Κύπρος: Ο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου Χρυσόστομος Β’ αναπαύεται στην κρύπτη που ετοίμασε ο ίδιος

Η Κύπρος αποχαιρέτησε τον εκκλησιαστικό της ηγέτη

Ολοκληρώθηκε η εξόδιος ακολουθία του εκδημήσαντα Αρχιεπισκόπου Χρυσοστόμου Β’ στον καθεδρικό ναό του Αποστόλου Βαρβνάνα της οποίας προέστη ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος.

 

 

Το μυστήριο άρχισε λίγο μετά τις 12 το μεσημέρι και η ταφή του εκδημήσαντα Αρχιεπισκόπου Χρυσοστόμου Β’ ολοκληρώθηκε λίγο μετά τις 14:30στον Καθεδρικό ναό του Αποστόλου Βαρβνάνα.
Ο μακαριστός Αρχιεπίσκοπος ετάφη στην κρύπτη που ετοίμασε ο ίδιος κάτω από το Ιερό του Καθεδρικού ναού.

Το μεγάλης σημασίας ιστορικό έργο του αοιδίμου Αρχιεπισκόπου Κύπρου, Χρυσοστόμου, του Β’ εξήρε η Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κατερίνα Σακελλαροπούλου, εκφράζοντας τη βεβαιότητα πως οι επιγενόμενοι θα ακολουθήσουν την «στέρεη παρακαταθήκη του εκλιπόντος» και θα σταθούν στο ύψος του αρχαίου αυτού Αρχιεπισκοπικού Θρόνου του μείζονος Ελληνισμού.

cache_980x980_Analog_medium_551004_2357865_22_11_12_125145
cache_980x980_Analog_medium_551006_2976000_22_11_12_125150_2

Στον επικήδειο λόγο στον καθεδρικό ναό του Αποστόλου Βαρνάβα, στη Λευκωσία, η κυρία Σακελλαροπούλου απέτισε φόρο τιμής στον εκλιπόντα, «ο οποίος κατέλιπε ιστορικής σημασίας έργο για την Εκκλησία της Κύπρου, τη μόνη που έλαβε το αυτοκέφαλο με απόφαση Οικουμενικής Συνόδου και ανά τους αιώνες ανέδειξε σεπτή χορεία Ιεραρχών, οι οποίοι όχι απλώς αφιέρωσαν τη ζωή τους στη διακονία του έθνους, αλλά σε ζοφερούς και χαλεπούς καιρούς δεν δίστασαν να τη θυσιάσουν».

«Η μαρτυρική τους αυτή προσφορά προετοίμασε και ενέπνευσε τους αγώνες του Κυπριακού Ελληνισμού για ελευθερία και αξιοπρέπεια», είπε υπενθυμίζοντας τον τον στίχο του ποιητή του 19ου αιώνα, Βασίλη Μιχαηλίδη, γραμμένους στη γνήσια και ρωμαλέα τοπολαλιά: «Η Ρωμιοσύνη εν’ φυλή συνόκαιρη του κόσμου / Η Ρωμιοσύνη εν να χαθή, όντας ο κόσμος λείψη!». Ή τα λόγια του μακαριστού Αρχιεπισκόπου, «έχουμε βαθιές ρίζες και δεν είναι εύκολο να ξεριζωθούν ο Ελληνισμός και η Ορθοδοξία από την Κύπρο».

Όπως είπε, Ελληνισμός και Κύπρος, άλλωστε, αποτελούν έννοιες αλληλένδετες, βασισμένες σε δύο ακατάλυτα μέσα στον χρόνο στοιχεία: θρησκεία και γλώσσα. «Εδώ, στη λαμπερή αυτή Νήσο της Μεσογείου, συναντήθηκαν οι αρχαίες φιλοσοφικές αναζητήσεις για το αληθές και το δίκαιο με τη διδασκαλία του χριστιανισμού περί θείου Λόγου – μια συνάντηση που δημιούργησε έναν απαράμιλλο πνευματικό πολιτισμό με διαχρονική και πανανθρώπινη αξία», πρόσθεσε.

Η κα. Σακελλαροπούλου σημείωσε ακόμη πως η Εκκλησία της Κύπρου, εκτός από την μεγάλη σημασία της για την επιβίωση και την ανάπτυξη του Κυπριακού Ελληνισμού, υπήρξε πάντοτε συνοδοιπόρος της μητέρας όλων των ορθοδόξων Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας, καθώς και των Πατριαρχείων Αντιοχείας, Ιεροσολύμων και Αλεξανδρείας. Συμμετείχε, εξάλλου, στο μεγαλύτερο εκκλησιαστικό γεγονός του 21ου αιώνα, στην Αγία και Μεγάλη Σύνοδο της Ορθοδόξου Εκκλησίας που έγινε στην Κρήτη, και αναγνώρισε το αυτοκέφαλο της Εκκλησίας της Ουκρανίας.

cache_980x980_Analog_medium_551007_2910784_22_11_12_125153__1_
cache_980x980_Analog_medium_551010_4145911_22_11_12_125203
Ο Κύπριος Πρόεδρος Νίκος Αναστασιάδης, στη δική του ομιλία ανέφερε πως στο πρόσωπο του Αρχιεπισκόπου Χρυσοστόμου Β’ η Κύπρος ευτύχησε να εύρει έναν ακαταπόνητον Ιεράρχη, η πολυσχιδής δράσης του οποίου τον ανέδειξεν ως μίαν εκ των πλέον διακεκριμένων εκκλησιαστικών μορφών, αλλά και ως μία καταξιωμένη πνευματική προσωπικότητα διεθνώς.

Ο Πρόεδρος Αναστασιάδης είπε πως στην προικισμένην φυσιογνωμίαν του Αρχιεπισκόπου, απηντήθησαν η συνύπαρξης της θεολογικής καταρτίσεως, της αυθεντικής εσωτερικής πνευματικότητας, του ήθους, της ευθυκρισίας, της σωφροσύνης και της φιλοπατρίας.

Ο Πρόεδρος Αναστασιάδης είπε πως κατά την ενάσκηση των προεδρικών του καθηκόντων είχα το προνόμιο να γνωρίσω έναν Ιεράρχη που τον διέκρινε η γνησιότητα και το ασυμβίβαστο ενός άκαμπτου πατριώτη, που κύρια έγνοια του ήταν η φυσική και εθνική επιβίωση του Κυπριακού Ελληνισμού, χωρίς ποτέ να παραγνωρίζει τα δικαιώματα των Τουρκοκύπριων συμπατριωτών μας.

«Επιθυμία του πάντοτε ήτο η ειρηνική επίλυση του Κυπριακού, που θα οδηγούσε στην επανένωση και απελευθέρωση της πατρίδος μας από τα κατοχικά στρατεύματα, τις όποιες ξένες εξαρτήσεις και τη δημιουργία ενός κράτους που θα μπορούσε να λειτουργήσει με σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων του συνόλου των πολιτών», ανέφερε.

Πρόσθεσε πως «είχα την τιμή να γνωρίσω έναν Ιεράρχη που δεν εδίσταζε ευθέως να εκφέρει την άποψη του, ανεξαρτήτως εάν τούτο θα εδυσαρεστούσε τον συνομιλητή του ή και μέρος της κοινωνίας».