθεί με τις εξαγωγές των ουκρανικών σιτηρών. Σύμφωνα με τον επικεφαλής της εξωτερικής πολιτικής της ΕΕ, η ενεργειακή και διατροφική κρίση, μπορεί να αντιμετωπισθεί μόνο με τον τερματισμό του πολέμου , αλλά όχι υπό τους όρους της Ρωσίας.