Γιατί οι μητέρες στη Σενεγάλη αισθάνονται αναγκασμένες να δολοφονήσουν τα μωρά τους;

Το κοινωνικό στίγμα, η φτώχεια και η έλλειψη υποστήριξης δεν τους άφησαν άλλη επιλογή από το να διαπράξουν παιδοκτονία

Το Mbeubeuss είναι ένα από τα μεγαλύτερα κέντρα ανακύκλωσης στην Αφρική και το μεγαλύτερο ανοιχτό νεκροταφείο της Σενεγάλης για δολοφονημένα παιδιά.

Τα τελευταία τρία χρόνια, οι σοροί 32 βρεφών ανασύρθηκαν από τον χώρο από τους συλλέκτες απορριμμάτων που εργάζονται εκεί.

Εξετάζοντας το υψηλό ποσοστό παιδοκτονίας στη Σενεγάλη, φαίνεται ότι οι κύριοι λόγοι για αυτό είναι το ταμπού της εγκυμοσύνης εκτός γάμου και η απώλεια της υποστήριξης για τις νεαρές γυναίκες.

Ο θρησκευτικός συντηρητισμός, οι οικονομικές δυσκολίες και η έλλειψη πρόσβασης στην αντισύλληψη και τη σεξουαλική παιδεία στη Σενεγάλη αφήνουν πολλές γυναίκες να νιώθουν μόνες.

Στο παρελθόν, τα κορίτσια μπορούσαν να απευθυνθούν στη la Badiane – τη μεγαλύτερη θεία τους – η οποία τους δίδασκε για το σεξ και την αντισύλληψη καθώς πλησίαζαν την εφηβεία.

Ρεπορτάζ του Guardian μοιράζεται κάποιες από τις ιστορίες γυναικών που έχουν φυλακιστεί για παιδοκτονία και ρίχνει φως στο τι γίνεται στις φυλακές από τη ΜΚΟ Tostan, η οποία στοχεύει να εκπαιδεύσει όσο το δυνατόν περισσότερες γυναίκες μέσω εργαστηρίων ώστε οι τρόφιμοι να μπορούν να αποκτήσουν εισόδημα μετά την αποφυλάκισή τους.

Η υποστήριξη από τις οικογένειες δεν υπάρχει πουθενά όπως και η ψυχολογική υποστήριξη για αυτές τις γυναίκες.

«Εδώ, το να κάνεις ένα παιδί εκτός γάμου είναι κάτι σοβαρό και αντιμετωπίζεται πολύ άσχημα από την κοινωνία. Οι γυναίκες που βρίσκονται σε αυτή την κατάσταση προτιμούν να πνίξουν το μωρό παρά να υποστούν την πίεση από την κοινωνία», λέει ο Imam Mbaye Niang, βουλευτής στην Εθνοσυνέλευση της Σενεγάλης.

Το Dakar’s Pouponnière ιδρύθηκε το 1955 για να βοηθήσει τα νοσοκομεία ενώ παρέχει φροντίδα σε εγκαταλελειμμένα ή ορφανά μωρά. Διοικείται από Ρωμαιοκαθολικές καλόγριες, έχει φροντίσει 4.150 βρέφη, 3.496 εκ των οποίων ήταν ορφανά, 550 υιοθετήθηκαν ή βρίσκονται σε διαδικασία υιοθεσίας και 104 έχουν πεθάνει.

Σήμερα, το Pouponnière – ένα από τα ελάχιστα ορφανοτροφεία στη χώρα – φροντίζει περίπου 86 παιδιά ετησίως, αν και λίγες γυναίκες της Σενεγάλης γνωρίζουν ότι υπάρχει τέτοιο μέρος.

Είναι παράδοση στη Σενεγάλη κάθε οικογένεια να έχει η La Badiane, όμως η παράδοση έχει ξεθωριάσει, μειώνοντας τον ρόλο και τη θέση της γυναίκας στην κοινωνία, με δραστικές συνέπειες για τα κορίτσια και τις σεξουαλικές τους επιλογές.

Χωρίς στήριξη
Η παλαιότερη γενιά γνωρίζει για τις παραδοσιακές μεθόδους αντισύλληψης και εκτρώσεων, και πολλές γυναίκες που ρωτήθηκαν είπαν ότι ένιωθαν εγκαταλελειμμένες από τους μεγαλύτερους επειδή οι μητέρες και οι γιαγιάδες τους είχαν σταματήσει να μεταδίδουν αυτές τις πληροφορίες.

Στη Σενεγάλη, η άμβλωση επιτρέπεται μόνο εάν η ζωή μιας γυναίκας κρίνεται πώς είναι σε κίνδυνο και η αντισύλληψη είναι ακριβή.

Η Φατίμα είναι 40 ετών. Εξέτισε φυλάκιση πέντε ετών για τη δολοφονία της νεογέννητης κόρης της και η ιστορία της είναι γνωστή. Στη μικρή, θρησκευτική της κοινότητα σε ένα νησί στα νότια της Σενεγάλης, ερωτεύτηκε και στα 18 της ήταν έγκυος και ανύπαντρη. Παρά την εξωτερική πίεση και τα ταμπού, αποφάσισε να κρατήσει το παιδί. Ο πατέρας του γιου της, ναυτικός, δεν εθεάθη ποτέ ξανά. Λέει ότι αυτή και ο γιος της ήταν θύματα καθημερινής κακοποίησης στην κοινότητά τους.

Αφού την πίεσαν να παντρευτεί με έναν πολύ μεγαλύτερο άντρα, η Φατίμα απέκτησε άλλα τέσσερα παιδιά. Στη συνέχεια όμως ζήτησε διαζύγιο, ένα ταμπού στην οικογένειά της. Την έδιωξαν από το σπίτι της και της πήραν τα παιδιά της.

Κατευθύνθηκε προς την πρωτεύουσα, το Ντακάρ, και βρήκε δουλειά ως υπηρέτρια. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου ζήτησε τη βοήθεια ενός Marabout (τοπικός θρησκευτικός ηγέτης) για να προσπαθήσει να κερδίσει τη συγχώρεση της οικογένειάς της, αλλά εκείνος τη βίασε και έμεινε έγκυος. Μη θέλοντας το παιδί της να υποφέρει από τη ζωή ως παρίας, έψαχνε μάταια για μια εναλλακτική. Η άμβλωση δεν ήταν επιλογή καθώς της έλειπαν τα μέσα και οι διασυνδέσεις. Γέννησε σε ένα σοκάκι γεμάτο σκουπίδια. Για τρεις μέρες έκρυβε το κοριτσάκι από τους εργοδότες της πριν τελικά το πνίξει.

Η Μαριάμ είναι 42 ετών και μητέρα επτά παιδιών. Αποφυλακίστηκε μετά από πέντε χρόνια για τη δολοφονία της κόρης της. Εκείνη την εποχή ήταν χήρα, εργαζόμενη και έβγαινε με κάποιον με τον οποίο δεν ήταν παντρεμένη. Έκρυψε την εγκυμοσύνη της από την οικογένεια, τους φίλους και τους συναδέλφους της. Ισχυρίζεται ότι το παιδί της γεννήθηκε νεκρό, αλλά παραδέχεται ότι τη θήλασε μία ώρα μετά τον τοκετό. Οι αναφορές της αυτοψίας αποκάλυψαν ότι είχε στραγγαλίσει το παιδί πριν το θάψει στον κήπο της με τη βοήθεια του συντρόφου της. Οι γείτονες κάλεσαν την αστυνομία και συνελήφθη την επόμενη μέρα. Τώρα που ξαναπαντρεύτηκε, μετανιώνει για τις πράξεις της και προειδοποιεί τις κόρες της για τους άντρες και τις «άστοχες προθέσεις» τους.