Το μεγάλης σημασίας ιστορικό έργο του αοιδίμου Αρχιεπισκόπου Κύπρου, Χρυσοστόμου, του Β’ εξήρε η Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κατερίνα Σακελλαροπούλου, εκφράζοντας τη βεβαιότητα πως οι επιγενόμενοι θα ακολουθήσουν την «στέρεη παρακαταθήκη του εκλιπόντος» και θα σταθούν στο ύψος του αρχαίου αυτού Αρχιεπισκοπικού Θρόνου του μείζονος Ελληνισμού.
Στον επικήδειο λόγο στον καθεδρικό ναό του Αποστόλου Βαρνάβα, στη Λευκωσία, η κυρία Σακελλαροπούλου απέτισε φόρο τιμής στον εκλιπόντα, «ο οποίος κατέλιπε ιστορικής σημασίας έργο για την Εκκλησία της Κύπρου, τη μόνη που έλαβε το αυτοκέφαλο με απόφαση Οικουμενικής Συνόδου και ανά τους αιώνες ανέδειξε σεπτή χορεία Ιεραρχών, οι οποίοι όχι απλώς αφιέρωσαν τη ζωή τους στη διακονία του έθνους, αλλά σε ζοφερούς και χαλεπούς καιρούς δεν δίστασαν να τη θυσιάσουν».
«Η μαρτυρική τους αυτή προσφορά προετοίμασε και ενέπνευσε τους αγώνες του Κυπριακού Ελληνισμού για ελευθερία και αξιοπρέπεια», είπε υπενθυμίζοντας τον τον στίχο του ποιητή του 19ου αιώνα, Βασίλη Μιχαηλίδη, γραμμένους στη γνήσια και ρωμαλέα τοπολαλιά: «Η Ρωμιοσύνη εν’ φυλή συνόκαιρη του κόσμου / Η Ρωμιοσύνη εν να χαθή, όντας ο κόσμος λείψη!». Ή τα λόγια του μακαριστού Αρχιεπισκόπου, «έχουμε βαθιές ρίζες και δεν είναι εύκολο να ξεριζωθούν ο Ελληνισμός και η Ορθοδοξία από την Κύπρο».
Η κα. Σακελλαροπούλου σημείωσε ακόμη πως η Εκκλησία της Κύπρου, εκτός από την μεγάλη σημασία της για την επιβίωση και την ανάπτυξη του Κυπριακού Ελληνισμού, υπήρξε πάντοτε συνοδοιπόρος της μητέρας όλων των ορθοδόξων Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας, καθώς και των Πατριαρχείων Αντιοχείας, Ιεροσολύμων και Αλεξανδρείας. Συμμετείχε, εξάλλου, στο μεγαλύτερο εκκλησιαστικό γεγονός του 21ου αιώνα, στην Αγία και Μεγάλη Σύνοδο της Ορθοδόξου Εκκλησίας που έγινε στην Κρήτη, και αναγνώρισε το αυτοκέφαλο της Εκκλησίας της Ουκρανίας.
Ο Πρόεδρος Αναστασιάδης είπε πως στην προικισμένην φυσιογνωμίαν του Αρχιεπισκόπου, απηντήθησαν η συνύπαρξης της θεολογικής καταρτίσεως, της αυθεντικής εσωτερικής πνευματικότητας, του ήθους, της ευθυκρισίας, της σωφροσύνης και της φιλοπατρίας.
Ο Πρόεδρος Αναστασιάδης είπε πως κατά την ενάσκηση των προεδρικών του καθηκόντων είχα το προνόμιο να γνωρίσω έναν Ιεράρχη που τον διέκρινε η γνησιότητα και το ασυμβίβαστο ενός άκαμπτου πατριώτη, που κύρια έγνοια του ήταν η φυσική και εθνική επιβίωση του Κυπριακού Ελληνισμού, χωρίς ποτέ να παραγνωρίζει τα δικαιώματα των Τουρκοκύπριων συμπατριωτών μας.
«Επιθυμία του πάντοτε ήτο η ειρηνική επίλυση του Κυπριακού, που θα οδηγούσε στην επανένωση και απελευθέρωση της πατρίδος μας από τα κατοχικά στρατεύματα, τις όποιες ξένες εξαρτήσεις και τη δημιουργία ενός κράτους που θα μπορούσε να λειτουργήσει με σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων του συνόλου των πολιτών», ανέφερε.
Πρόσθεσε πως «είχα την τιμή να γνωρίσω έναν Ιεράρχη που δεν εδίσταζε ευθέως να εκφέρει την άποψη του, ανεξαρτήτως εάν τούτο θα εδυσαρεστούσε τον συνομιλητή του ή και μέρος της κοινωνίας».