Πάνω από 140 Αμερικανοί κοινοβουλευτικοί, Δημοκρατικοί και Ρεπουμπλικάνοι, κάλεσαν χθες Πέμπτη την Αμερικανίδα αντιπρόσωπο για το εμπόριο να επεκτείνει τη διαδικασία εξαίρεσης από τους τελωνειακούς δασμούς στα κινεζικά προϊόντα, για να βοηθηθούν αμερικανικές εισαγωγικές εταιρείες οι οποίες τιμωρούνται από αυτή την υπερδασμολόγηση.
Η λήξη, πριν από ενάμιση χρόνο, προηγούμενου μεγαλύτερου προγράμματος εξαίρεσης τιμώρησε εταιρείες που εισάγουν κινεζικά προϊόντα για τη δική τους παραγωγή, εκτίμησαν τα μέλη της Βουλής των Αντιπροσώπων σε επιστολή τους προς την Κάθριν Τάι.
«Οι αυξήσεις κόστους υπονομεύουν την ανταγωνιστικότητα των αμερικανικών εταιρειών, τα προϊόντα των οποίων είναι πλέον πιο ακριβά από αυτά που κατασκευάζουν ξένοι ανταγωνιστές τους», αναφέρουν οι κοινοβουλευτικοί, επικεφαλής των οποίων είναι οι Δημοκρατικοί Ρον Κάιντ (Ουισκόνσιν) και Σούζαν ΝτελΜπένε (Ουάσινγκτον) και οι Ρεπουμπλικάνοι Ντάριν ΛαΧούντ (Ιλινόι) και Τζάκι Ουαλόρσκι (Ιντιάνα).
Όπως τονίζουν, πλήττονται πολλοί τομείς: η βιομηχανία, η γεωργία, η αλιεία, η λιανική, η ενέργεια, η τεχνολογία, οι υπηρεσίες.
Διαβεβαιώνουν ότι υποστηρίζουν την αυστηρή πολιτική της κυβέρνησης Μπάιντεν έναντι της Κίνας, στην οποία η Ουάσινγκτον προσάπτει «αθέμιτες εμπορικές πρακτικές».
Θεωρούν επίσης ότι το Πεκίνο «πρέπει» να υποχρεωθεί να δείξει «υπευθυνότητα» ως προς την «τήρηση των δεσμεύσεων που είχε αναλάβει έναντι των ΗΠΑ», όταν υπογράφτηκε η διμερής συμφωνία για το εμπόριο, πριν από δύο χρόνια.
«Συμμεριζόμαστε την άποψη κατά την οποία χρειαζόμαστε κοινή και πραγματιστική προσέγγιση για να αντιμετωπίσουμε τις μελλοντικές προκλήσεις της Κίνας και να υπερασπιστούμε τα οικονομικά μας συμφέροντα έναντι του αθέμιτου ανταγωνισμού», αναφέρεται στο κείμενο που υπογράφουν.
Όμως προσθέτουν στην επιστολή τους ότι «τη στιγμή που αρκετές βιομηχανίες στη χώρα μας αντιμετωπίζουν προκλήσεις που συνδέονται με την πανδημία του νέου κορωνοϊού και δυσκολεύονται να προσαρμόσουν τις αλυσίδες εφοδιασμού τους παραμένοντας ανταγωνιστικές, η διεύρυνση των διαδικασιών εξαίρεσης θα προσέφερε ουσιαστική στήριξη στους αμερικανούς εργαζομένους, στις επιχειρήσεις και στην ανάκαμψη της οικονομίας μας».
Την 4η Οκτωβρίου, η Κάθριν Τάι ανακοίνωνε πως η Ουάσινγκτον διεξάγει «ειλικρινείς συνομιλίες» με το Πεκίνο, χωρίς σκοπό να «αναζωπυρωθούν οι εμπορικές εντάσεις».
Ωστόσο, πρόσθεσε πως παραμένουν σε ισχύ τιμωρητικοί τελωνειακοί δασμοί που επέβαλε η προηγούμενη αμερικανική κυβέρνηση σε εισαγόμενα κινεζικά προϊόντα αξίας 370 δισεκ. δολαρίων σε ετήσια βάση, ενόσω γίνονται διαπραγματεύσεις. Παράλληλα, ανήγγειλε διαδικασία εξαιρέσεων, για να βοηθηθούν όχι κινεζικές εταιρείες, αλλά αμερικανικές μικρομεσαίες επιχειρήσεις που πλήττονται σκληρά από την υπερδασμολόγηση.
Για την ώρα, η διαδικασία αυτή αφορά σχεδόν 550 κατηγορίες εισαγόμενων κινεζικών προϊόντων, μεταξύ άλλων βιομηχανικών εξαρτημάτων, θερμοστατών, φαρμακευτικών ειδών, ποδηλάτων, υφασμάτων κ.ά..
Στην επιστολή τους όμως οι κοινοβουλευτικοί τονίζουν πως δεν καλύπτεται παρά το 1% των αρχικών αιτήσεων για εξαιρέσεις.
Προχθές Τετάρτη, ο πρόεδρος Τζο Μπάιντεν είπε πως η κυβέρνησή του δεν έχει πρόθεση να άρει τους τελωνειακούς δασμούς προς το παρόν, υπογραμμίζοντας ότι το Πεκίνο δεν έχει τηρήσει τις δεσμεύσεις του να προχωρήσει σε αγορές αμερικανικών προϊόντων, ιδίως αγροτικών.
Όμως χθες Πέμπτη οι τιμές της σόγιας απογειώθηκαν στο Σικάγο, λόγω φημών για μεγάλες αγορές από την Κίνα, που πυροδότησαν σεναριολογία περί ενδεχόμενης προσεχούς άρσης των δασμών.
Σύμφωνα με τον αμερικανό υπουργό Γεωργίας Τομ Βίλσακ, το Πεκίνο βρίσκεται 13 δισεκ. δολάρια πίσω σε σχέση με τις δεσμεύσεις του για τις αγορές αγροτικών προϊόντων παραγόμενων στις ΗΠΑ.