Εντυπωσιακή ήταν η συμμετοχή του κοινού στην μεγάλη διαδήλωση που διοργανώθηκε σήμερα στο Λονδίνο κατά της εκτίναξης του κόστους ζωής και της έλλειψης αποτελεσματικών μέτρων από την πλευρά της κυβέρνησης Τζόνσον.
Μετά από πορεία στο κέντρο, οι διαδηλωτές κατέληξαν έξω από το κοινοβούλιο. Οι αρχές έχουν αναπτύξει μεγάλες αστυνομικές δυνάμεις για να μην υπάρξουν φασαρίες ή επεισόδια. Ωστόσο, η κυκλοφορία στο κέντρο της βρετανικής πρωτεύουσας γινόταν με μεγάλη δυσκολία.
«Αξίζουμε περισσότερα» ήταν ο γενικός τίτλος της διαδήλωσης που είχε την στήριξη πολλών οργανώσεων, συνδικάτων και βέβαια των κομμάτων της αντιπολίτευσης και κυρίως των Εργατικών.
«Οι τιμές έχουν ανέβει στον ουρανό, ενώ τα μπόνους των διοικητικών στελεχών έχουν ανέβει και πάλι σημαντικά. Όλοι οι εργαζόμενοι αξίζουν να λαμβάνουν αρκετά χρήματα για ένα αξιοπρεπές επίπεδο ζωής, όμως οι Βρετανοί εργαζόμενοι υποφέρουν απέναντι στην μεγαλύτερη και πιο απότομη συρρίκνωση των εισοδημάτων τους στην σύγχρονη ιστορία» ανέφερε στην ομιλία του η γενική γραμματέας του κορυφαίου συνδικάτου TUC, Φράνσις Ο Γκρέιντι.
Τα συνδικάτα καταγγέλλουν πως οι εργαζόμενοι έχουν χάσει κατά μέσο όρο σχεδόν 20.000 στερλίνες σε έσοδα από το 2008, καθώς οι μισθοί τους δεν έχουν ακολουθήσει τα επίπεδα του πληθωρισμού που καλπάζει και εκτιμάται πως θα «πιάσει» το 11% μέσα στη χρονιά. Πρόκειται για την μεγαλύτερη απώλεια των «πραγματικών μισθών» από την δεκαετία του 1830.
Η μεγαλύτερη πίεση αφορά βέβαια την αύξηση της τιμής των καυσίμων, του φυσικού αερίου και του ρεύματος. Η αρμόδια αρχή ηλεκτρισμού της Ofgem υποχρεώθηκε να ανεβάζει τις τιμές του ρεύματος κατά 54% και παρά τα μέτρα στήριξης που δρομολόγησε η κυβέρνηση Τζόνσον, ο κόσμος διαμαρτύρεται πως η κρατική βοήθεια είναι ελάχιστη μπροστά στο τεράστιο κύμα της ακρίβειας.
Στο πλαίσιο των μέτρων, εκατομμύρια νοικοκυριά θα λάβουν ένα βοήθημα ύψους 650 στερλίνων σε δύο δόσεις.
Η βρετανική οικονομία έχει συμπιεστεί, όχι μόνο λόγω της κρίσης που πυροδότησε ο πόλεμος, αλλά και λόγω των εμπορικών προβλημάτων που έχει προκαλέσει το Brexit. Δεν είναι τυχαίο πως στις εκθέσεις των διεθνών οργανισμών, για τις προβλέψεις της επόμενης χρονιάς, εκτιμάται πως θα έχει τις χαμηλότερες επιδόσεις ανάμεσα στις ανεπτυγμένες χώρες.