Επιστρέφει στη Σομαλία ο Μπάιντεν, τη στιγμή που οι ΗΠΑ αποχώρησαν από το Αφγανιστάν και η ένταση με τη Ρωσία είναι άνευ προηγουμένου. Σύμφωνα με δημοσίευμα των New York Times ο πρόεδρος των ΗΠΑ υπέγραψε διάταγμα με το οποίο εξουσιοδοτείται ο στρατός να αναπτύξει και πάλι δύναμη εκατοντάδων στη Σομαλία, ανατρέποντας σε μεγάλο βαθμό την απόφαση του Τραμπ να αποσύρει το σύνολο σχεδόν των 700 στρατιωτών που είχαν τοποθετηθεί εκεί.
Επιπλέον, ο Μπάιντεν ενέκρινε αίτημα του Πενταγώνου παρέχοντας μόνιμη εξουσιοδότηση ώστε να στοχεύσει περίπου δώδεκα ύποπτους ηγέτες της Αλ Σαμπάμπ, της τζιχαντιστικής ομάδας της Σομαλίας που συνδέεται με την Αλ Κάιντα, δήλωσαν αξιωματούχοι στο αμερικανικό Μέσο. Από τότε που ανέλαβε τα καθήκοντά του ο Μπάιντεν, οι αεροπορικές επιδρομές στη χώρα έχουν περιοριστεί σε μεγάλο βαθμό σε εκείνες που προορίζονται για την υπεράσπιση των συμμαχικών δυνάμεων που αντιμετωπίζουν άμεση απειλή, σύμφωνα με το δημοσίευμα.
«Ενισχύεται η ασφάλεια»
Η απόφαση του Μπάιντεν αναζωογονεί μια αμερικανική αντιτρομοκρατική επιχείρηση διαρκείας, κίνηση που έρχεται σε αντίθεση με την απόφασή του πέρυσι να αποσύρει τις αμερικανικές δυνάμεις από το Αφγανιστάν, λέγοντας ότι «ήρθε η ώρα να τελειώσει ο πόλεμος για πάντα».
Σε δήλωσή της, η Adrienne Watson, εκπρόσωπος του Συμβουλίου Εθνικής Ασφάλειας, αναγνώρισε τη σημασία της κίνησης, λέγοντας ότι θα επιτρέψει «μια πιο αποτελεσματική μάχη κατά της Αλ Σαμπάμπ».
«Η απόφαση για την επαναφορά της μόνιμης παρουσίας ελήφθη για να μεγιστοποιηθεί η ασφάλεια και η αποτελεσματικότητα των δυνάμεών μας και να τους δοθεί η δυνατότητα να παρέχουν πιο αποτελεσματική υποστήριξη στους εταίρους μας», δήλωσε η ίδια.
Η κ. Γουάτσον δεν ανέφερε τον αριθμό των στρατευμάτων που θα αναπτύξουν οι ΗΠΑ. Αλλά σύμφωνα με ενημερωμένες πηγές που μίλησαν στους NYT, ο αριθμός θα περιοριστεί σε περίπου 450. Αυτό θα αντικαταστήσει ένα σύστημα στο οποίο τα αμερικανικά στρατεύματα που εκπαιδεύουν τις δυνάμεις της Σομαλίας και της Αφρικανικής Ένωσης παραμένουν για ένα σύντομο χρονικό διάστημα στη Σομαλία, από τότε που ο Τραμπ αποφάσισε αυτό που η κ. Γουάτσον περιέγραψε ως «βεβιασμένη απόφαση να αποχωρήσει».
Η στρατηγική της κυβέρνησης Μπάιντεν στη Σομαλία είναι να προσπαθήσει να περιορίσει την απειλή από την Αλ Σαμπάμπ καταστέλλοντας την ικανότητά της να σχεδιάζει και να πραγματοποιεί αναβαθμισμένες επιχειρήσεις, δήλωσε ανώτερος αξιωματούχος της κυβέρνησης. Σε αυτές περιλαμβάνεται η φονική επίθεση σε αμερικανική αεροπορική βάση στο Manda Bay της Κένυας τον Ιανουάριο του 2020.
Ειδικότερα, δήλωσε ο αξιωματούχος, η στόχευση ενός μικρού ηγετικού πυρήνα -ιδιαίτερα ανθρώπων που είναι ύποπτοι ότι παίζουν ρόλο στην οργάνωση συνωμοσιών εκτός των συνόρων της Σομαλίας ή έχουν ειδικές δεξιότητες- αποσκοπεί στον περιορισμό «της απειλής σε ένα ανεκτό επίπεδο».
Γιατί διαφορετική στρατηγική σε Σομαλία και Αφγανιστάν
Κληθείς να εξηγήσει την επιστροφή σε βαρύτερη εμπλοκή στη Σομαλία σε συνδυασμό με την αμερικανική αποχώρηση από το Αφγανιστάν πέρυσι, ανώτερος αξιωματούχος της κυβέρνησης υποστήριξε ότι οι δύο χώρες παρουσιάζουν σημαντικές διαφορές.
Πρώτον, είπε ο αξιωματούχος, οι Ταλιμπάν δεν έχουν εκφράσει την πρόθεση να επιτεθούν στις Ηνωμένες Πολιτείες ενώ άλλες ομάδες στο Αφγανιστάν δεν ελέγχουν σημαντικούς θύλακες από τους οποίους να μπορούν να επιχειρούν και να σχεδιάζουν.
Δεδομένου ότι η Αλ Σαμπάμπ φαίνεται να αποτελεί σημαντικότερη απειλή, η κυβέρνηση κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η πιο άμεση εμπλοκή στη Σομαλία είχε νόημα, δήλωσε ο αξιωματούχος. Η στρατηγική θα επικεντρωθεί στην αποδυνάμωση κάποιων ηγετών της Σαμπάμπ, οι οποίοι θεωρούνται άμεσος κίνδυνος για «εμάς, τα συμφέροντά μας και τους συμμάχους μας», και στη διατήρηση «μιας πολύ προσεκτικά περιορισμένης παρουσίας στο έδαφος, ώστε να είμαστε σε θέση να συνεργαστούμε με τους εταίρους μας».
Ενώ η Αλ Σαμπάμπ, που σύμφωνα με τις υπηρεσίες ασφαλείας διαθέτει 5.000 με 10.000 μέλη, μάχεται κυρίως στο εσωτερικό της Σομαλίας και μόνο περιστασιακά επιτίθεται σε γειτονικές χώρες, ορισμένα μέλη λέγεται ότι φιλοδοξούν να χτυπήσουν τις Ηνωμένες Πολιτείες. Τον Δεκέμβριο του 2020, οι εισαγγελείς στο Μανχάταν απήγγειλαν κατηγορίες σε έναν κατηγορούμενο για δράση της Σαμπάμπ από την Κένυα για σχεδιασμό επίθεσης τύπου 11ης Σεπτεμβρίου σε αμερικανική πόλη. Είχε συλληφθεί στις Φιλιππίνες καθώς εκπαιδεύονταν να πετάει αεροπλάνα.
Οι διαβουλεύσεις της κυβέρνησης σχετικά με το αν και πώς θα επιστρέψει πιο δυναμικά στη Σομαλία περιπλέκονται από το πολιτικό χάος εκεί, καθώς οι φατρίες της νεοσύστατης κυβέρνησής της πολεμούσαν μεταξύ τους και οι εκλογές καθυστερούσαν. Αλλά η Σομαλία εξέλεξε πρόσφατα ένα νέο κοινοβούλιο και το Σαββατοκύριακο, οι ηγέτες επέλεξαν νέο πρόεδρο, αποφασίζοντας να επιστρέψει στην εξουσία ο Χασάν Σέιχ Μοχάμουντ, ο οποίος ηγήθηκε της χώρας από το 2012 έως το 2017.
Από τον Ομπάμα στον Τραμπ και τον Μπάιντεν
Όταν ανέλαβε την εξουσία ο Τζο Μπάιντεν, την επομένη, ανακοίνωσε πως περιόρισε τη χρήση από τον αμερικανικό στρατό τηλεκατευθυνόμενων μη επανδρωμένων αεροσκαφών (Unmanned Aerial Vehicles, UAVs) για πλήγματα εναντίον τζιχαντιστικών οργανώσεων πέραν των θεάτρων των πολέμων στους οποίους εμπλέκονται επίσημα οι ΗΠΑ, ανακαλώντας την απόφαση για το αντίθετο του προκατόχου του Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος είχε πρακτικά δώσει λευκή επιταγή στους στρατηγούς του για χώρες όπως η Σομαλία.
Αργότερα, ο εκπρόσωπος του Πενταγώνου, ο Τζον Κέρμπι, είχε δηλώσει πως όλα τα πλήγματα που σχεδιάζονται εναντίον τζιχαντιστικών οργανώσεων πέραν του Αφγανιστάν, της Συρίας και του Ιράκ πλέον υποβάλλονται προς έγκριση στον Λευκό Οίκο προτού εκτελεστούν.
Αυτή η παύση υποτίθεται ότι θα διαρκούσε μόνο λίγους μήνες, ενώ η κυβέρνηση Μπάιντεν θα εξέταζε τον τρόπο με τον οποίο οι κανόνες στόχευσης λειτουργούσαν τόσο υπό την κυβέρνηση Τραμπ όσο και υπό την κυβέρνηση Ομπάμα και θα επινοούσε τους δικούς της. Αλλά παρόλο που έχει ολοκληρώσει σε μεγάλο βαθμό το μοντέλο που θα αντικαταστούσε τα προηγούμενα, κάτι που περιγράφεται ως υβρίδιο μεταξύ των δύο προηγούμενων, η τελική έγκριση αυτής έχει καθυστερήσει εν μέσω ανταγωνιστικών ζητημάτων πολιτικής εθνικής ασφάλειας.
Ο πρώην πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ από την αρχή της θητείας του το 2016 χαλάρωσε τον έλεγχο που ασκούσε ο Μπαράκ Ομπάμα στις στρατιωτικές επιχειρήσεις εναντίον τζιχαντιστικών οργανώσεων, λέγοντας πως είχε «εμπιστοσύνη στους στρατηγούς του».