Γιατί η νότια Ευρώπη έχει τόσα λίγα μωρά;

Τα νέα δεδομένα της ζωής

Το Museo degli Innocenti στη Φλωρεντία έχει ένα ασυνήθιστο όνομα και φιλοξενεί μια ασυνήθιστη έκθεση: μια συλλογή από μικρά σπασμένα αντικείμενα, κυρίως μενταγιόν. Χωρίστηκαν στα δύο όταν ένα μωρό παραδινόταν στο νοσοκομείο της Φλωρεντίας ως εγκαταλειμμένο. Το μισό αντικείμενο, γνωστό ως segnale di riconoscimento, φυλασσόταν στο νοσοκομείο -στην πραγματικότητα, ένα ορφανοτροφείο-, ενώ το άλλο πήγαινε στη μητέρα. Σε περίπτωση που εκείνη επιθυμούσε να διεκδικήσει το παιδί, θα είχε την απόδειξη ότι ήταν δικό της. Πολλά από τα παιδιά αυτά είχαν γεννηθεί εκτός γάμου, ενώ άλλα προέρχονταν από οικογένειες που δεν είχαν τα μέσα να θρέψουν ένα ακόμα στόμα.

Τα segnali θυμίζουν μια εποχή που η Ιταλία είχε υπερβολική αύξηση των γεννήσεων. Σήμερα, όπως και πολλές άλλες ευρωπαϊκές χώρες, δεν έχει σχεδόν καθόλου. Ο δείκτης γονιμότητας (ο μέσος αριθμός παιδιών που μπορεί να αποκτήσει κάθε Ιταλίδα) έχει μειωθεί από 2,66 το 1964 σε 1,24 το 2020. Στη Σαρδηνία είναι κάτω από 1. Ο δείκτης αυτός καθιστά την Ιταλία μέρος μιας ζώνης εξαιρετικά χαμηλής γονιμότητας σε όλη τη νότια Ευρώπη, από την Πορτογαλία και την Ισπανία (1,40 και 1,19) στα δυτικά έως την Ελλάδα και την Κύπρο (1,39 και 1,36) στα ανατολικά. Καθώς απαιτούνται 2,1 παιδιά ανά γυναίκα για να διατηρηθούν σταθεροί οι αριθμοί, οι χώρες αυτές πρέπει να αποκτήσουν περισσότερα παιδιά, να δεχθούν περισσότερους μετανάστες, ή, διαφορετικά, θα δουν τον πληθυσμό τους να μειώνεται.

Μόνο η πρώτη από αυτές τις επιλογές απευθύνεται στους δεξιούς λαϊκιστές της Ευρώπης, γι’ αυτό και επιθυμούν να βρουν τρόπους να πείσουν τις γυναίκες που γεννήθηκαν στη χώρα τους να κάνουν μεγαλύτερες οικογένειες. Ελάχιστοι έχουν δώσει τόση έμφαση στο ποσοστό γεννήσεων όσο τα Αδέλφια της Ιταλίας, το σκληρό δεξιό κόμμα του οποίου η ηγέτιδα, η Giorgia Meloni, είναι η νέα πρωθυπουργός της χώρας. Η ενθάρρυνση των Ιταλών να πολλαπλασιαστούν απορρέει εν μέρει από την αντίθεση του κόμματος στην παράνομη μετανάστευση. Η «στήριξη του ποσοστού γεννήσεων και της οικογένειας» ήταν στην κορυφή ενός καταλόγου 15 πολιτικών στόχων στο προεκλογικό του μανιφέστο.

Δεσμευμένη από το τεράστιο ακαθάριστο δημόσιο χρέος της Ιταλίας, που ανέρχεται περίπου στο 147% του ΑΕΠ, η κυβέρνηση της Meloni είχε μέχρι στιγμής περιορισμένα περιθώρια για την υλοποίηση των στόχων της. Ωστόσο, ο προϋπολογισμός για το επόμενο έτος περιλαμβάνει ορισμένες αλλαγές που ο υπουργός Οικονομικών, Giancarlo Giorgetti, έχει αναφέρει ότι είναι μόνο η αρχή. Περιλαμβάνουν την αύξηση των επιδομάτων για το πρώτο παιδί και για οικογένειες με περισσότερα από τρία παιδιά, μια μέτρια επέκταση της άδειας μητρότητας, μειώσεις του ΦΠΑ στα προϊόντα βρεφικής φροντίδας και αλλαγές στην ηλικία συνταξιοδότησης, ώστε όσο περισσότερα παιδιά έχει μια γυναίκα, τόσο νωρίτερα θα μπορεί να συνταξιοδοτηθεί.

 

Τα νέα δεδομένα της ζωής

Σύμφωνα με την κοσμοθεωρία της νέας δεξιάς, ο φεμινισμός δημιούργησε γενιές γυναικών που προτιμούν να εργάζονται και να παίζουν, παρά να μεγαλώνουν παιδιά. Ωστόσο, αυτό το αφήγημα αγνοεί δύο κρίσιμα δεδομένα. Το πρώτο είναι ότι οι πιο σταθερά φεμινιστικές χώρες, αυτές της βόρειας Ευρώπης, έχουν σήμερα μερικά από τα υψηλότερα ποσοστά γεννήσεων στην ήπειρο, ενώ το δεύτερο, ότι οι γυναίκες συχνά δεν αντιτίθενται στην απόκτηση παιδιών. Αποκτούν λιγότερα απ’ όσα λένε ότι θέλουν κυρίως για οικονομικούς λόγους.

Σε παγκόσμιο επίπεδο, ένας αρκετά ισχυρός νόμος συνδέει εδώ και καιρό τον εθνικό πλούτο με τα ποσοστά των γεννήσεων: καθώς οι χώρες γίνονται πλουσιότερες, τα ποσοστά των γεννήσεων μειώνονται. Όμως μια ομάδα ερευνητών του Κέντρου Ερευνών Οικονομικής Πολιτικής υποστηρίζει ότι μεταξύ των πλουσιότερων εθνών ισχύει πλέον το αντίθετο. Ο ΟΟΣΑ διαπιστώνει ότι υπάρχει πλέον θετική συσχέτιση μεταξύ του κατά κεφαλήν ΑΕΠ και της γονιμότητας. Η πιο πιθανή εξήγηση γι’ αυτό είναι πολύπλοκη. Καθώς οι γυναίκες εισέρχονται στο εργατικό δυναμικό, αυξάνουν την οικονομική παραγωγή με την εργασία και το ταλέντο τους. Ενδέχεται, επίσης, στη συνέχεια να ψηφίσουν κυβερνήσεις που δαπανούν χρήματα για να διευκολύνουν το να είσαι και γονιός και εργαζόμενος. Οι δαπάνες για τη στήριξη της οικογένειας συσχετίζονται επίσης θετικά με τη γονιμότητα. Η γενναιόδωρα αμειβόμενη άδεια μητρότητας είναι μια τέτοια πολιτική -και τα στοιχεία που υποστηρίζουν τις δαπάνες για τη φροντίδα των παιδιών είναι ακόμα πιο ισχυρά. Εάν οι γυναίκες δεν μπορούν να εργαστούν εύκολα κατά τα πρώτα χρόνια της ζωής ενός παιδιού, η αντιστάθμιση εργασίας-οικογένειας παραμένει απαραβίαστη.

Στη Μάλτα -που κάποτε αποκαλείτο «πιο καθολική κι από τον Πάπα», αλλά τώρα έχει το χαμηλότερο ποσοστό γονιμότητας στην Ευρώπη, 1,13- οι γυναίκες εξακολουθούν να έχουν περισσότερες από 30 φορές περισσότερες πιθανότητες από τους άνδρες να εγκαταλείψουν την εργασία τους για να φροντίσουν τις οικογένειές τους. Υπάρχει μια έντονη σχέση μεταξύ χρημάτων, καριέρας και οικογένειας. Η Marie Briguglio, πρώην ανώτερη δημόσια υπάλληλος, επέλεξε να αναβάλει την απόκτηση του μοναδικού της παιδιού έως τα 38 της. Λέει ότι αυτό ήταν το κόστος της ευκαιρίας: αν είχε κάνει παιδιά νωρίτερα, η ανέλιξή της στη διοίκηση θα είχε τεθεί σε κίνδυνο.

«Έπαιρνα λαχείο κάθε εβδομάδα μετά τη γέννηση του δεύτερου γιου μου», λέει η Inés, ιδιοκτήτρια μιας μικρής επιχείρησης στη Μαδρίτη. Αφού δεν κατάφερε να βρει το τυχερό λαχείο, αποφάσισε να μην κάνει το τρίτο παιδί που τόσο ήθελε. Το χάσμα στην Ισπανία μεταξύ του αριθμού των παιδιών που γεννιούνται (1,19 ανά γυναίκα) και του επιθυμητού αριθμού (περίπου δύο) είναι ένα από τα υψηλότερα στην Ευρώπη. Η Alicia Adserà, οικονομολόγος στο Princeton, αναζητεί πιεστικότερες εξηγήσεις από εκείνες (όπως η φροντίδα των παιδιών, η άδεια μητρότητας, οι φοροαπαλλαγές για τα παιδιά ή οι οικιακές εργασίες των ανδρών) που σχετίζονται άμεσα με την οικογένεια. Λέει ότι οι γενικότερες συνθήκες -ιδίως η αγορά εργασίας- παίζουν κι αυτές κρίσιμο ρόλο.

Οι Ισπανίδες άρχισαν να ασχολούνται με την εκπαίδευση και την εργασία μετά την «εθνικοκαθολική» δικτατορία του Francisco Franco, ο οποίος πέθανε το 1975. Η χώρα δημιούργησε πληθώρα κέντρων φροντίδας παιδιών και σήμερα τα επιδοτεί με ένα κουπόνι κάθε μήνα. Η ισπανική άδεια μητρότητας είναι μάλλον πενιχρή (16 εβδομάδες) για τα ευρωπαϊκά δεδομένα -αλλά οι άνδρες παίρνουν τις ίδιες βδομάδες με τις γυναίκες. Οι παππούδες και οι γιαγιάδες παρέχουν μεγάλη βοήθεια με τα παιδιά, και για τις πλουσιότερες οικογένειες η μετανάστευση (ιδίως από τη Λατινική Αμερική) αποτελεί πηγή οικονομικά προσιτών νταντάδων.

Παρ’ όλα αυτά, η Ισπανία υστερεί σε έναν κρίσιμο τομέα: τις ευκαιρίες για τους νέους. Το ποσοστό ανεργίας των νέων είναι περίπου 35%, από τα υψηλότερα στον πλούσιο κόσμο. Μια μελέτη για τα έτη 2008-16 διαπίστωσε ότι οι Ισπανοί νέοι εργάζονταν για σχεδόν οκτώ χρόνια με προσωρινές συμβάσεις, προτού βρουν μόνιμη εργασία. Μια τέτοια συνθήκη καθυστερεί τον γάμο και την τεκνοποίηση. Σχεδόν οι μισοί από τους νέους 25 έως 34 ετών ζουν πλέον με τους γονείς τους. Όταν οι Ισπανοί τελικά παντρεύονται, έχουν βιώσει τις ελευθερίες της άτεκνης ενηλικίωσης για μια δεκαετία. Περίπου το ένα πέμπτο των γυναικών δεν αποκτούν καθόλου παιδιά, γεγονός που συμβάλλει σημαντικά στη συνολική μείωση της γονιμότητας. Για όσες κάνουν το βήμα, η μέση ηλικία τους κατά την πρώτη γέννα, στα 31 έτη, είναι μία από τις υψηλότερες στην Ευρώπη, μαζί με της Ιταλίας και της Μάλτας. Πολλές σταματούν εκεί. Οι οικογένειες με ένα παιδί είναι τόσο συνηθισμένες, που η συντηρητική εφημερίδα El Mundo έκανε λόγο για μια μελλοντική χώρα «χωρίς αδέλφια».

Η καθυστερημένη έναρξη της αναπαραγωγής μπορεί να είναι ένας σημαντικός παράγοντας για τη χαμηλή συνολική γονιμότητα. Σε κάθε περίπτωση, μια εργασία του Poh Lin Tan του Πανεπιστημίου της Σιγκαπούρης σημειώνει ότι, παρά τα οικονομικά κίνητρα που προσφέρονται στους γονείς, η Σιγκαπούρη δεν κατάφερε να σταματήσει τη συνεχιζόμενη πτώση της γονιμότητας, το ποσοστό της οποίας το 2018 ήταν 1,16. Λέει ότι η μείωση της ηλικίας τεκνοποίησης είναι ο πιο εύκολος προς επίτευξη στόχος της χάραξης πολιτικής.

Ωστόσο, κάτι τέτοιο απαιτεί οικονομικές ευκαιρίες, λέει ο δρ Adserà, οι οποίες μπορούν να λάβουν τη μορφή μεγάλου αριθμού σταθερών θέσεων εργασίας, για παράδειγμα στον δημόσιο τομέα, όπως στις σκανδιναβικές χώρες (οι γυναίκες γενικά υπερεκπροσωπούνται στον δημόσιο τομέα). Ή μπορεί να πάρουν τη μορφή δυναμικών αγορών εργασίας, όπου μια θέση εργασίας που χάνεται είναι εύλογα πιθανό να αντικατασταθεί, ίσως από μια καλύτερη -όπως στην Αμερική, τη Βρετανία ή την Αυστραλία, οι οποίες διαθέτουν υψηλότερη γονιμότητα από τη νότια Ευρώπη.

 

Όχι μπαλώματα. Μόνιμες λύσεις

Αυτό που φαίνεται ξεκάθαρο είναι ότι οι απλές «δωροδοκίες» για τα μωρά -είτε πρόκειται για εφάπαξ μπόνους, είτε για μηνιαία δώρα, είτε για πιστώσεις φόρου- δεν αρκούν. Γενικότερα, λέει ο Frank Furedi του κέντρου μελετών MCC, που χρηματοδοτείται από την ουγγρική κυβέρνηση, «οι φιλογεννητικές πολιτικές απλά δεν λειτουργούν». Τα στοιχεία από την Πολωνία φαίνονται παρόμοια. H κυβέρνηση εκεί εφαρμόζει ένα γενναιόδωρο μηνιαίο επίδομα τέκνων από το 2016, αλλά δεν έχει δει αύξηση των γεννήσεων. Το καλύτερο που μπορούν να κάνουν οι χώρες είναι να κάνουν τον συνδυασμό εργασίας και οικογένειας λιγότερο δύσκολο. Καθώς η κυβέρνηση της Georgia Meloni εξετάζει νέα μέτρα για την Ιταλία, ο πολιτικός πειρασμός θα είναι να ανακοινώσει «φιλοοικογενειακές» πολιτικές. Ωστόσο, αυτό που πραγματικά θέλουν τα νέα ζευγάρια είναι ευκαιρίες απασχόλησης, υποστήριξη και επιλογές. Αν όλα αυτά υπάρξουν, όλο και περισσότεροι ενδέχεται να επιλέξουν να αποκτήσουν περισσότερα παιδιά.

 

 

Πηγή: The Economist