Άσχημα είναι τα νέα για τον Τζο Μπάιντεν αφού δημοσκόπηση που διενεργήθηκε από τους New York Times/Siena College αποτυπώνει ότι οι περισσότεροι Δημοκρατικοί θα προτιμούσαν κάποιον άλλο υποψήφιο του κόμματος για την εκλογική εκστρατεία του 2024.
Όπως σημειώνουν οι New York Times και αναμεταδίδει η ΕΡΤ, το 64% των Δημοκρατικών ψηφοφόρων θα προτιμούσαν κάποιον άλλο να δώσει τη μάχη της προεδρίας των ΗΠΑ και όχι τον Μπάιντεν. Αναλυτικότερα, οι ψηφοφόροι σε εθνικό επίπεδο έχουν δυσαρεστηθεί από την ηγεσία του, δίνοντάς του ένα πενιχρό ποσοστό έγκρισης που υπολογίζεται στο 33%.
Η ευρέως διαδεδομένη ανησυχία για την οικονομία και τον πληθωρισμό οδήγησε σε σκοτεινή περίοδο, τόσο για τον κ. Μπάιντεν όσο και για την πορεία του έθνους, αναφέρεται. Πάνω από τα τρία τέταρτα των εγγεγραμμένων ψηφοφόρων βλέπουν τις Ηνωμένες Πολιτείες να κινούνται προς τη λάθος κατεύθυνση, υπάρχει μια διάχυτη αίσθηση απαισιοδοξίας που καλύπτει κάθε γωνιά της χώρας, κάθε ηλικιακή και φυλετική ομάδα, πόλεις, προάστια και αγροτικές περιοχές, καθώς και πολιτικά κόμματα.
Μόνο το 13% των Αμερικανών ψηφοφόρων είπε ότι το έθνος ήταν στον σωστό δρόμο – το χαμηλότερο ποσοστό που έχει σημειωθεί στις δημοσκοπήσεις των Times από τα βάθη της οικονομικής κρίσης, πριν από περισσότερο από μια δεκαετία.
Η απαντήσεις των ψηφοφόρων στην ερώτηση «Πιστεύετε ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες βρίσκονται στο, σωστό δρόμο ή οδεύουν προς τη λάθος κατεύθυνση;», οπτικοποιούνται στο παρακάτω διάγραμμα.
Τι πιστεύουν οι ανεξάρτητοι
Για τον Μπάιντεν, αυτή η ζοφερή εθνική προοπτική έχει ωθήσει το ποσοστό αποδοχής των επιδόσεών του σε επικίνδυνα χαμηλό σημείο. Η ρεπουμπλικανική αντιπολίτευση είναι συντριπτική, γεγονός αναμενόμενο, αλλά περισσότερα από τα δύο τρίτα των ανεξάρτητων αποδοκιμάζουν την απόδοση του προέδρου και σχεδόν οι μισοί τον αποδοκιμάζουν έντονα.
Μεταξύ των Δημοκρατικών, το ποσοστό αποδοχής του ανέρχεται στο 70%, σχετικά χαμηλό ποσοστό για έναν πρόεδρο, ειδικά ενόψει της ενδιάμεσης θητείας του 2022, όταν ο κ. Μπάιντεν έπρεπε να συγκεντρώσει τους Δημοκρατικούς στις κάλπες για να διατηρήσει τον έλεγχο του Κογκρέσου.