Ο τελευταίος ηγέτης της Σοβιετικής Ένωσης Μιχαήλ Γκορμπατσόφ οδηγήθηκε στην τελευταία του κατοικία το μεσημέρι του Σαββάτου. Στην κηδεία του έδωσαν το παρών χιλιάδες Ρώσοι που ήθελαν να αποτίσουν φόρο τιμής στον εκλιπόντα.
Μάλιστα η εικόνα που έκανε πολύ γρήγορα τον γύρο του κόσμου ήταν τη στιγμή που η κόρη του Irina Viganskaya τον αγκάλιασε για τελευταία φορά λίγο πριν ταφεί δίπλα στη σύζυγό του Ραΐσα.
Η νεκρώσιμη ακολουθία τελέστηκε στο Pillar Hall μία πολυτελή έπαυλη του 18ου αιώνα κοντά στο Κρεμλίνο, η οποία χρησιμοποιοείται για τις κρατικές κηδείες από την εποχή της Σοβιετικής Ένωσης, ενώ ο μεγάλος απών ήταν ο Βλαντιμίρ Πούτιν ο οποίος είχε δηλώσει ότι δεν ήταν παρών εξαιτίας «ανειλλημένων υποχρεώσεων».
Και ενώ η Ρωσία βρίσκεται απομονωμένη λόγω του πολέμου στην Ουκρανία, ήταν λίγοι οι ξένοι ηγέτες που έδωσαν το παρών στην κηδεία του τελευταίου ηγέτη της Σοβιετικής Ένωσης. Ανάμεσά τους ο πρόεδρος της Ουγγαρίας Βίκτορ Όρμπαν, ενώ εκεί ήταν και ο πρεσβευτής των ΗΠΑ στη Ρωσία Τζον Σάλιβαν. Οι δυο τους άφησαν τριαντάφυλλα δίπλα από το ανοιχτό φέρετρο μέσα στο οποίο βρισκόταν η σορός του Μιχαήλ Γκορμπατσόφ. Παρόντες επίσης ήταν ο Βρετανός και ο Γερμανός πρεσβευτής στη Ρωσία.
Ήρωας στη Δύση, παρίας στη Ρωσία
Ο Γκορμπατσόφ έγινε ήρωας στη Δύση αλλά αποφάσισε να μην επέμβει με στρατιωτική δύναμη όταν ξέσπασαν λαϊκές εξεγέρσεις εναντίον κομμουνιστικών καθεστώτων στις χώρες που ανήκουν στο Σύμφωνο της Βαρσοβίας το 1989 που οδήγησαν στην απελευθέρωση της Ανατολικής Ευρώπης, την πτώση του Σιδηρού Παραπετάσματος, το τέλος του Ψυχρού Πολέμου και την επανένωση της Γερμανίας.
Το Σύμφωνο της Βαρσοβίας δημιουργήθηκε στις 14 Μαίου του 1955 ως απάντηση στο ΝΑΤΟ, λήταν η στρατιωτική συμμαχία επτά κομμουνιστικών χωρών απέναντι στην Βορειοαταλαντική Συμμαχία που είχε συγκροτηθεί το 1949 στην Ουάσιγκτον μεταξύ των ΗΠΑ και 12 ευρωπαικών χωρών.
Αφορμή του συγκεκριμένου εγχειρήματος αποτέλεσε ο φόβος της πιθανής απειλής από τις χώρες της δύσης και κυρίως από την απειλή της Δυτικής Γερμανίας, η οποία πρόσφατα είχε ανακτήσει το δικαίωμα στρατιωτικού εξοπλισμού. Έτσι, οι χώρες με κομμουνιστικά καθεστώτα σε κεντρική και ανατολική Ευρώπη οργάνωσαν μια στρατιωτική συμμαχία, η οποία είχε κατά κύριο λόγο αμυντικό χαρακτήρα, με την ονομασία Σύμφωνο της Βαρσοβίας.
Κι ενώ θεωρείτο ήρωας στη Δύση, έγινε παρίας στην ίδια την πατρίδα του. Αρχίζει και ξεχνιέται στη χώρα του ότι στόχος του δεν ήταν απαραίτητα να διαλύσει την κομμουνιστική Σοβιετική Ένωση. Από πολλές απόψεις, η θητεία του ταυτίστηκε από δεκαετίες οικονομικής παρακμής του κομμουνιστικού συστήματος και τον εξαντλητικό αντίκτυπο μιας κούρσας πυρηνικών εξοπλισμών με τη Δύση.
Αλλά προσπαθώντας να διασώσει το σύστημα, πυροδότησε δυνάμεις που το κατέστρεψαν. Η επιρροή του προκάλεσε συνέπειες που θα μπορούσαν να γίνουν αισθητές ακόμα και την ημέρα του θανάτου του , με τη Μόσχα και τη Δύση να βρίσκονται σε διαμάχη ψυχροπολεμικού χαρακτήρα.
Στο εσωτερικό, ο Γκορμπατσόφ είχε δύο πρωταρχικές ιδέες, το glasnost (πολιτική διαφάνεια της ΕΣΣΔ και την περεστρόικα (αναδιάρθρωση).
Η ταχεία κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, έφερε ακραίες οικονομικές συνθήκες, αταξία και πλήγμα στην εθνική υπερηφάνεια. Όλα αυτά προστέθηκαν στις συνθήκες που τελικά κατέστησαν έναν ισχυρό πολιτικό άνδρα όπως ο Βλαντιμίρ Πούτιν, να γίνει ελκυστικός για πολλούς Ρώσους.
Τη στιγμή που ο Γκορμπατσόφ αρνήθηκε να στείλει τον Κόκκινο Στρατό στην Ανατολική Ευρώπη για να σώσει το κομμουνιστικό μπλοκ, ο Πούτιν βρισκόταν στην KGB της Ανατολικής Γερμανίας και ένιωσε ότι η Μόσχα άρχισε να ερημώνει. Είδε την κατάρρευση της Σοβιετικής Αυτοκρατορίας ως καταστροφή της ιστορίας. Και μόλις ο Πούτιν ανέλαβε την εξουσία, άρχισε να αποκαθιστά το πληγωμένο ρωσικό εθνικό κύρος.
Η διακυβέρνηση του Γκορμπατσόφ είχε και κάποια μελανά σημεία από δυτικής σκοπιάς. Έστειλε τανκς στη Λιθουανία για να συντρίψει τις ελπίδες ανεξαρτησίας στις χώρες της Βαλτικής το 1991, μήνες προτού αποχωρήσει από την εξουσία. Και του απαγόρευσαν την είσοδο στην Ουκρανία επί πέντε χρόνια αφού υποστήριξε την προσάρτηση της Κριμαίας από τον Πούτιν.
Μέχρι, όμως, τις τελευταίες ημέρες της ζωής του ο Γκορμπατσόφ κατήγγειλε τις υπερβολές του Πούτιν και ταξίδευε ανά τον κόσμο προειδοποιώντας για τον κίνδυνο της κατάρρευσης των σχέσεων μεταξύ των δύο κορυφαίων πυρηνικών δυνάμεων του κόσμου.
Το ότι θα τον θυμούνται ως γίγαντα στη Δύση και ως παρία στην πατρίδα του αντικατοπτρίζει το χάσμα στην κατανόηση της κληρονομιάς που αφήνει εμπειρία και δηλητηριάζει ξανά τις σχέσεις Ανατολής-Δύσης.
Ο Γκορμπατσόφ δεν έπαψε ποτέ να θρηνεί την αγαπημένη του σύζυγο, Ράισα, η οποία πέθανε από λευχαιμία το 1999. Τώρα, βρίσκεται κοντά της . Τον περασμένο Ιούνιο, το ρωσικό ειδησεογραφικό portal «Mash» έγραφε ότι ο τελευταίος ηγέτης της Σοβιετικής Ένωσης, Μιχαήλ Γκορμπατσόφ, υποβάλλεται σε αιμοκάθαρση υποφέροντας από σοβαρό πρόβλημα στους νεφρούς.
Aξίζει να σημειωθεί ότι, ο «Γκόρμπι» βρισκόταν υπό ιατρική παρακολούθηση τα τελευταία χρόνια καθώς τα προβλήματα υγείας του κατά καιρούς επιδεινώνονταν.
Όπως ανέφερε η γερμανική εφημερίδα «Bild», ο Γκορμπατσόφ είχε διαβήτη, τον οποίο όμως δεν μπορούσε να ελέγξει, με αποτέλεσμα το 2019 να νοσηλευτεί επί αρκετούς μήνες.
Επιπλέον, τα 90ά του γενέθλια τον Μάρτιο του 2021 τα γιόρτασε σε μία κλινική στη Μόσχα. Στην ίδια κλινική νοσηλεύτηκε κι όταν είχε προσβληθεί από κορωνοϊό.
Ο ηγέτης που απέφυγε να καταφύγει στη βία
Όταν οι διαδηλώσεις υπέρ της δημοκρατίας σάρωσαν το 1989 την κομμουνιστική Ανατολική Ευρώπη, ο Γκορμπατσόφ απέφυγε να καταφύγει στη βία – σε αντίθεση με προκατόχους του που είχαν στείλει τανκς για να καταστείλουν εξεγέρσεις στην Ουγγαρία το 1956 και στην Τσεχοσλοβακία το 1968.
Όμως οι διαδηλώσεις τροφοδότησαν φιλοδοξίες για αυτονομία στις 15 δημοκρατίες της Σοβιετικής Ένωσης, η οποία διαλύθηκε μέσα σε διάστημα δύο ετών με χαοτικό τρόπο. Ο Γκορμπατσόφ πάλεψε μάταια για να αποτρέψει την κατάρρευση της ΕΣΣΔ.
Όταν έγινε γενικός γραμματέας του Σοβιετικού Κομμουνιστικού Κόμματος το 1985, σε ηλικία μόλις 54 ετών, είχε βάλει στόχο να εισάγει περιορισμένες πολιτικές και οικονομικές ελευθερίες, αλλά οι μεταρρυθμίσεις τους ξέφυγαν από τον έλεγχο.
Η πολιτική της «γκλάσνοστ», για τον ανοικτό διάλογο με σκοπό την επίλυση προβλημάτων, επέτρεψε την μέχρι τότε αδιανόητη κριτική στο κόμμα και στο κράτος, ενώ ενθάρρυνε τους εθνικιστές που άρχισαν να πιέζουν για ανεξαρτησία στις δημοκρατίες της Βαλτικής (Λετονία, Λιθουανία, Εσθονία) και αλλού.
«Μας χάρισε την ελευθερία, αλλά δεν ξέραμε τι να την κάνουμε»
Υπέρμαχος της προσέγγισης με τη Δύση, ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ τιμήθηκε με Νόμπελ Ειρήνης το 1990.
Πολλοί Ρώσοι δεν συγχώρησαν ποτέ τον Γκορμπατσόφ για την αναταραχή που προκάλεσαν οι μεταρρυθμίσεις του, θεωρώντας πως η επακόλουθη υποβάθμιση του βιοτικού τους επιπέδου ήταν ένα «πολύ υψηλό τίμημα» που κλήθηκαν να πληρώσουν για τον «εκδημοκρατισμό».
Ο οικονομολόγος Ρουσλάν Γκρίνμπεργκ, ο οποίος επισκέφθηκε στις 30 Ιουνίου τον Μιχαήλ Γκορμπατσόφ στο νοσοκομείο είχε δηλώσει πρόσφατα στο ρωσικό τηλεοπτικό δίκτυο Zvezda: «Μας χάρισε την ελευθερία, αλλά δεν ξέραμε τι να την κάνουμε».
Ποιος ήταν ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ
Είχε γεννηθεί το 1931 στο Πρίβολγε της Σταυρούπολης, γόνος αγροτικής οικογένειας που είχε πατροπαράδοτους δεσμούς με το Κομμουνιστικό Κόμμα. Έγινε μέλος της Κομμουνιστικής Νεολαίας (Κομσομόλ) σε ηλικία μόλις 15 ετών και έγινε δεκτός έξι χρόνια αργότερα στο ΚΚΣΕ, ενώ σπούδαζε νομικά στο Πανεπιστήμιο Λομονόσοφ της Μόσχας.
Πήρε στη συνέχεια την ειδικότητα του γεωπόνου-οικονομολόγου από το Ινστιτούτο Αγροτικής Οικονομίας της Σταυρούπολης. Αργότερα διορίστηκε Γραμματέας της Περιφερειακής Επιτροπής της Σταυρούπολης το 1970 και το 1974 μεταφέρθηκε στη Μόσχα όπου έγινε ο Πρώτος Γραμματέας του Ανωτάτου Σοβιέτ.
Μια σειρά γηραιών βραχύβιων γραμματέων του ΚΚΣΕ μετά τον θάνατο του Λεονίντ Μπρέζνιεφ (ο Γιούρι Αντρόποφ και ο Κονσταντίν Τσερνιένκο), έδειξαν ότι η χώρα έχει βαθύ πρόβλημα που έκρυβε επιμελώς. Στο πλαίσιο μιας ανανέωσης το πολιτικό γραφείο εξέλεξε τον Γκορμπατσόφ ως Γενικό Γραμματέα, το 1985.
Η θητεία, παρά τις υποσχέσεις για μεταρρυθμίσεις, δεν ήταν εύκολη. Το δυστύχημα του Τσερνομπίλ τον Απρίλιο του 1986 ήταν ένα σημείο καμπής. Ο πόλεμος στο Αφγανιστλάν σπαταλούσε πόρους χωρίς αποτέλεσμα. Οι ελλείψεις στο εσωτερικό τεράστιες. Οι ΗΠΑ είχαν εντείνει τον ανταγωνισμό τους με συμβατικά και πυρηνικά όπλα, αλλά και στο διάστημα.
Απολογισμός ενός μεταρρυθμιστή
Η ιστορία έγραφε το έτος 1985 όταν ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ αναδείχθηκε γενικός γραμματέας του Κομμουνιστικού Κόμματος στη Σοβιετική Ένωση και ανέλαβε πρωτοβουλίες για τον πυρηνικό αφοπλισμό, σε συνεργασία με τις ΗΠΑ του Ρόναλντ Ρέιγκαν. Ακολούθησαν πολλά και ιστορικά γεγονότα, τα οποία σε μεγάλο βαθμό φέρουν την υπογραφή του Γκορμπατσόφ: Η Επανένωση της Γερμανίας, την οποία ο ίδιος διαπραγματεύθηκε με τον Χέλμουτ Κολ, ενταφιάζοντας οριστικά τον Ψυχρό Πόλεμο.
Η πολιτική της Περεστρόϊκα («Ανασυγκρότηση») και της Γκλασνόστ («Διαφάνεια»), με την οποία τερματιζόταν η απολυταρχία του κομμουνιστικού καθεστώτος. Ο Γκορμπατσόφ έμεινε στην ιστορία ως ο ηγέτης του Κρεμλίνου που επέτρεψε όχι μόνο την κατάρρευση της Λαϊκής Δημοκρατίας της Γερμανίας (ΛΔΓ) και τελικά την Επανένωση της Γερμανίας, αλλά και την αυτοδιάθεση όλων των χωρών του ανατολικού μπλοκ, το δικαίωμά τους να απαλλαγούν από την κηδεμονία της Μόσχας.
Μέσα σε λίγα χρόνια βίωσε ο ίδιος τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης και την αποσύνθεση μίας αυτοκρατορίας που μόνο η βία θα μπορούσε να αποτρέψει. Ενώ οι Γερμανοί τον υποδέχονται και σήμερα με την προσφώνηση «Γκόρμπι, Γκόρμπι», ενώ γινόταν όλο και πιο δημοφιλής στο εξωτερικό, ο Γκορμπατσόφ γρήγορα έχασε το κύρος και την αξιοπιστία του στην ίδια του την πατρίδα. Έγινε «έρμαιο που χάνει την πρωτοβουλία των κινήσεων» όπως σημειώνει ο συγγραφέας Ίγκνατς Λότσο στη βιογραφία «Γκορμπατσόφ, ο αναμορφωτής», για να προσθέσει ότι «το λάθος του ήταν πως εξακολουθούσε να εμπιστεύεται το κομμουνιστικό κόμμα».
Μέχρι σήμερα, αναφέρει η Deutsche Welle, πολλοί Ρώσοι περιφρονούν τον Γκορμπατσόφ, τον θεωρούν «νεκροθάφτη» της Σοβιετικής Ένωσης, της άλλοτε ακμαίας υπερδύναμης που κατάφερε να νικήσει, να ταπεινώσει και τελικά να καταστρέψει τον χιτλεροφασισμό στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Το τέλος του Γκορμπατσόφ επισφραγίστηκε το 1991, όταν οι τελευταίοι υπερασπιστές της νομενκλατούρας επιχείρησαν να τον ανατρέψουν, αλλά βρήκαν μπροστά τους τον Μπόρις Γιέλτσιν, που εκδίωξε τους επίδοξους πραξικοπηματίες, για να ανέλθει ο ίδιος στην εξουσία ελλείψει άλλης εναλλακτικής λύσης.
Ο πρωτεργάτης της ελευθερίας
Στη βιογραφία του τελευταίου Σοβιετικού ηγέτη ο Λότσο σκιαγραφεί με ιδιαίτερη επιμέλεια την προσωπικότητά του, τον ιδιαίτερο ρόλο της συζύγου του Ραΐσα που έφυγε νωρίς νικημένη από τον καρκίνο, αλλά και την ασυνήθιστη σταδιοδρομία του Γκορμπατσόφ, που ξεκίνησε ως στρυφνός κομματικός αξιωματούχος στη Σταυρούπολη, με όλα τα προνόμια, για να εξελιχθεί σε έναν από τους μεγαλύτερους μεταρρυθμιστές του 20ού αιώνα.
«Ο Γκορμπατσόφ χάρισε την ελευθερία σε 164 εκατομμύρια ανθρώπους», παρατηρεί ο Λότσο και εξηγεί αναλυτικά: «38 εκατομμύρια Πολωνούς, 16 εκατ. Τσέχους και Σλοβάκους, 23 εκατ. Ρουμάνους, 9 εκατ. Βούλγαρους, άλλους τόσους Ούγγρους και βέβαια 16 εκατ. Γερμανούς στη ΛΔΓ». Ωστόσο, ο Γκορμπατσόφ δεν κατάφερε να διατηρήσει την ενότητα της ίδιας της Σοβιετικής Ένωσης. Η απελπιστική κατάσταση της οικονομίας και η χαμηλή τιμή του πετρελαίου γονάτισαν την άλλοτε υπερδύναμη, που ήταν απόλυτα εξαρτημένη από τις εξαγωγές πρώτων υλών στις διεθνείς αγορές. Σε τελική ανάλυση, σημειώνει ο Λότσο, ο Γκορμπατσόφ γνώριζε ελάχιστα πράγματα για την οικονομία, γι αυτό συχνά φαινόταν να διστάζει ή να παλινωδεί.
Την ίδια στιγμή, ο βιογράφος του Γκορμπατσόφ αντικρούει τα στερεότυπα περί ασθενούς προσωπικότητας χωρίς ηγετικά προσόντα, τα οποία επικρατούν μέχρι σήμερα στη Ρωσία για τον τελευταίο ηγέτη της Σοβιετικής Ένωσης.
Περιγράφει παρασκηνιακές συγκρούσεις σε εποχές δύσκολες μετά την στρατιωτική εμπλοκή στο Αφγανιστάν και την πυρηνική καταστροφή του Τσερνομπίλ και υπενθυμίζει ότι ο Γκορμπατσόφ κατάφερε να επιβληθεί στους εσωκομματικούς του αντιπάλους. «Αν πράγματι ήταν τόσο ασθενής προσωπικότητα, δεν θα είχε τύχη απέναντι στους σκληρούς του Κρεμλίνου», επισημαίνει ο Λότσο.
Ως το τέλος ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ παρέμενε μία σημαντική φωνή για το δημοκρατικό κομμάτι της ρωσικής κοινωνίας, αν μη τι άλλο ως συνιδιοκτήτης της εφημερίδας Novaja Gazeta. Κάθε τόσο ο Γκορμπατσόφ επαινούσε την εξωτερική πολιτική του Βλάντιμιρ Πούτιν, το ίδιο έκανε ακόμη και μετά την προσάρτηση της Κριμαίας. Δεν παρέλειπε ωστόσο να ασκεί κριτική για τους χειρισμούς του Ρώσου προέδρου εντός συνόρων και να προειδοποιεί ακόμη και για ενδεχόμενη «διολίσθηση στη δικτατορία», αλλά και για το κίνδυνο ενός πυρηνικού πολέμου Ρωσίας και ΗΠΑ, αυτού που ο ίδιος εργάστηκε να αποτρέψει.