Quantcast

Ισραήλ: Οι εκλογές, ο Νετανιάχου, ο Λαπίντ, η Τουρκία και το ενδιαφέρον της Ελλάδας

Τα διλήμματα και οι προεκλογικές υποσχέσεις των κύριων αντιπάλων που αναμετρώνται στις εκλογές στο Ισραήλ

Οι κάλπες στο Ισραήλ κλείνουν στις 10 το βράδυ. Ωστόσο τα exit polls δεν είναι ασφαλή για την πρόβλεψη του αποτελέσματος, όπως σημείωνε στο in μία ώρα πριν τη λήξη της ψηφοφορίας ο δρ Γαβριήλ Χαρίτος ερευνητής του ΕΛΙΑΜΕΠ και του ισραηλινού Ινστιτούτου Μπεν-Γκουριόν, ο οποίος διδάσκει Ιστορία των Πολιτικών Σχέσεων Ελλάδας – Ισραήλ – Κύπρου στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και το Πανεπιστήμιο Μπεν-Γκουριόν του Ισραήλ.

Ως οι κύριοι αντίπαλοι για τη διεκδίκηση του πρωθυπουργικού θώκου και το σχηματισμό κυβέρνησης στο Ισραήλ τα ισραηλινά ΜΜΕ βλέπουν τον νυν υπηρεσιακό πρωθυπουργό, Γιαΐρ Λαπίντ και τον επικεφαλής της αντιπολίτευσης, Μπέντζαμιν Νετανιάχου, ο οποίος θα καταστεί δυνατό να επιστρέψει εάν η συμμαχία του Λικούντ με τα υπερορθόδοξα σιωνιστικά κόμματα καταφέρει να εξασφαλίσει πλειοψηφία 61 εδρών στην επόμενη 25η Κνεσέτ.

 

Λαπίντ ή Νετανιάχου

Σύμφωνα με την ιστοσελίδα Walla News  «το δεξιό μπλοκ του Νετανιάχου εμφανίζεται συσπειρωμένο, σε αντίθεση με το διασπασμένο και διχασμένο κεντροαριστερό μπλοκ του Λαπίντ. Τέσσερα τουλάχιστον κόμματα του μπλοκ Λαπίντ κινδυνεύουν να μην αγγίξουν το αναγκαίο εκλογικό όριο και να μείνουν εκτός βουλής. Ακόμη κι αν ένα από τα τέσσερα αυτά κόμματα δεν τα καταφέρει, είναι πιθανό το μπλοκ Νετανιάχου να επιτύχει την πλειοψηφία των 61 εδρών» που απαιτείται.

Ενώ όπως αναφέρεται σε ανάλυση που δημοσιεύτηκε την Τρίτη στην Jerusalem Post «εάν ο Νετανιάχου αποτύχει να αγγίξει τις 61 έδρες, το ρεαλιστικότερο σενάριο είναι να οδηγηθεί το Ισραήλ σε έκτες εκλογές, με τη χώρα να μένει και πάλι χωρίς προϋπολογισμό και χωρίς τη δυνατότητα να θεσπίσει μακροπρόθεσμες πολιτικές», αφού σύμφωνα με το άρθρο θεωρείται απίθανο το σενάριο  να καταφέρει ο Λαπίντ να «πάρει με το μέρος του τους υπερορθοδόξους, καθώς κάτι τέτοιο θα συνεπάγετο σημαντικές παραχωρήσεις που οι ψηφοφόροι του Yesh Atid μπορεί να μην είναι σε θέση να “χωνέψουν”.

»Εξάλλου ο Λαπίντ δεν θεωρείται καθόλου δημοφιλής στους κύκλους των υπερορθοδόξων, για πολλούς μάλιστα είναι persona non grata. Μια άλλη επιλογή, -με ακόμη λιγότερες πιθανότητες, είναι να “επαναστατήσουν” βουλευτές του Λικούντ κατά του Νετανιάχου και να υποστηρίξουν μια κυβέρνηση υπό τον Λαπίντ. (…) Οπότε, αν ούτε αυτό το σενάριο ευοδωθεί και πριν τη νέα προσφυγή στις κάλπες και τη διεξαγωγή έκτης εκλογικής αναμέτρησης, μια τελευταία επιλογή θα ήταν να ψηφίσει η πλειοψηφία των μελών της Κνεσέτ, ώστε να δοθεί εντολή σχηματισμού κυβέρνησης και σε κάποιον άλλο- πιθανότατα στον Μπένι Γκαντζ, o οποίος θεωρητικά θα είχε τις ίδιες επιλογές με τον Λαπίντ, με πρόσθετο μειονέκτημα το ήμισυ της εκλογικής του δύναμης.

»Ωστόσο, ο Γκαντζ φέρεται να διατηρεί καλύτερες σχέσεις με τα κόμματα των υπερορθοδόξων Εβραίων, ενώ, την ίδια στιγμή, κάποια μέλη του Λικούντ ενδεχομένως θα αισθάνονταν περισσότερο άνετα να ενταχθούν σε έναν συνασπισμό υπό την ηγεσία Γκαντζ, παρότι κι αυτό θα πρέπει να θεωρείται μάλλον απίθανο σενάριο».

Θα κόψει ο Νετανιάχου τους δεσμούς με την Τουρκία;

Οι ισραηλινές εκλογές απασχολούν και την Αθήνα, με το ερώτημα που τίθεται να είναι – μεταξύ άλλων – αν ο Νετανιάχου θα μπορούσε να αλλάξει πολιτική απέναντι στην Τουρκία, σε σχέση με αυτήν της εξομάλυνσης που ακολούθησε η κυβέρνηση Λαπίντ. Ωστόσο όπως επισημαίνει ο Γαβριήλ Χαρίτος ακόμα και αν ο Νετανιάχου δεν επικρότησε τη βελτίωση των σχέσεων με την Τουρκία, μετεκλογικά και εφόσον σχηματίσει κυβέρνηση δεν αναμένεται να κάνει πίσω όσον αφορά την εξομάλυνση. Εκτός και αν υπάρξει κάποιο εξαιρετικά σοβαρό επεισόδιο, όπως αυτό του «Μαβί Μαρμαρά».

Ο Χαρίτος απαντά αρνητικά και στο αν είναι πιθανό ο Νετανιάχου να ακυρώσει τη συμφωνία Λιβάνου – Ισραήλ.

Ο ίδιος σημειώνει δε ότι το εκλογικό αποτέλεσμα αναμένεται να εξελιχθεί σε «ντέρμπι» και μία καλή εικόνα αναμένεται την Τετάρτη το μεσημέρι τουλάχιστον, με τον Λαπίντ να υποστηρίζει πριν κλείσουν οι κάλπες πως η διαφορά θα είναι τόσο μικρή «όσο ένας κόκκος πιτυρίδας».

Αξίζει να σημειωθεί πως όπως επισημαίνει ο Γαβριήλ Χαρίτος, η άνοδος του «Θρησκευτικού Σιωνισμού» οφείλεται στο γεγονός ότι ο Ναφτάλι Μπένετ είχε θυμώσει την δεξαμενή των ψηφοφόρων του που προέρχονται από εποίκους, αφού πριν τις προηγούμενες εκλογές δήλωνε ότι θα συνεργαστεί με Νετανιάχου και στη συνέχεια μεταπήδησε στο αντίπαλο στρατόπεδο.

Υπενθυμίζει ότι ο Μπένετ πριν από την παρούσα εκλογική αναμέτρηση ανακοίνωσε ότι δεν θα λάβει μέρος και σταματά την πολιτική του καριέρα με αποτέλεσμα οι ψηφοφόροι του να μετακινηθούν πιο δεξιά. Σε αυτό αποδίδει και την άνοδο της εθνοθρησκευτικής δεξιάς που από τις 4 – 5 έδρες δείχνουν να φτάνουν τις 12-14 έδρες και να είναι τρίτο κόμμα.

Ο κίνδυνος του «Θρησκευτικού Σιωνισμού»

Ακόμα και αν σε κάποιους στην Ελλάδα η νίκη Νετανιάχου μοιάζει ελκυστική, οι κίνδυνοι που προκύπτουν από την άνοδο του «Θρησκευτικού Σιωνισμού» και της πιθανότητας συνεργασίας του Νετανιάχου μαζί τους για το σχηματισμό κυβέρνησης δεν είναι αμελητέοι. Αναλυτές υπογραμμίζουν ότι ο «Θρησκευτικός Σιωνισμός» θεωρεί περιττό οτιδήποτε μη εβραϊκό στην ισραηλινή πραγματικότητα και αυτό μπορεί να έχει επιπτώσεις και στην ομαλή παρουσία του Πατριαρχείου των Ιεροσολύμων, κάτι που θα έφερνε προ δυσάρεστων εκπλήξεων την Αθήνα.

Να σημειώσουμε άλλωστε ότι η Ελλάδα ποτέ δεν τάχθηκε κατά της εξομάλυνσης των σχέσεων Τουρκίας – Ισραήλ, σημειώνοντας ότι τέτοιες σχέσεις μπορουν ακόμα και να συγκρατούν την Άγκυρα σε κρίσιμες στιγμές, που ίσως απαιτηθεί παρέμβαση για αποκλιμάκωση ή συγκράτηση της τουρκικής πλευράς στο πλαίσιο του διεθνούς δικαίου.

Για τον Χαρίτο πάντως είναι εντυπωσιακό είναι ότι ο κομματικός μηχανισμός του Λαπίντ εδώ και τρεις εβδομάδας έχει κινητοποιηθεί για να πείσει τους Άραβες να ψηφίσουν οποιοδήποτε κόμμα της συμπολίτευσης. Προκειμένου να αντιμετωπιστεί η συσπείρωση των εκλογέων της Δεξιάς. Και είναι η πρώτη φορά στα χρονικά που ένα κόμμα εξουσίας εβραϊκό, όπως επισημαίνει, απευθύνεται στην αραβική μειονότητα για να κινητοποιηθεί υπέρ του. Και αυτό είναι απόρροια του ότι το ισλαμιστικό κόμμα Ra’am αποφάσισε να στηρίξει κοινοβουλευτικά την προηγούμενη κυβέρνηση.