Το Βρετανικό Μουσείο προσπαθεία να δυσκολέψει όσο μπορεί την πιθανή επιστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα στην Ελλάδα με το νέο επιχείρημα που προτάσσει να είναι πως «βρέθηκαν ανάμεσα σε ερείπια.
Όπως λέει, μεγάλο μέρος των αγαλμάτων που φιλοξενούνται στο Μουσείο τους και το οποίο αφαιρέθηκε με εντολή του λόρδου Έλγιν, ανασύρθηκε από «τα χαλάσματα» γύρω από το μνημείο και δεν αποκόπηκαν όλα από τον Παρθενώνα». Ο ισχυρισμός αυτός, σημειώνει η Guardian, που διατυπώθηκε σε συνεδρίαση της UNESCO την Παρασκευή, προσέθεσε μια νέα τροπή στη μακροχρόνια πολιτιστική διαμάχη και ήρθε μόλις λίγες ημέρες αφότου έγινε γνωστό πως το Ηνωμένο Βασίλειο ήταν πρόθυμο να συζητήσει το αίτημα της Ελλάδας για επανένωση των γλυπτών του Παρθενώνα.
«Μεγάλο μέρος της ζωφόρου αφαιρέθηκε στην πραγματικότητα από τα ερείπια γύρω από τον Παρθενώνα» δήλωσε ο αναπληρωτής διευθυντής του μουσείου, δρ. Τζόναθαν Γουίλιαμς, στην ετήσια συνεδρίαση της διακυβερνητικής επιτροπής του οργανισμού παγκόσμιας κληρονομιάς για την προώθηση της επιστροφής των πολιτιστικών αγαθών. «Τα αντικείμενα αυτά δεν αποκόπηκαν όλα από το κτίριο, όπως έχει υποστηριχθεί».
Τι απάντησε η Λίνα Μενδώνη
Η υπουργός Πολιτισμού της Ελλάδας, Λίνα Μενδώνη, θέλησε να πάρει θέση στο θέμα, και σε δήλωσή της στον Guardian, κατηγόρησε τον Έλγιν για κλοπή κατά συρροή.
«Με την πάροδο των ετών, οι ελληνικές αρχές και η διεθνής επιστημονική κοινότητα έχουν αποδείξει με ακλόνητα επιχειρήματα τα αληθινά γεγονότα γύρω από την αφαίρεση των γλυπτών του Παρθενώνα» ανέφερε. «Ο Λόρδος Έλγιν χρησιμοποίησε παράνομα και άδικα μέσα για να κατασχέσει και να εξάγει τα γλυπτά του Παρθενώνα χωρίς πραγματική νόμιμη άδεια για να το πράξει, σε μια κατάφωρη πράξη κλοπής κατά συρροή».
Στη συνέχεια, η Guardian αναφέρεται σε μια άλλη επιστολή του Lusieri που αντικρούει τους ισχυρισμούς του Βρετανικού Μουσείου. Συγκεκριμένα, σε επιστολή που έγραψε στον Έλγιν το 1802 παραδέχτηκε ότι «αναγκάστηκε να γίνει λίγο βάρβαρος» κατά τη διάρκεια μιας επιχείρησης για την απομάκρυνση ενός γλυπτού ανάγλυφου πίνακα, ή μετόπης που απεικονίζει μια γυναίκα που παρασύρεται από έναν κένταυρο από το ναό.
Το Βρετανικό Μουσείο, υπενθυμίζει στη συνέχεια η βρετανική εφημερίδα, το οποίο αγόρασε τις αρχαιότητες το 1816, έχει στις συλλογές του 15 μετόπες, 17 παιδικές μορφές και 75 μέτρα της αρχικής ζωφόρου μήκους 160 μέτρων. Μεγάλο μέρος των υπόλοιπων αγαλμάτων – που θεωρούνται το αποκορύφωμα της κλασικής τέχνης – βρίσκεται στην Αθήνα, και εκτίθενται στο Μουσείο της Ακρόπολης.
Η τελευταία διαμάχη έρχεται μετά την αναζωογόνηση της εκστρατείας της Ελλάδας για την επανένωση των γλυπτών του Παρθενώνα. Ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης έθεσε το θέμα στο επίκεντρο των συνομιλιών της Downing Street με τον Μπόρις Τζόνσον τον Νοέμβριο και η νέα αυτή προσπάθεια θεωρείται ευρέως πως έθεσε το Βρετανικό Μουσείο σε θέση άμυνας.
«Δε θα υπάρξει ποτέ μια μαγική στιγμή επανένωσης»
Ο αναπληρωτής διευθυντής του Βρετανικού Μουσείου αποδέχθηκε ότι τα μνημεία της Ακρόπολης διατηρούνται πλέον θαυμάσια, αλλά δήλωσε ότι η επιθυμία της Ελλάδας για την επανένωση των γλυπτών, ήταν αδύνατη επειδή τόσα πολλά είχαν καταστραφεί από την στιγμή που ο Έλγιν έφτασε στην Ελλάδα.
«Δε θα υπάρξει ποτέ μια μαγική στιγμή επανένωσης, διότι τα μισά από τα γλυπτά του Παρθενώνα έχουν χαθεί για πάντα, τα μισά γλυπτά είχαν καταστραφεί από τα τέλη του 17ου αιώνα, πολύ πριν ο Έλγιν δραστηριοποιηθεί στην Αθήνα». Η υπουργός Πολιτισμού της Ελλάδας, Λίνα Μενδώνη επέμεινε πως σε ένα διεθνές περιβάλλον όπου οι θησαυροί επαναπατρίζονται όλο και περισσότερο στις χώρες προέλευσης τους, η εκστρατεία θα συνεχιστεί.
Υπενθυμίζεται πως την περασμένη εβδομάδα, η Ιταλία δήλωσε ότι η Αθήνα μπορεί να κρατήσει για πάντα ένα θραύσμα που αποσπάστηκε από την ανατολική ζωφόρο του Παρθενώνα και απεικονίζει το πόδι της θεάς Αρτέμιδος να ξεπροβάλλει κάτω από έναν όμορφα επεξεργασμένο χιτώνα. Το τεχνούργημα εκτίθετο επί μακρόν στο αρχαιολογικό μουσείο Antonio Salinas στο Παλέρμο.
«Η Ελλάδα» είπε η Λίνα Μενδώνη, «είναι έτοιμη να ξεκινήσει έναν έντιμο και ειλικρινή διάλογο με το Ηνωμένο Βασίλειο με καλή πίστη εντός του νομικού και του ηθικού πλαισίου που θέτουν οι συστάσεις και οι αποφάσεις της UNESCΟ».