Προκάλεσε πλήθος εντυπώσεων ο ιδιαιτέρως τρόπος που προσέγγισε ο Κρίστιαν Λίντνερ τον Όλαφ Σολτς κατά την παρουσίαση του κυβερνητικού προγράμματος των τριών εταίρων, την περασμένη Τετάρτη στη Γερμανία.
Προς το τέλος της παρέμβασής του, ο ηγέτης των Ελεύθερων Δημοκρατών αναφέρθηκε στον μελλοντικό καγκελάριο χαρακτηρίζοντάς τον «ισχυρή ηγετική φυσιογνωμία», που διέπεται από «εμπειρία και επαγγελματισμό» και θα διασφαλίσει ένα καλό μέλλον για τη χώρα, εκπροσωπώντας πολύ ευρύτερα στρώματα από τους ψηφοφόρους του SPD, του κόμματός του και των Πρασίνων.
Σχεδιασμός εν ψυχρώ
Όσοι γνωρίζουν τον 42χρονο πολιτικό δεν αμφιβάλουν ότι είχε σχεδιάσει προσεκτικά τη στάση του και τα λόγια του, έτσι ώστε να εξυπηρετούν τον στόχο που έχει θέσει εκ των προτέρων. Στην πολιτική του πορεία, άλλωστε, έχει αποδείξει πως δεν λειτουργεί συναισθηματικά και δεν διστάζει να κάνει τις επιλογές εκείνες – σε θέσεις και πρόσωπα – που θα τον φέρουν πιο κοντά στην κορυφή, από τον πιο σύντομο δρόμο.
Η τακτική του έχει αποδειχθεί επιτυχής – σε συνδυασμό, φυσικά, με τις αναμφισβήτητες πολιτικές του ικανότητες, που τον κάνουν να ξεχωρίζει από τους πολιτικούς της νέας γενιάς. Δεν είναι τυχαίο ότι το 1996, σε ηλικία μόλις 17 ετών, έγινε επικεφαλής της νεολαίας του FDP στη Βόρεια Ρηνανία-Βεστφαλία, έχοντας ενταχθεί στο κόμμα μόλις ένα χρόνο νωρίτερα.
Πολύ γρήγορα ανελίχθηκε στην ηγεσία του κόμματος στο ισχυρότερο κρατίδιο της Γερμανίας, εξελέγη στην τοπική βουλή σε ηλικία 21 ετών και από εκεί άνοιξε τον δρόμο του για την εκλογή του στην Bundestag, το 2009. Εκείνη την περίοδο, μάλιστα, επέλεξε ο ίδιος για τον εαυτό του το παρατσούκλι «Μπάμπι», από το ομώνυμο ελαφάκι της σειράς της Disney, που τον συνοδεύει ως σήμερα.
Ο «βομβιστής» του 2017
Όλα αυτά, βεβαίως, ελάχιστα ενδιαφέρουν τους Γερμανούς και τους Ευρωπαίους. Αυτό που τους νοιάζει και τους «καίει» είναι τι πολιτική θα εφαρμόσει από τη νευραλγική θέση την οποία θα κατέχει στη νέα κυβέρνηση – την οποία, άλλωστε, είχε εξαρχής ξεκαθαρίσει πως ήθελε: Του υπουργού Οικονομικών.
Η αλήθεια είναι πως, θεωρητικά τουλάχιστον, θα μπορούσε να την έχει πάρει από το 2017, όταν συμμετείχε στις διαπραγματεύσεις για σχηματισμό κυβέρνησης τύπου «Τζαμάικα» με τους Χριστιανοδημοκράτες της Ανγκελα Μέρκελ και τους Πράσινους. Ήταν αυτό, όμως, που τότε αποφάσισε να τις τινάξει στον αέρα, λέγοντας το περίφημο «είναι προτιμότερο να μην κυβερνάς από το να κυβερνάς λάθος».
Αν και ελάχιστοι γνωρίζουν τι ακριβώς είχε τότε στο μυαλό του ο Λίντνερ, δεν χωράει αμφιβολία πως εάν ήλπιζε πως με τη στάση του αυτή θα αύξανε σημαντικά το εκλογικό ποσοστό του FDP, έπεσε έξω: Στις εκλογές του Σεπτεμβρίου, το κόμμα του κατάφερε να ενισχυθεί κατά μόλις 0,8 μονάδες, χωρίς να εμφανίσει ιδιαίτερη δυναμική.
Σε κάθε περίπτωση, ο ίδιος καταλήγει, όπως όλα δείχνουν, σε ένα θώκο που πάντα επιθυμούσε – μέχρι τον επόμενο, καθώς οι φιλοδοξίες του είναι υψηλότερες. Από εκεί, ακόμη και αν ήθελε, δεν θα μπορεί να… κοροϊδέψει κανέναν – και πάντως, σίγουρα όχι τον Σολτς, ο οποίος τον κατείχε για την προηγούμενη τετραετία.
Ο «παλιός» και ο «νέος» Λίντνερ
Η στάση που θα τηρήσει ο Λίντνερ θα έχει άμεσο αντίκτυπο στα οικονομικά της Γερμανίας και στην πορεία της ΕΕ και της ευρωζώνης. Γι’ αυτό και, εδώ και κάποιο διάστημα και ειδικά μετά τη λήξη των εκλογών, βλέπουμε έναν πολιτικό πιο «μετρημένο», που φροντίζει να διαθέτει περιθώρια ελιγμών για να αντιμετωπίσει τις δύσκολες περιστάσεις.
Ο «παλιός» Λίντνερ, για παράδειγμα, πιθανώς δεν θα συμφωνούσε στην αύξηση του κατώτατου ημερομισθίου για τους εργαζόμενους στη Γερμανία στα 12 ευρώ, με το επιχείρημα πως τα δημοσιονομικά είναι «σφιχτά» και ο κίνδυνος του πληθωρισμού μεγάλος. Δεν θα έδινε, επίσης, το πράσινο φως για να προχωρήσει η τραπεζική ένωση στην ευρωζώνη, έστω και υπό όρους, όπως αυτή προβλέπεται στο σύμφωνο των τριών κυβερνητικών εταίρων. Ούτε, βεβαίως, θα άφηνε «χαραμάδα» για την έκδοση και νέων ευρωομολόγων, εφόσον αυτό κριθεί αναγκαίο.
Κι όμως, ο «κυβερνητικός» Λίντνερ τα έκανε όλα, ενώ ως βασική του κατάκτηση παρουσιάζει την επιστροφή του «φρένου του χρέους» (κάτι, όμως, που ήθελε και ο Σολτς) και τη δέσμευση της νέας κυβέρνησης να μην υπάρξουν φορολογικές αυξήσεις.