Νέο ισχυρό καμπανάκι για την τουρκική οικονομία, καθώς ο οίκος Moody’s υποβάθμισε τη μακροπρόθεσμη πιστοληπτική της ικανότητα κατά μία βαθμίδα, σε «Β2» -από «Β1», ενώ διατήρησε αρνητικό το outlook. Πρόκειται για ένα ακόμη πλήγμα για την τουρκική οικονομία σε μια συγκυρία όπου διανύει τις δυσκολότερες ημέρες της νεότερης ιστορίας της, με αλλεπάλληλες υποβαθμίσεις, φυγή επενδυτών, αλλά και διαρκή ιστορικά χαμηλά για τη λίρα.
Οι τρεις λόγοι που επικαλείται ο αμερικανικός οίκος για την υποβάθμιση είναι:
- Οι εξωτερικοί κίνδυνοι της χώρας, είναι ικανοί να οδηγήσουν σε μια κρίση στο ισοζύγιο πληρωμών.
- Δεδομένου ότι τα ρίσκα και για το πιστωτικό προφίλ της χώρας εντείνονται, τα θεσμικά όργανα της Τουρκίας φαίνεται να είναι απρόθυμα ή ανήμπορα να αντιμετωπίσουν με αποτελεσματικότητα τις μεγάλες προκλήσεις. Υπάρχει δηλαδή ανεπαρκή λειτουργία αντίδρασης των αρχών, γεγονός που δυσχεραίνει την κατάσταση.
- Τα δημοσιονομικά αποθέματα της Τουρκίας, τα οποία αποτελούσαν κεφαλαιακή «άγκυρα» και πηγή πιστωτικής ισχύος για χρόνια, μειώνονται σε αξιοσημείωτο βαθμό.
Επίσης, οι αναλυτές της Moody’s σημειώνουν πως η υποβάθμιση αντανακλά τα αυξημένα επίπεδα γεωπολιτικού κινδύνου σε διάφορα μέτωπα, όπως τη σχέση με τις Ηνωμένες Πολιτείες, τη σχέση με την Ευρωπαϊκή Ένωση και τις εντάσεις στην Ανατολική Μεσόγειο.
Ο οίκος προσθέτει ότι τα αποθέματα ξένου νομίσματος της Τουρκίας βρίσκονται στο χαμηλό πολλών ετών ως ποσοστό του ΑΕΠ, λόγω των αποτυχημένων προσπαθειών της κεντρικής τράπεζας να υπερασπιστεί τη λίρα από τις αρχές του 2020.
Τα ακαθάριστα συναλλαγματικά αποθέματα (εξαιρουμένου του χρυσού, σύμφωνα με τη μεθοδολογία της Moody’s) ανέρχονται επί του παρόντος στα 44,9 δισεκ. δολάρια (στις 4 Σεπτεμβρίου 2020), έπειτα από μείωση άνω του 40% μείωση από τις αρχές του έτους.
Σύμφωνα με τη Moody’s, το δημόσιο χρέος της Τουρκίας θα αυξηθεί από 32,5% το 2019 σε 42,9% το 2020 και ο δείκτης προσιτότητας του χρέους (ο λόγος των πληρωμών τόκων προς τα έσοδα) θα επιδεινωθεί σε 8,8% το 2020, από 7,3% το 2019 και 5,8% το 2018.
Να σημειωθεί πως κόντρα στην οικονομική λογική και χωρίς καμία διάθεση αναγνώρισης των σοβαρών λαθών που έχουν γίνει τα τελευταία χρόνια και διώχνουν τους ξένους επενδυτές από την Τουρκία, ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν συνεχίζει να τάζει… λαγούς με πετραχήλια στους πολίτες της χώρας του και να οραματίζεται μια νέα περίοδο οικονομικών «θαυμάτων». Μόνο που αυτή τη φορά τα θαύματα είναι fake και οι συνέπειες για επιχειρήσεις και νοικοκυριά καταστροφικές.
Στο ίδιο μήκος κύματος με τον πεθερό του, ο υπουργός Οικονομικών της Τουρκίας, Μπεράτ Αλμπαϊράκ, σε συνέντευξη που έδωσε πριν 3 μέρες στο πρακτορείο Bloomberg, υποστήριξε, μεταξύ άλλων, ότι τα χειρότερα πέρασαν για την τουρκική οικονομία, η ανάκαμψη στο β’ εξάμηνο του 2020 θα είναι τύπου «V» ενώ αν δεν υπάρξει ένα νέο μεγάλο κύμα πανδημίας, το 2021 θα είναι έτος ισχυρής ανάπτυξης της τάξης του 5%.
Ο Αλμπαϊράκ υποστήριξε ακόμη ότι για τη φυγή των ξένων επενδυτών από τη χώρα, την οποία ευτυχώς δεν διέψευσε, ευθύνεται η πανδημία, ενώ για την κατάρρευση των συναλλαγματικών αποθεμάτων της Κεντρικής Τράπεζας, αρκέστηκε να πει ότι η CBRT θα τα ανακτήσει όταν το επιτρέψουν οι συνθήκες. Απέφυγε να απαντήσει δηλαδή. Πάντως, ο γαμπρός του Ερντογάν απέδωσε την ήπια ανάπτυξη του 2018 και την αναιμική ανάπτυξη του 2019 στις «συναλλαγματικές επιθέσεις». Επομένως, πως θα καταφέρει η χώρα να αναπτυχθεί και πάλι με εντυπωσιακούς ρυθμούς όταν η λίρα συνεχίζει να δέχεται επιθέσεις;
Όσο ο Αλμπαϊράκ ανέλυε τη… θαυματουργή οικονομική στρατηγική της Τουρκίας και εκτιμούσε ότι η τουρκική οικονομία θα αποτελέσει εξαίρεση και οι επιδόσεις της δεν θα έχουν σχέση με του υπόλοιπου κόσμου το 2020, η τουρκική λίρα έφτανε σε νέα ιστορικά χαμηλά στις 7,5 λίρες/δολάριο και στις 8,86 λίρες/ευρώ ενώ γινόταν γνωστό ότι ο Ερντογάν έχει… τερματίσει το δανεισμό της κυβέρνησης από την κεντρική τράπεζα.
Στην πραγματική οικονομία, ωστόσο αίσθηση προκαλούσε η είδηση ότι βγαίνει στο σφυρί το πολυτελές ξενοδοχείο Les Ottomans του γνωστού επιχειρηματία Ουνάλ Αϊσάλ. Ο πρώην πρόεδρος της Γαλατασαράι δεν κατάφερε να ανακόψει τη διαδικασία πλειστηριασμού καθώς αδυνατεί να εξυπηρετήσει τις οφειλές του λόγω της τρομακτικής πτώσης της τουρκικής λίρας και των προβλημάτων που προκάλεσε στον τουρισμό ο κορονοϊός. Σημειώνεται ότι το ξενοδοχείο, γνωστό για τη θέση του στο Βόσπορο και τους διάσημους επιχειρηματίες που φιλοξενεί, έχει παραμείνει κλειστό από τον Μάρτιο εξαιτίας της πανδημίας. Η αξία του αποτιμάται στα 440 εκατ. τουρκικές λίρες ή 50 εκατ. ευρώ.
Παράλληλα, η κεντρική Τράπεζα της Τουρκίας είναι ανεξάρτητη, σύμφωνα πάντα με τον Αλμπαϊράκ, το δημόσιο δεν δανείζεται από τις αγορές όχι γιατί το επιτόκιο είναι εξωφρενικό αλλά γιατί ακολουθεί συγκεκριμένη στρατηγική, ενώ η πτώση της τουρκικής λίρας αντί να «πνίξει» τις επιχειρήσεις στην ουσία θα κάνει καλό στην αγορά αφού ενισχύει την ανταγωνιστικότητα των τουρκικών εξαγωγών και του τουρισμού, κλάδοι που θα επιστρέψουν σύντομα σε ευημερία.
Σύμφωνα με τουρκικά δημοσιεύματα, στο υψηλότερο επίπεδο της διακυβέρνησης Ερντογάν και πριν την κρίση του 2001 ανήλθε ο δανεισμός του Δημοσίου από την Κεντρική Τράπεζα της Τουρκίας, καθώς ο τούρκος πρόεδρος προσπαθεί να διατηρήσει ανοιχτά τα κανάλια παροχής ρευστότητας την ώρα που οι επενδυτές συνεχίζουν να εγκαταλείπουν την τουρκική λίρα. Σημειώνεται ότι η CBRT έχει διπλασιάσει το όριο δανεισμού του δημοσίου στο 10% του ισολογισμού της και φέτος διαμορφώνεται στο 9,7%.
Η Κεντρική Τράπεζα αγοράζει κρατικά ομόλογα και τίτλους του ταμείου ανεργίας της χώρας, για να συμβάλλει στη χρηματοδότηση του προγράμματος στήριξης της οικονομίας. Αν συνυπολογιστεί και έμμεσος δανεισμός τότε η CBRT έχει δανείσει στο δημόσιο ποσά που αντιστοιχούν στο 12,6% του ισολογισμού της, όταν πριν λίγα χρόνια περιοριζόταν στο 2%-3%.