Κίνα: Το συνέδριο της κυριαρχίας του Σι Τζινπίνγκ

Το 20ο συνέδριο του Κομμουνιστικού Κόμματος Κίνας θα επικυρώσει την κυριαρχία του Σι Τζινπίνγκ στην πολιτική ζωή αυτής της χώρας

Το Κομμουνιστικό Κόμμα Κίνας μπορεί να ηγείται της δεύτερης μεγαλύτερης καπιταλιστικής οικονομίας του κόσμου, όμως δεν παύει να έχει όλες τις τελετουργίες των ιστορικών κομμουνιστικών κομμάτων, συμπεριλαμβανομένης και της κεντρικότητας των κομματικών συνεδρίων ως των σημείων όπου συγκεφαλαιώνεται η εκάστοτε γραμμή για την επόμενη περίοδο.

Αυτό αποδίδει και τη σημασία του 20ου Συνεδρίου του Κομμουνιστικού Κόμματος Κίνας. Ένα συνέδριο που όπως άλλωστε πάντοτε συνέβαινε με τέτοιες διαδικασίες περισσότερο θα επικυρώσει αποφάσεις, παρά θα τις συζητήσει, καθώς η πολιτική διαδικασία σε όλα τα επίπεδα έχει προηγηθεί.

Ωστόσο, ακόμη και έτσι η διαφαινόμενη απόφαση να έχει ακόμη μια θητεία ο γενικός γραμματέας του ΚΚΚ, πρόεδρος της χώρας και επικεφαλής της πανίσχυρης στρατιωτικής επιτροπής που έχει την ευθύνη του Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού Σι Τζινπίνγκ, ο άνθρωπος που κατάφερε να έχει τη μεγαλύτερη συγκέντρωση εξουσίας από την εποχή του Μάο Τσε Τουνγκ, κάτι που καταδεικνύει ακριβώς η απόφαση να έχει και τρίτη θητεία, πράγμα που σημαίνει ότι δεν ισχύει πλέον ο κανόνας των δύο θητειών για αυτή την κορυφαία θέση που καθιερώθηκε ακριβώς για να μην υπάρχουν ηγέτες με μεγάλη συγκέντρωση προσωπικής εξουσίας.

 

Η στρατηγική του κόμματος

Το Κομμουνιστικό Κόμμα Κίνας είναι ένα κόμμα που αποτελεί εδώ και δεκαετίες τμήμα της ίδιας της ιστορίας της Κίνας. Κατάφερε να κερδίσει τον «παρατεταμένο λαϊκό πόλεμο» που ουσιαστικά ξεκίνησε στη δεκαετία του 1930, κατορθώνοντας να είναι η πρωτοπόρα δύναμη στην πάλη κατά της Ιαπωνικής κατοχής και στη συνέχεια καταφέρνοντας να κερδίσει την εσωτερική σύγκρουση με τις δυνάμεις του εθνικιστικού Κουομιτάνγκ. Αυτός ο συνδυασμός της κομμουνιστικής αναφοράς με έναν έντονο κινεζικό πατριωτισμό εξηγεί πολλά για την απηχησή του. Η πρώτη μεγάλη φάση της ιστορίας του σφραγίστηκε από την προσωπικότητα του Μάο Τσε Τουνγκ και τη δική του αντίληψη για μια συνεχή προσπάθεια επαναστατικοποίησης των κοινωνικών σχέσεων, με αποκορύφωμα την Πολιτιστική Επανάσταση (1966-1976).Οι διάδοχοι και κυρίως ο Ντενγκ Σιάο Πινγκ, ο εμπνευστής ουσιαστικά του «κινεζικού δρόμου για τον καπιταλισμό» θα επεξεργαστούν μια διαφορετική γραμμή που έθετε ως πρώτη προτεραιότητα την οικονομική – δηλαδή καπιταλιστική – ανάπτυξη ως προϋπόθεση για έναν όχι ακόμη ώριμο σοσιαλισμό παράλληλα με την διατήρηση του ισχυρού ελέγχου του κόμματος, όπως φάνηκε και στην αιματηρή καταστολή των κινητοποιήσεων στην Τιεν αν Μεν το 1989.

Το αποτέλεσμα ήταν η Κίνα να έχει φρενήρεις ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης, αλλά και πολύ μεγάλες κοινωνικές ανισότητες. Να είναι ατμομηχανή της παγκόσμιας ανάπτυξης, αλλά και να έχει τεράστια προβλήματα διαφθοράς. Να γίνεται δεκτή στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου, αλλά στο εσωτερικό της να παραμένει ιδιαίτερα αυταρχική.

Η εποχή Σι σφραγίστηκε από την προσπάθεια όλες αυτές οι δυναμικές να μπουν σε μια πιο στρατηγική κατεύθυνση και να υπάρξει μια συνολικότερη αναβάθμιση της θέσης της Κίνας. Αυτό φάνηκε στη στρατηγική «μία ζώνη, ένας δρόμος» που έδωσε ιδιαίτερη βαρύτητα στη δημιουργία μεγάλων διαδρόμων εμπορίου και επενδύσεων, αλλά και στη διαρκή ενίσχυση των κινεζικών ενόπλων δυνάμεων, ώστε να αρχίσουν να αποκτούν τα χαρακτηριστικά μιας «υπερδύναμης».

Την ίδια περίοδο τέθηκαν δύο στόχοι  που θα έπρεπε να επιτευχθούν πριν τη συμπλήρωση 100 ετών από τη νίκη της Κινεζικής Επανάστασης το 1949. Ο πρώτος ήταν να γίνει η Κίνα μια «μετριοπαθώς ευημερούσα κοινωνία», που θεωρήθηκε ότι είχε επιτευχθεί ήδη το 2021 και ο δεύτερος είναι «να εξελιχθεί η Κίνα σε μα μεγάλη σύγχρονη σοσιαλιστική χώρα που είναι ευημερούσα, δημοκρατική, πολιτιστικά προηγμένη, αρμονική κα όμορφη μέχρι τα μέσα του 21ου αιώνα».

Τα ανοιχτά ερωτήματα

Ωστόσο, εάν ο στόχος για μια «αρμονική κοινωνία», ένα άλλο από τα συνθήματα της εποχής Σι, φαντάζει πιο εφικτός, δηλαδή μια προσπάθεια για μικρότερες ανισότητες και κοινωνικές συγκρούσεις, ο στόχος για «σοσιαλισμό» φαντάζει αρκετά πιο ασαφής για μια κοινωνία που παραμένει βαθιά καπιταλιστική και αγοραία.

Ακόμη και οι παρεμβάσεις που έχουν γίνει επί των ημερών του Σι όπως είναι οι εκστρατείες κατά της διαφθοράς, η προσπάθεια να περιοριστεί η μεγάλη ισχύς των τεχνολογικών γιγάντων που επεκτείνονται και στον χώρο της ψηφιακής τραπεζικής (βλ. τη σύγκρουση με τον Τζακ Μα της Alibaba), ή η άρνηση να συντηρηθούν οι μεγάλες «φούσκες» στο χώρο των ακινήτων, παραπέμπουν περισσότερο σε επιμέρους παρεμβάσεις παρά σε «αντικαπιταλιστική» στρατηγική.

Και βέβαια, υπάρχει το ερώτημα για το τι σημαίνει «δημοκρατική». Γιατί μπορεί το ΚΚΚ να είναι ένας οργανισμός που ένα από τα πράγματα που διακηρύττει ότι κάνει είναι να «ακούει» την κινεζική κοινωνία και τις ανάγκες, εντούτοις στην πράξη αυτό το «ακούει» παραπέμπει πολύ περισσότερο στον τεράστια έκτασης μηχανισμό επιτήρησης και κοινωνικού ελέγχου που έχει διαμορφώσει. Όμως, φαίνεται ότι ακόμη και έτσι δεν επιλύεται το πρόβλημα των διαμαρτυριών, η απάντηση στις οποίες δείχνει να είναι μια σκλήρυνση του αυταρχικού ελέγχου.

Αντίστοιχα, παρά τις αναφορές σε γενική βελτίωση του βιοτικού επιπέδου, που είναι όντως εντυπωσιακή εάν αναλογιστεί κανείς το σημείο αφετηρίας της Κίνας αμέσως μετά την επανάσταση, αυτό δεν απαντά στο πρόβλημα ότι για παράδειγμα ο ιδιότυπος «κινεζικός νεοφιλελευθερισμός υπό κομμουνιστικό περίβλημα» διαμόρφωσε μια συνθήκη όπου αυτό που θα λέγαμε «κοινωνικό κράτος» παραμένει ένα ζητούμενο.

Οι προκλήσεις στην οικονομία

Πλευρά της στρατηγικής του ΚΚΚ είναι και η διατήρηση μιας σημαντικής οικονομικής ανάπτυξης τα επόμενα χρόνια. Παρότι είναι σαφές ότι η κινεζική ηγεσία δεν έχει πια στόχους μόνο «ποσοτικής» μεγέθυνσης αλλά και ποιοτικών τομών, εντούτοις οι προκλήσεις είναι μεγάλες.

Αρκεί να αναλογιστούμε ότι η Κίνα επιδιώκει μέχρι τα μέσα του αιώνα να πετύχει ταυτόχρονα την Πράσινη Μετάβαση, το να γίνει η πιο καινοτόμα τεχνολογική δύναμη, αλλά και αποκτήσει κοινωνικά χαρακτηριστικά «αναπτυγμένης χώρας».

Την ίδια ώρα έχει να αντιμετωπίσει σοβαρά προβλήματα ανισομέρειας στο παραγωγικό της δυναμικό, επενδύσεις που αποδείχτηκαν άσκοπές (π.χ. στον στεγαστικό τομέα) και βεβαίως όλο το πρόβλημα του να καλύψει το τεχνολογικό κενό που έχει εν μέσω αμερικανικών κυρώσεων που κατεξοχήν στοχεύουν τις τεχνολογίες αιχμής, με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα τα τσιπ τελευταίας γενιάς αλλά και την τεχνολογία για να μπορούν να τα εκτυπώνουν.

Σε αυτό το φόντο δεν πρέπει να υποτιμήσουμε τον αντιφατικό απολογισμό της πανδημίας. Η Κίνα επέλεξε μια στρατηγική zero-covid που όμως είχε το τίμημα σοβαρών αναταράξεων στην οικονομία και από ένα σημείο και μετά και κοινωνικής δυσαρέσκειας, θέτοντας σε δοκιμασία την εικόνα ενός κόμματος που μπορεί να είναι πάντα αποτελεσματικό.

Οι προκλήσεις στην εξωτερική πολιτική

Ο Σι Τζινπίνγκ έχει επιλέξει μια αρκετά πιο εθνικιστική ρητορική ακόμη και για ένα κόμμα με έντονα «πατριωτικό» τόνο. Αυτό αναλογεί και σε μια εξωτερική πολιτική που διεκδικεί αναβαθμισμένο ρόλο για την Κίνα, θεωρεί ότι το θέμα της Ταϊβάν μπορεί να λυθεί μόνο με τους όρους που θέτει η Κίνα και αντιμετωπίζει όλο και πιο ανταγωνιστικά τις ΗΠΑ (που την ίδια στιγμή ολοένα και περισσότερο αντιμετωπίζουν την Κίνα ως δυνητική απειλή).

Επιπλέον, η Κίνα ήδη δείχνει να παρασύρεται μέσα στην ολοένα και εντεινόμενη παγκόσμια διαίρεση με καταλύτη τον πόλεμο στην Ουκρανία. Άλλωστε, έχει επιλέξει να παραμείνει στο πλευρό της Ρωσίας.

Μόνο που την ίδια στιγμή τα σχέδια για την οικονομική και τεχνολογική ανάπτυξη θα προϋπέθεταν μια λιγότερο εμπόλεμη παγκόσμια συνθήκη, έστω και εάν εν μέρει ο ανταγωνισμός με τις ΗΠΑ και οι κυρώσεις από τις τελευταίες λειτουργούν και ως ώθηση για επιτάχυνση πολιτικών τεχνολογικής αυτάρκειας.

Ωστόσο, σε κάθε περίπτωση η κλιμάκωση μιας πραγματική αντιπαλότητας με τη λύση είναι ένα στοιχείο όντως αρκετά διαφορετικό σε σχέση με όλη την περίοδο που αφετηρία της έχει – ας μην το ξεχνάμε – την επιλογή του Ρίτσαρντ Νίξον να προσεγγίσει την Κίνα ως προσπάθεια διαμόρφωσης συσχετισμού απέναντι στην τότε ΕΣΣΔ.

Τα όρια της παντοδυναμίας

Στα δυτικά ΜΜΕ κυριαρχεί μια ορισμένη ανησυχία για το εάν η παντοδυναμία του Σι θα εξελιχθεί σε μια επισφάλεια για την Κίνα. Σύμφωνα με αυτό το σχήμα, το ότι καταργούνται οι κανόνες για τον περιορισμό της θητείας σε αυτό παραπέμπει. Ωστόσο, την ίδια στιγμή μια τέτοια ανάγνωση παραβλέπει ότι ανεξάρτητα της εικόνας που δημιουργείται – και στην Κίνα δεν σταμάτησε να υπάρχει μια παράδοση δημιουργίας της «εικόνας» του ηγέτη – πάντα υπάρχει ένας ολόκληρος και σύνθετος μηχανισμός αποφάσεων, συχνά αρκετά αδιαφανής προς τα έξω, αλλά παρ’ όλα αυτά υπαρκτός, που σημαίνει ότι συχνά ο Σι είναι περισσότερο μια μετωνυμία για μια ολόκληρη στρατηγική και πρακτική και όχι μια «ατομική» εξουσία.

Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν έχει ενδιαφέρον να δούμε εάν και σε ποιο βαθμό, έστω και σε αυτό το εξαιρετικά «φιλτραρισμένο» σύστημα κομματικών διεργασιών, θα υπάρξουν αντιδράσεις και σε ποια κατεύθυνση σε αυτή την όντως εντυπωσιακή συγκέντρωση εξουσίας