Με τον όρο Greenfingers ή αλλιώς Πράσινοι Δάκτυλοι παρομοιάζονται μερικοί μεγιστάνες ανά τον κόσμο, οι οποίοι συγκεντρώθηκαν και συζήτησαν ιδέες για νέες τεχνολογίες με σκοπό, μεταξύ άλλων, την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής.
Σύμφωνα με δημοσίευμα των Financial Times, τον Φεβρουάριο του 2009, ο Τζέιμς Γουίλσντον συμμετείχε σε ένα συνέδριο στο Σικάγο, όταν έλαβε ένα τηλεφώνημα με μια ενδιαφέρουσα πρόσκληση. Το πρόσωπο που τον καλούσε ήλπιζε ότι ο διευθυντής του Τζέιμς Γουίλσντον, ο πρόεδρος της Βασιλικής Εταιρείας του Λονδίνου, θα μπορούσε να επισκεφθεί το νησί Necker του Ρίτσαρντ Μπράνσον, εκεί όπου ο μεγιστάνας συγκέντρωνε μια επιστημονική και οικονομικά ισχυρή ομάδα για μια νέα πρωτοβουλία, το «Carbon War Room».
Όταν ο πρόεδρος αρνήθηκε, ο Τζέιμς Γουίλσον πήγε στη θέση του. Ταξίδεψε αεροπορικώς από το Σικάγο στο Μπιφ Άιλαντ. Λίγο αργότερα, βρέθηκε στο σαλόνι του Ρίτσαρντ Μπράνσον ανάμεσα στους ιδρυτές του Skype, της Microsoft και της Dutch postcode lottery (η μεγαλύτερη φιλανθρωπική λοταρία στην Ολλανδία). Παρόντες ήταν και αρκετοί άλλοι επιστήμονες, διαχειριστές κεφαλαίων αλλά και η σχεδιάστρια μόδας, Βίβιαν Γουέστγουντ.
Ο Ρίτσαρντ Μπράνσον τους είχε συγκεντρώσει όλους θέλοντας να σχηματίσει μία ομάδα κρούσης για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής. Ακολούθησε μια σειρά από συζητήσεις σχετικά με το τι μπορεί ή δεν μπορεί να γίνει για την επίλυση της υπερθέρμανσης του πλανήτη. Ο Ρίτσαρντ Γουίλσον εντυπωσιάστηκε από το ενδιαφέρον των οικονομικά ισχυρών συνομιλητών του για θέματα-παρεμβάσεις μεγάλης έκτασης για το κλίμα. Ωστόσο δεν ήταν βέβαιος αν τα εν λόγω μεγαλεπήβολα σχέδιά τους μπορούσαν να υλοποιηθούν.
Οι Greenfingers και το όραμά τους για τη διάσωση του πλανήτη
Σύμφωνα με τους Financial Times, το σχέδιο του Ρίτσαρντ Μπράνσον ήταν ιδιαιτέρως πρωτότυπο, καθώς αφορά σ’ έναν μεγιστάνα που θέλει απλώς να σώσει τον πλανήτη από τις βιομηχανίες και τα συστήματα, τα οποία σε πολλές περιπτώσεις συνέβαλαν ώστε τόσο ο ίδιος όσο και κάποιοι άλλοι να γίνουν βαθιά πλούσιοι. Μάλιστα, ο αρθρογράφος του δημοσιεύματος υποστηρίζει πως καθώς ο Τζέιμς Γουίλσον του διηγούνταν την ιστορία του Carbon War Room στο τηλέφωνο, μία λέξη του έκανε ιδιαίτερη εντύπωση: Greenfinger (Πράσινος δάκτυλος).
Πρόκειται για όρο που επινόησε ο εμπειρογνώμονας για το κλίμα Ντέιβιντ Βίκτωρ. Στη συνέχεια, αναφέρεται ότι έχει αλλάξει κατά πολύ το ενδιαφέρον για την προστασία του πλανήτη και την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, καθώς αρκετοί από τους μεγιστάνες ανά τον κόσμο διαθέτουν ένα αντίστοιχο όραμα. Ανάμεσα σ’ αυτούς, ο Έλον Μασκ, με περιουσία 225 δισ. δολάρια, ο οποίος έχει υποσχεθεί 100 εκατ. δολάρια στους νικητές του XPrize για τη δέσμευση του άνθρακα. Ο Τζορτζ Σόρος, με περιουσία 7,16 δισ. δολάρια, ο οποίος θέλει να ξαναπαγώσει την Αρκτική. Ο Τζεφ Μπέζος, με περιουσία 153 δισ. δολάρια, ο οποίος ανακοίνωσε πως 10 δισ. δολάρια από το Bezos Earth Fund, θα δοθούν για παρόμοιες επιχορηγήσεις.
Τα δυνητικά οφέλη από όλη αυτή τη χρηματοδότηση είναι τεράστια. Ο Τζέιμς Γουίλσον είναι διευθυντής του Ινστιτούτου Research on Research, το οποίο εργάζεται για τη βελτίωση της δημόσιας έρευνας και ανάπτυξης. Ο ίδιος διατηρεί τις επιφυλάξεις του ως προς τους χρηματοδότες, ενώ επιμένει πως αυτό που χρειάζεται είναι ένα «ισχυρό χρηματοδοτούμενο και ασφαλές ερευνητικό σύστημα» που θα διαθέτει την ικανότητα να στρέφεται στα μεγάλα προβλήματα, όταν αυτά προκύπτουν.
Οι τωρινοί φορείς χρηματοδότησης είναι απόλυτα ικανοί να στραφούν προς τις προκλήσεις, οι οποίες προκύπτουν ξαφνικά, όπως ήταν ο Covid-19, το 2021. Μάλιστα, ορισμένοι ερευνητές παρατήρησαν σημαντική άνοδο της φιλανθρωπικής χρηματοδότησης, καθώς οι δωρητές είχαν συσσωρευτεί.
Σύμφωνα με το δημοσίευμα, ο Φίλιππα Λέντζος, ειδικός σε θέματα βιοασφάλειας και αναπληρωτής καθηγητής στο King’s College του Λονδίνου, ο οποίος εργάζεται σε θέματα διαχείρισης βιολογικών κινδύνων και ελέγχου βιολογικών όπλων, δήλωσε πως «υπάρχει σαφές όφελος από όλο αυτό καθώς τα κεφάλαια με φιλανθρωπικό σκοπό έχουν κατακλύσει την αγορά». Την ίδια ώρα όμως, σημειώνεται ανισορροπία των ερευνητικών κονδυλίων, καθώς κανείς δεν φαίνεται να γνωρίζει πόσα χρήματα από ιδιώτες καταλήγουν στη δημόσια έρευνα και ανάπτυξη. Ακόμα και το υπουργείο Επιστημών του Ηνωμένου Βασιλείου αλλά και το Εθνικό Ίδρυμα Επιστημών των ΗΠΑ δεν παρακολουθούν την κίνηση αυτών των κεφαλαίων, διότι η διαδρομή που ακολουθείται, κυρίως μέσω φιλανθρωπικών ιδρυμάτων, εταιριών περιορισμένης ευθύνης κι άλλα παρεμφερή, καθιστά τον έλεγχο πολύ περίπλοκο.
Στο επίκεντρο η αντιμετώπιση της ηλιακής ακτινοβολίας
Η πιο ενδιαφέρουσα και ελκυστική ιδέα που συζητήθηκε κατά τη συγκέντρωση των μεγιστάνων, οι οποίοι φιλοδοξούν να γίνουν Greenfingers (Πράσινοι Δάκτυλοι) αφορούσε στη διαχείριση της ηλιακής ακτινοβολίας (SRM). Πρόκειται για ένα μεγαλεπήβολο σχέδιο, βάσει του οποίου θα επιτευχθεί ο ψεκασμός λεπτών αερολυμάτων στην ανώτερη ατμόσφαιρα, πιθανότατα από έναν στόλο αεροπλάνων, με αποτέλεσμα να εξασθενεί ελαφρώς η ζεστή ηλιακή ακτινοβολία και έτσι, να ψύχεται η ατμόσφαιρα.
Σύμφωνα με το δημοσίευμα, αυτή ήταν η κυριότερη ιδέα για την οποία ο Τζέιμς Γουίλσον ενημέρωσε το Carbon War Room στην πολυτελή κατοικία του Ρίτσαρντ Μπράνσον. Η εν λόγω ιδέα θα απαιτεί δισεκατομμύρια δολάρια, αλλά είναι μακράν η φθηνότερη επιλογή που προτάθηκε.
Τα μεγάλα βήματα στην τεχνολογία και οι ιδιωτικές χρηματοδοτήσεις
Υπενθυμίζεται πως μεγάλα βήματα στην τεχνολογία επιτεύχθηκαν χάρη σε χρηματοδοτήσεις από ιδιώτες. Για παράδειγμα, ο γεωπόνος Νόρμαν Μπόρλαγκ χαρακτηρίστηκε ως ήρωας, καθώς συνέβαλε στην ανάπτυξη νέων ποικιλιών σιταριού, κάτι που διπλασίασε ή τριπλασίασε τις αποδόσεις των καλλιεργειών. Μάλιστα, πολλοί πιστεύουν ότι έσωσε εκατομμύρια ανθρώπους στην Ινδία και το Πακιστάν από την πείνα. Αποτέλεσμα της δράσης του ήταν η βράβευσή του με το Νόμπελ Ειρήνης το 1970.
Επίσης, αξίζει να αναφερθεί η περίπτωση της Λίλιαν Λίνκολν Χάουελ. Όταν το Συμβούλιο Ιατρικών Ερευνών του Ηνωμένου Βασιλείου αρνήθηκε να συναινέσει σε εργασίες για την εξωσωματική γονιμοποίηση το 1971, η Αμερικανίδα φιλάνθρωπος Λίλιαν Λίνκολν Χάουελ υποστήριξε τους πρωτοπόρους Έντουαρντς, Στέπτοου και Πέρντι. Η στάση της αναγνωρίστηκε μετά τον θάνατό της το 2014.
Ίσως όμως το πιο εντυπωσιακό να είναι η περίπτωση της Νταμ Φάνυ Χιούστον. Τη δεκαετία του 1930 η Supermarine, κατασκευάστρια εταιρεία υδροπλάνων βρισκόταν στα πρόθυρα της εγκατάλειψης του νέου της σχεδίου, διότι η βασιλική πολεμική αεροπορία χαρακτήρισε υποτιμητικά τα υδροπλάνα ως «φρικιαστικές μηχανές» που καίνε χρήματα. Η Νταμ Φάνυ Χιούστον όμως, η δεύτερη πλουσιότερη γυναίκα της Αγγλίας, τους έκοψε μία επιταγή, λύνοντας όλα τα οικονομικά προβλήματα.
Οι κίνδυνοι, τα προβλήματα και το πλάνο των ΗΠΑ
Πολλοί ειδικοί θεωρούν ότι η ηλιακή ακτινοβολία φέρει πληθώρα κινδύνων. Η επένδυση λοιπόν, σε ένα τεχνολογικό μοντέλο για την αντιμετώπισή της θα μπορούσε να συμβάλλει δραστικά στη συσσωρευμένη θέρμανση που σημειώνεται τα τελευταία χρόνια. Την ίδια ώρα όμως, οι πιθανότητες συναίνεσης από την παγκόσμια κοινότητα φαίνεται να είναι λιγοστές. Ωστόσο η κυβέρνηση των ΗΠΑ ανακοίνωσε το δικό της πενταετές ερευνητικό πρόγραμμα για τις «κλιματικές παρεμβάσεις».
Σύμφωνα με το δημοσίευμα των Financial Times, ο Ντέιβιντ Κιθ, κλιματολόγος του Χάρβαρντ με 30ετή πείρα, του οποίου η έρευνα για την ηλιακή ακτινοβολία υποστηρίχθηκε από χρηματοδότες μεταξύ των οποίων και ο Μπιλ Γκέιτς, ανέφερε πως ενώ «η τεχνολογία υπάρχει για ορισμένες μορφές γεωμηχανικής», τα επιχειρήματα σχετικά με την ανάπτυξη αφορούν τις κυβερνήσεις. Επίσης, επισήμανε πως τα κεφάλαια του Μπιλ Γκέιτς είχαν «υπέρμετρη επιρροή» κατά της ελονοσίας και του HIV. Οι αντίπαλοι όμως επιμένουν ότι η ηλιακή ακτινοβολία είναι πολύ επικίνδυνη ακόμη και για έρευνα, και τα επιχειρήματά τους είναι τόσο ισχυρά όσο και τρομακτικά.
Από την πλευρά του, ο Φρανκ Μπιέρμαν, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Ουτρέχτης, ανησυχεί ότι ακόμη και η συζήτηση για την ανάπτυξη μίας τέτοιας τεχνολογίας σημαίνει ότι την εξομαλύνουμε. Σημείωσε πως «το πρόβλημα με την ανάπτυξη μιας τέτοιας τεχνολογίας είναι ότι δεν ξέρεις ποιος τελικά θα τη χρησιμοποιήσει». Επισημάνει παράλληλα πως «η συζήτηση σχετικά με τη συγκεκριμένη τεχνολογία, που θα είναι διαθέσιμη το 2040 ή το 2050, μπορεί να έχει ανατριχιαστικό αποτέλεσμα, όσον αφορά το τι πρέπει να γίνει για τη μείωση των εκπομπών». Και προσθέτει πως «και εδώ υπάρχει ένα τεράστιο κενό ευθύνης».
Με πληροφορίες από Financial Times