Παρά την παγκόσμια κατακραυγή και τις χωρίς προηγούμενο κυρώσεις κατά της χώρας του, ο πρόεδρος Βλαντίμιρ Πούτιν μπορεί να υπολογίζει, προσώρας, στην υποστήριξη της ρωσικής πολιτικής ελίτ, η οποία αγωνιά για «την επιβίωσή της».
Ρώσοι καλλιτέχνες και φυσιογνωμίες των ΜΜΕ κατήγγειλαν τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία – ακόμη και ορισμένοι ολιγάρχες ακούστηκαν να ασκούν κεκαλυμμένη κριτική. Όμως έπειτα από σχεδόν ένα μήνα πολέμου, δεν φαίνεται να υπάρχει κάποια αμφισβήτηση στον στενό κύκλο του Βλαντίμιρ Πούτιν ή μεταξύ των πολιτικών με βαρύνουσα γνώμη στη χώρα.
«Δεν υπήρξε κάποια ένδειξη για διάσπαση» στο εσωτερικό της ρωσικής πολιτικής ελίτ, δηλώνει η Τατιάνα Στανόβαγια, ιδρύτρια του R. Politik, ενός δεκαπενθήμερου δελτίου ανάλυσης της ρωσικής πολιτικής. «Υπάρχει πραγματική συναίνεση, εντούτοις ενδεχομένως με διαφορές στρατηγικής», υπογραμμίζει.
Αναφέρεται στη διαφορά που υπάρχει ανάμεσα στο να έχει κάποιος επιφυλάξεις για την εισβολή και στο να είναι έτοιμος να δράσει.
«Οι άνθρωποι είναι υπό το κράτος του σοκ και πολλοί πιστεύουν πως είναι λάθος. Όμως κανείς δεν είναι ικανός να δράσει. Ο καθένας εστιάζει στη δική του επιβίωση», προσθέτει η Στανόβαγια.
Παρά την καταστρεπτική επίδραση των κυρώσεων στη ρωσική οικονομία, δεν υπάρχει ακόμη ένδειξη ότι θα μεταφραστεί σε μια πολιτική αλλαγή στη Ρωσία, σύμφωνα με πολλές δυτικές διπλωματικές πηγές.
Σύμφωνα με την Τατιάνα Στανόβαγια, η κυριότερη κριτική της εισβολής στην Ουκρανία έρχεται από «περιφερειακές» δυνάμεις με προέλευση την εθνικιστική άκρα δεξιά που εκτιμά πως η εισβολή δεν προχωρά αρκετά γρήγορα.
«Πολύ φοβισμένοι»
Η ρωσική κρατική τηλεόραση εξακολουθεί να αναμεταδίδει την επίσημη ομιλία: η Ρωσία διεξάγει μια «ειδική στρατιωτική επιχείρηση», μια ηρωική αποστολή κατά της δυτικής εισβολής.
Η φιλελεύθερη αντιπολίτευση έχει εξαφανιστεί, τα κόμματα που εκπροσωπούνται στο κοινοβούλιο ακολουθούν σχεδόν πάντα τη γραμμή του Κρεμλίνου σε όλα τα θέματα και ο αντιπολιτευόμενος Αλεξέι Ναβάλνι, ορκισμένος εχθρός του Κρεμλίνου, βρίσκεται στη φυλακή.
«Δεν αποτελεί στην πραγματικότητα έκπληξη το ότι δεν έχει παρατηρηθεί μια ριζική διάσπαση στο πλαίσιο της πολιτικής ελίτ», εκτιμά ο Μπεν Νομπλ, βοηθός καθηγητής στο University College London.
«Ο Βλαντίμιρ Πούτιν διατήρησε ένα σύστημα στο οποίο περιβάλλεται από ανθρώπους που του είναι πολύ πιστοί και που μοιράζονται τις απόψεις του ότι οι Δυτικοί θέλουν να καταστρέψουν τη Ρωσία ή από άλλους που είναι πολύ φοβισμένοι για να εκφράσουν οποιαδήποτε αμφισβήτηση», προσθέτει.
Στις 21 Φεβρουαρίου, τρεις ημέρες προτού εξαπολύσει την εισβολή, ο Πούτιν συγκάλεσε το Συμβούλιο Ασφαλείας για να τους ζητήσει τη γνώμη τους για το επόμενο βήμα μετά την αναγνώριση από τη Ρωσία της ανεξαρτησίας των φιλορώσων αυτονομιστών της Ουκρανίας και διέταξε τον στρατό του να εισέλθει στα εδάφη αυτά.
Η συνεδρίαση αναμεταδόθηκε από τη ρωσική τηλεόραση, μια ασυνήθιστη πρακτική.
Ο ένας μετά τον άλλο, παρελαύνοντας από ένα βήμα σε μια θεατρική παράσταση, 12 άνδρες και μία γυναίκα εξέφρασαν την υποστήριξή τους στην αναγνώριση των φιλορωσικών περιοχών της ανατολικής Ουκρανίας, η οποία πλέον θεωρείται προάγγελος του πολέμου.
Παρόντες σε αυτή την παρέλαση από το βήμα ήταν τρεις άνδρες οι οποίοι σύμφωνα με δυτικές πηγές ασφαλείας συνιστούν τον στενό κύκλο του Πούτιν: ο υπουργός Άμυνας Σεργκέι Σοϊγκού, ο γραμματέας του Συμβουλίου Ασφαλείας Νικολάι Πατρούσεφ και ο επικεφαλής των πανίσχυρων υπηρεσιών ασφαλείας (FSB) Αλεξάντρ Μπορτνίκοφ.
Δεν υπήρξε ο παραμικρός ψίθυρος αμφισβήτησης μεταξύ των συμμετεχόντων σε εκείνο το Συμβούλιο Ασφαλείας, ούτε επίσης εκ μέρους πιο χαμηλόβαθμων αξιωματικών.
«Πέμπτη φάλαγγα»
Στις 16 Μαρτίου, σε μια επιθετική ομιλία ενώπιον του υπουργικού συμβουλίου του που αναμεταδόθηκε από την τηλεόραση, ο Ρώσος πρόεδρος υπεραμύνθηκε της στρατιωτικής επιχείρησής του στην Ουκρανία και συνέκρινε τη Δύση και τις κυρώσεις της κατά της Ρωσίας με τους ναζί στη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Όπως είπε, «η αυτοκρατορία του ψέματος» που αποτελείται από χώρες, ΜΜΕ και δυτικά μέσα κοινωνικής δικτύωσης θα θελήσουν να στηριχθούν σε «μια πέμπτη φάλαγγα εθνοπροδοτών» προκειμένου να επιτύχουν τους αντιρωσικούς σκοπούς τους. «Κάθε λαός, ο ρωσικός λαός ιδιαίτερα, θα μπορεί πάντα να αναγνωρίζει τον συρφετό και τους προδότες, να τους φτύνει όπως μια μύγα που έχει μπει στο στόμα», είχε πει ο Πούτιν.
Ο μοναδικός από τον στενό κύκλο, τωρινό και του παρελθόντος, που εξέφρασε την εναντίωσή του είναι ένας πρώην σύμβουλος του Κρεμλίνου και πρώην αντιπρόεδρος της κυβέρνησης (από το 2012 έως το 2018), ο Αρκάντι Ντβόρκοβιτς, ο οποίος παραιτήθηκε από τη διεύθυνση ενός δημόσιου οικονομικού ιδρύματος αφού επέκρινε την επίθεση εναντίον της Ουκρανίας σε μια συνέντευξη στο αμερικανικό περιοδικό Mother Jones.
Ο Ντβόρκοβιτς, 49 ετών, είναι επίσης πρόεδρος της Διεθνούς Ομοσπονδίας Σκακιού (FIDE), ένα σπορ στο οποίο η Ρωσία διατηρεί σημαντική επιρροή.
Όμως από την πλευρά άλλων προσωπικοτήτων του Κρεμλίνου – όπως ο πρώην υπουργός Οικονομικών Αλεξέι Κουντρίν ο οποίος είναι τώρα επικεφαλής του Ελεγκτικού Συνεδρίου της Ρωσίας, η σιωπή ήταν πλήρης.
Η μοίρα της επικεφαλής της ρωσικής Κεντρικής Τράπεζας, της οικονομολόγου Ελβίρα Ναμπιουλίνα, ερευνάται επίσης. Είχε φωτογραφηθεί μοιάζοντας αποκαρδιωμένη σε μια συνάντηση στο Κρεμλίνο και είχε αναρτήσει ένα αινιγματικό βίντεο όπου παραδεχόταν ότι η ρωσική οικονομία είναι σε μια «ακραία» κατάσταση, προσθέτοντας: «Όλοι θα θέλαμε να μην είχε συμβεί αυτό».
Όμως ο Βλαντίμιρ Πούτιν ζήτησε από το κοινοβούλιο αυτή την εβδομάδα να ανανεώσει τη θητεία της, διαψεύδοντας προφανώς τις φήμες ότι μπορεί να παραιτείτο ως ένδειξη διαμαρτυρίας για τον πόλεμο.
Φήμες περιέβαλαν επίσης τους ολιγάρχες που κινδυνεύουν να χάσουν πάρα πολλά εξαιτίας της εισβολής, όπως ο Όλεγκ Ντεριπάσκα και ο Μιχαήλ Φρίντμαν, που αμφότεροι έκαναν προσεκτικά σχόλια υπέρ της ειρήνης.
Ο Μπεν Νομπλ υπογραμμίζει πως για πολλά μέλη της ρωσικής ελίτ η εισβολή ήταν ένα σοκ επειδή στη μεγάλη πλειονότητά τους «δεν είχαν εμπλακεί στη διαδικασία [λήψης] της απόφασης» και πίστευαν πως σκοπός του Πούτιν ήταν μόνο να αποσπάσει υποχωρήσεις από τους Δυτικούς και όχι να εξαπολύσει εισβολή.
«Ωστόσο, είναι ένα πράγμα να κάνεις εκκλήσεις για ειρήνη – και είναι άλλο να επικρίνεις μετωπικά τον Πούτιν», καταλήγει.