Η Άνγκελα Μέρκελ χαρακτήρισε «πικρή» την κατάσταση στο Αφγανιστάν και έκρινε ότι η απόφαση για την αποχώρηση των δυτικών στρατιωτικών δυνάμεων ελήφθη από τις Ηνωμένες Πολιτείες, μεταξύ άλλων, «για λόγους εσωτερικής πολιτικής».
«Υπάρχει ένα φαινόμενο ντόμινο μετά την αποχώρηση των στρατιωτικών δυνάμεων», δήλωσε η γερμανίδα καγκελάριος κατά την διάρκεια κεκλεισμένων των θυρών συνεδρίασης στελεχών της Χριστιανοδημοκρατικής Ένωσης (CDU), σύμφωνα με πληροφορίες συμμετεχόντων, και πρόσθεσε ότι η ευθύνη της δυτικής στρατιωτικής αποχώρησης ανήκει στις Ηνωμένες Πολιτείες.
«Είχαμε πει ότι θα παραμείνουμε όσο παραμένουν οι Αμερικανοί. Η ασφάλεια είναι πιθανή μόνο με την παρουσία των Αμερικανικών στρατευμάτων. Χωρίς τους Αμερικανούς, εμείς δεν μπορούμε να πετύχουμε τίποτα», είπε.
«Θέλαμε να χτίσουμε μια χώρα με δημοκριατικές δομές, αλλά αποτύχαμε. Δεν υπήρξε καμία σύνδεση των Αφγανικών ένοπλων δυνάμεων με τον λαό, δεν δούλεψε τίποτα όπως το θέλαμε« συμπλήρωσε η Καγκελάριος.
Ωστόσο, η Μέρκελ εξέφρασε κάποια κατανόηση για την απόφαση του Τζο Μπάιντεν, λέγοντας ότι οι ΗΠΑ έχουν πληρώσει βαρύ τίμημα σε επίπεδο απωλειών κατά τα 20 χρόνια της παρουσίας τους στο Αφγανιστάν.
«Για όλους εκείνους που προσπάθησαν να ενεργήσουν για την πρόοδο και την ελευθερία» στην χώρα αυτή «κυρίως για τις γυναίκες, οι εξελίξεις είναι πικρές. Πρέπει να επικεντρωθούμε στις διασώσεις», είπε.
«Αυτήν την στιγμή, είναι πολλοί οι άνθρωποι που θέλουν να εγκαταλείψουν την χώρα», είπε η Γερμανίδα καγκελάριος υποσχόμενη να κάνει ό,τι είναι δυνατόν για να βοηθήσει εκείνους και τις μη κυβερνητικές οργανώσεις που τους υποστηρίζουν.
Η Γερμανία έχει καταγράψει 2.500 άτομα που βρίσκονται στο Αφγανιστάν και θα μπορούσαν να απομακρυνθούν, κυρίως Αφγανοί και μέλη των οικογενειών τους που είχαν εργασθεί για τις γερμανικές στρατιωτικές δυνάμεις.
Σε αυτούς προστίθενται άλλα 2.000 άτομα, δικηγόροι, ακτιβιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων , που έχουν επίσης εκφράσει την επιθυμία να φύγουν. Αν ληφθούν υπ΄οψιν και τα μέλη των οικογενειών τους, ανέρχονται σε 10.000 άτομα συνολικά, δήλωσε η Μέρκελ.