Quantcast

Γερμανικός Τύπος: Η συμμαχία κατά του Ερντογάν είναι καταδικασμένη να αποτύχει

Η διαφαινόμενη αποτυχία της αντιπολίτευσης να αποτρέψει την επανεκλογή του Ταγίπ Ερντογάν καθώς και το θέμα της διεύρυνσης του ΝΑΤΟ ενόψει των τουρκικών εκλογών στον γερμανικό Τύπο

“Γιατί οι απολυταρχικοί ηγέτες πετυχαίνουν;” διερωτάται η Handelsblatt, αναλύοντας τους τρεις παράγοντες, που φαίνεται να βοηθούν τον Τούρκο Πρόεδρο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν να επανεκλεγεί. Σύμφωνα με την εφημερίδα αυτοί είναι “η καταστολή, η εξουσία – και η αδυναμία της αντιπολίτευσης να αναπτύξει ένα πειστικό πρόγραμμα”.

Όπως σημειώνει η οικονομική εφημερίδα, είναι σαφές σε όλους τους παρατηρητές ότι η ίδια η προεκλογική εκστρατεία δεν εξελίσσεται ομαλά. Ο πρώην επικεφαλής του φιλοκουρδικού κόμματος της αντιπολίτευσης HDP βρίσκεται στη φυλακή, το ίδιο το κόμμα απειλείται με απαγόρευση και ο αντιπολιτευόμενος δήμαρχος της Κωνσταντινούπολης απειλείται με κυρώσεις. “Η κυβέρνηση γύρω από τον αρχηγό του κράτους Ερντογάν εξουδετερώνει έτσι πιθανούς υποψηφίους προτού γίνουν επικίνδυνοι.”

Χρησιμοποιεί επίσης ένα μέσο, στο οποίο η αντιπολίτευση δεν έχει κανέναν έλεγχο: την εξωτερική πολιτική. “Ο Ερντογάν προκαλεί συμμάχους με το πρόσχημα της υπεράσπισης της πατρίδας και εξαπατά τους εταίρους μιλώντας με τον Βλαντιμίρ Πούτιν. Στον πόλεμο της Ουκρανίας ανήλθε στη θέση του κορυφαίου διαπραγματευτή.””

Ο μεγαλύτερος αρωγός όμως στις εκλογές είναι η διχασμένη αντιπολίτευση, σημειώνει η Handelsblatt. Στο τρίτο μεγαλύτερο κόμμα της χώρας, το HDP, δεν επετράπη να συμμετάσχει στη μεγαλύτερη συμμαχία κατά του Ερντογάν. Το “τραπέζι των έξι” από τα κόμματα της αντιπολίτευσης δημοσίευσε τη Δευτέρα ένα προεκλογικό μανιφέστο με 75 κεφάλαια και 2.300 υποσχέσεις. Στο μανιφέστο αυτό δεν αναφέρονται οι Κούρδοι και η μεσαία τάξη. “Η συμμαχία κατά του Ερντογάν γίνεται μια συμμαχία που είναι καταδικασμένη να αποτύχει”, παρατηρεί η εφημερίδα. Έτσι δεν αποτελεί έκπληξη, ότι ο Ερντογάν κερδίζει ξανά έδαφος στις δημοσκοπήσεις.

 

 

Φινλανδία “ναι”, Σουηδία “όχι”

Και ενώ η προεκλογική περίοδος έχει ήδη ξεκινήσει στην Τουρκία, η αίτηση ένταξης της Σουηδίας και της Φινλανδίας στο ΝΑΤΟ είναι ένα από τα θέματα, τα οποία ο Τούρκος πρόεδρος προσπαθεί να χρησιμοποιήσει προς όφελος του, σύμφωνα με την Frankfurter Allgemeine Zeitung. Για πρώτη φορά δηλώνει τώρα ότι θα συμφωνούσε με την ένταξη των Φινλανδών παρά τις αρχικές ανησυχίες, διατηρώντας όμως το δικαίωμα βέτο κατά των Σουηδών. “Αυτό τον ωφελεί διπλά” σημειώνει η FAZ.

“Από τη μια πλευρά, ο ισχυρισμός του ότι παίρνει μια σκληρή και αδιαπραγμάτευτη θέση σχετικά με την (υποτιθέμενη) τρομοκρατική απειλή από Τούρκους υπηκόους στη Σουηδία γίνεται δεκτός στο εσωτερικό. Ακόμη και η αντιπολίτευση δεν μπορεί να τον αντικρούσει. Από την άλλη, κάνοντας παραχωρήσεις προς τη Φινλανδία, προσπαθεί να αντιμετωπίσει την εχθρική διάθεση όλο και περισσότερων χώρων του ΝΑΤΟ.”

“Αυτό που δεν συζητείται στην Τουρκία είναι ότι ο Ερντογάν βοηθά τη Μόσχα με την προσπάθειά του να διασπάσει το ΝΑΤΟ”, σχολιάζει η FAZ. “Γίνεται όλο και πιο σαφές ότι η Μόσχα είχε ρόλο στις πρόσφατες προκλήσεις στη Στοκχόλμη. Δεν τιμά τον Ερντογάν, ότι μεγαλοποιεί τέτοιες ποταπές προκλήσεις σε διακρατικές υποθέσεις και ως εκ τούτου βοηθά τη Ρωσία”, καταλήγει η εφημερίδα.

 

 

Αποζημιώσεις για βλάβες από τον εμβολιασμό

Στις αποζημιώσεις από βλάβες στην υγεία μετά τον εμβολιασμό, αναφέρεται δημοσίευμα του περιοδικού Der Spiegel. “Μέχρι στιγμής έχουν εγκριθεί 253 αιτήσεις αποζημίωσης λόγω σοβαρών ανεπιθύμητων παρενεργειών του εμβολιασμού κατά του κορωνοϊού, για παράδειγμα μυοκαρδίτιδα, φλεβική θρόμβωση και σύνδρομο Guillain-Barré.”

Αναλογικά με τον αριθμό των χορηγούμενων δόσεων, οι αιτήσεις για την αναγνώριση της βλάβης του εμβολίου είναι σπάνιες, σημειώνει το περιοδικό. “Οι περισσότερες αιτήσεις εγκρίθηκαν στα πολυπληθέστερα ομοσπονδιακά κρατίδια της Βαυαρίας (61) και της Βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας (38)”

Συνολικά, μόνο ένα μέρος των αιτήσεων εγκρίνεται, όπως σημειώνει το Der Spiegel. “Τα ομοσπονδιακά κρατίδια απέρριψαν 1.808 αιτήσεις. 3.968 αιτήσεις διεκπεραιώνονται επί του παρόντος και ενδέχεται να ακολουθήσουν και άλλες.”

 

 

ΠΗΓΗ: Deutsche Welle