Ο επικεφαλής της Κεντρικής Υπηρεσίας Πληροφοριών των ΗΠΑ (CIA) Ουίλιαμ Μπερνς πραγματοποίησε ένα σπάνιο ταξίδι στη Λιβύη την Πέμπτη, συναντώντας τον πρωθυπουργό Αμπντουλχαμίντ αλ-Ντμπεϊμπά στην Τρίπολη, όπως ανακοίνωσε η λιβυκή κυβέρνηση.
Η κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας του Αμπντουλχαμίντ αλ-Ντμπεϊμπά ανακοίνωσε την επίσκεψη στη σελίδα της στο Facebook, δημοσιεύοντας μια φωτογραφία του Μπερνς και του Λίβυου πρωθυπουργού.
Δύο πηγές κοντά στον διοικητή της ανατολικής Λιβύης, Χαλίφα Χαφτάρ, ο οποίος εδρεύει στη Βεγγάζη, ανέφεραν ότι ο Μπερνς είχε επίσης συναντηθεί μαζί του στο Αλ Ραζμά, 25 χλμ. ανατολικά της Βεγγάζης.
Αυτή είναι η πρώτη επίσκεψη διευθυντή της CIA μετά την επίθεση στο αμερικανικό προξενείο στη Βεγγάζη το 2012, κατά την οποία σκοτώθηκαν τέσσερις άνθρωποι, μεταξύ των οποίων και ο Αμερικανός πρέσβης.
«Ο πρωθυπουργός Αμπντελχαμίντ Ντμπέιμπα συναντήθηκε σήμερα στην Τρίπολη με τον διευθυντή της CIA Γουίλιαμ Μπερνς», παρουσία της υπουργού Εξωτερικών της Λιβύης Νάιλα Αλ-Μανγκούς και του αρχηγού της λιβυκής υπηρεσίας πληροφοριών Χουσεϊν αλ Αγιέμπ, ανέφερε η υπηρεσία Τύπου της λιβυκής κυβέρνησης.
Κατά τη διάρκεια της συνάντησης, ο Μπερνς –που ασκεί τα καθήκοντά του από τον Μάρτιο του 2021– «τόνισε την ανάγκη ανάπτυξης οικονομικής συνεργασίας και συνεργασίας στον τομέα της ασφάλειας μεταξύ των δύο χωρών», σύμφωνα με την ίδια πηγή.
Η CIA, η οποία δεν ανακοινώνει τακτικά τέτοιες επισκέψεις, αρνήθηκε να σχολιάσει.
Η Λιβύη δεν έχει ησυχάσει από τις αναταχές από την εξέγερση που υποστήριξε το ΝΑΤΟ το 2011 και μετά, και η χώρα χωρίστηκε το 2014 μεταξύ αντιμαχόμενων ανατολικών και δυτικών φατριών, με αποκορύφωμα τον Χαφτάρ που εξαπέλυσε μια καταδικασμένη επίθεση στην Τρίπολη το 2019.
Η κυβέρνηση του Αμπντουλχαμίντ αλ-Ντμπεϊμπά εγκαταστάθηκε μέσω μιας διαδικασίας που υποστηρίχθηκε από τον ΟΗΕ το 2021 ως μέρος ενός ειρηνευτικού σχεδίου, αλλά η κυβέρνησή του δεν αναγνωρίζεται πλέον από τις κύριες πολιτικές φατρίες στα ανατολικά και πολλοί Λίβυοι φοβούνται μια νέα περίοδο πολέμου.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν δηλώσει προηγουμένως ότι ανησυχούν για τον ρόλο που διαδραμάτισε η Ρωσία στη σύγκρουση στη Λιβύη και φοβούνται ότι η συνεχιζόμενη αστάθεια στο μέλος του ΟΠΕΚ θα μπορούσε να επηρεάσει τον παγκόσμιο ενεργειακό εφοδιασμό και να δώσει χώρο σε ισλαμιστικές μαχητικές ομάδες.
Η Μόσχα υποστήριξε τις δυνάμεις του Χαφτάρ κατά τη διάρκεια του πολέμου το 2019-2020, διά της μισθοφορικής Wagner που ανέπτυξε έως και 1.200 μαχητές στη Λιβύη, σύμφωνα με έκθεση του 2020 από ειδικούς του ΟΗΕ.
Η Ουάσιγκτον αναζητεί επίσης περισσότερους Λίβυους υπόπτους για τον βομβαρδισμό του αεροσκάφους της Pan-Am το 1988 πάνω από το Λόκερμπι στη Σκωτία μετά τη μεταφορά του περασμένου μήνα από τη Λιβύη στις Ηνωμένες Πολιτείες ενός πρώην λιβυκού αξιωματικού πληροφοριών που κατηγορήθηκε ότι κατασκεύασε τη βόμβα που κατέρριψε το αεροπλάνο.
Η κράτηση του Αμπού Αγκίλα Μοχαμάντ Μασούντ Κέιρ αλ-Μαρίμι και η μεταφορά του στις Ηνωμένες Πολιτείες προκάλεσαν οργή στο εσωτερικό της Λιβύης, η οποία δεν έχει συνθήκη έκδοσης με την Ουάσιγκτον, και οδήγησε σε κατηγορίες από τους πολιτικούς εχθρούς του Αμπντουλχαμίντ αλ-Ντμπεϊμπά.
Πολλοί αναλυτές είπαν ότι η κυβέρνηση της Τρίπολης ανέλαβε τον κίνδυνο να εκτεθεί σε τέτοια κριτική με την ελπίδα, σε αντάλλαγμα για αυτήν την έκδοση, να έχει αυξημένη αμερικανική υποστήριξη εναντίον των αντιπάλων της σε αυτή τη βαθιά διχασμένη χώρα.
Υπό την πίεση της κοινής γνώμης, ο Ντμπέιμπα διαβεβαίωσε ότι «ενήργησε με σεβασμό στην κυριαρχία της Λιβύης» και αρνήθηκε ότι θέλει να εκδώσει τον Αμπντάλα Σενούσι, πρώην αρχηγό της λιβυκής υπηρεσίας πληροφοριών επί ηγεσίας του Μουαμάρ Καντάφι.
Πηγή: Reuters, AFP, ΑΠΕ-ΜΠΕ