Η Ιρλανδία θα είναι σε θέση να αρχίσει να χαλαρώνει τους περιορισμούς που έχουν επιβληθεί για να επιβραδυνθεί η εξάπλωση της COVID-19 από τον ερχόμενο μήνα μόλις παραμείνει σταθερός ο αριθμός των ανθρώπων που χρειάζονται νοσηλεία στις μονάδες εντατικής θεραπείας, δήλωσε σήμερα ο Ιρλανδός υπουργός Επικοινωνιών Ίμον Ράιαν.
Η Ιρλανδία έχει τον δεύτερο υψηλότερο δείκτη επίπτωσης της COVID-19 στην Ευρώπη, αλλά και ένα από τα υψηλότερα ποσοστά εμβολιασμού με την αναμνηστική δόση στην ήπειρο, γεγονός το οποίο βοηθά να διατηρείται σταθερός ο αριθμός των ασθενών στις ΜΕΘ και πολύ κάτω από τους αριθμούς που καταγράφονταν κατά την κορύφωσή του σε προηγούμενα κύματα της επιδημίας του νέου κοροναϊού.
Η αύξηση του ημερήσιου αριθμού εισαγωγών στα νοσοκομεία επιβραδύνθηκε επίσης τις τελευταίες ημέρες και ο υπουργός Επικοινωνιών σημείωσε ότι αν παραμείνει σταθερός ο αριθμός αυτών που νοσηλεύονται στην εντατική, η οικονομία μπορεί να εξέλθει από τους ισχύοντες περιορισμούς.
«Είμαι βαθιά πεπεισμένος ότι θα μπορέσουμε να χαλαρώσουμε τους περιορισμούς όταν θα μπαίνουμε στον Φεβρουάριο. Η επιστήμη λέει ότι αυτό θα είναι ένα σύντομο κύμα, αν το περάσουμε με χαμηλούς αριθμούς στα νοσοκομεία μας, τότε θα μπορούμε να αρχίσουμε να αίρουμε περιορισμούς», σημείωσε ο Ράιαν, ο οποίος είναι ηγέτης του Κόμματος των Πρασίνων, μικρού εταίρου του κυβερνητικού συνασπισμού.
Η κυβέρνηση έκλεισε νυχτερινά κέντρα διασκέδασης και μείωσε τον αριθμό των θεατών σε εκδηλώσεις σε εσωτερικούς χώρους στις αρχές του Δεκεμβρίου προτού διευρύνει τους περιορισμούς μειώνοντας τον αριθμό των συμμετεχόντων σε όλες τις δημόσιες εκδηλώσεις και δώσει εντολή δύο εβδομάδες αργότερα στα μπαρ και τα εστιατόρια να κλείνουν στις 20:00 καθώς το παραλλαγμένο στέλεχος του νέου κορονοϊού Όμικρον εξαπλωνόταν γρήγορα.
Ο αντιπρόεδρος της ιρλανδικής κυβέρνησης Λίο Βαράντκαρ δήλωσε χθες, Τρίτη, ότι οι περιορισμοί θα χαλαρώσουν μάλλον σε σταδιακή βάση. Την προηγούμενη φορά η κυβέρνηση προχώρησε στην άρση των πιο πρόσφατα επιβληθέντων περιοριστικών μέτρων και στη συνέχεια στο εκ νέου άνοιγμα περαιτέρω της οικονομίας ανά δύο με τρεις εβδομάδες.