Quantcast

Γερμανικές εκλογές: Τι αλλαγές θα φέρει μια πιθανή κυβέρνηση Σολτς

Μπορεί ο Σοσιαλδημοκράτης Όλαφ Σολτς να εμφανίζεται ως φαβορί για να διαδεχθεί την Άνγκελα Μέρκελ στην καγκελαρία, σύμφωνα, όμως, με τις δημοσκοπήσεις θα χρειαστεί έναν τρικομματικό συνασπισμό για να σχηματίσει την επόμενη κυβέρνηση της Γερμανίας.

Μπορεί ο Σοσιαλδημοκράτης Όλαφ Σολτς να εμφανίζεται ως φαβορί για να διαδεχθεί την Άνγκελα Μέρκελ στην καγκελαρία, σύμφωνα, όμως, με τις δημοσκοπήσεις θα χρειαστεί έναν τρικομματικό συνασπισμό για να σχηματίσει την επόμενη κυβέρνηση της Γερμανίας.

 

 

Τελευταία σφυγμομέτρηση εμφανίζει σταθερά πρώτο το SPD του Σολτς, που ετοιμάζεται να αναλάβει για πρώτη φορά εδώ και 16 χρόνια τα ηνία της μεγαλύτερης οικονομίας της Ευρώπης εκθρονίζοντας τους Συντηρητικούς, αλλά ο δρόμος προς τη συγκυβέρνηση με τους προτιμώμενους εταίρους, τους Πράσινους, είναι περίπλοκος και πιθανότατα θα χρειαστεί:

  • είτε μια πιο κεντρώα συμμαχία μαζί με τους Φιλελεύθερους,
  • είτε ένας συνασπισμός με το Αριστερό Die Linke, καθώς εμφανίζεται μάλλον απίθανο το σενάριο ενός μεγάλου συνασπισμού με τους Χριστιανοδημοκράτες και τους Φιλελεύθερους, σύμφωνα με αναλυτές, που επισημαίνουν πάντως ότι πολλά μπορούν να αλλάξουν μέχρι τις κάλπες της 26ης Σεπτεμβρίου.

Ανάλογα με το ποιους εταίρους θα επιλέξει ο Σολτς και το SPD το Bloomberg παρουσιάζει τις επιπτώσεις για την ατμομηχανή της Ευρωζώνης, αλλά και πιθανώς και την Ευρώπη, όταν θα ολοκληρωθούν οι πιθανώς πολύμηνες διαπραγματεύσεις.

Προϋπολογισμός

O ηγέτης των Φιλελευθέρων, Κρίστιαν Λίντνερ, έχει υπαινιχθεί ότι θα ζητήσει υψηλά ανταλλάγματα για να μετάσχει σε κυβερνητικό συνασπισμό υπό τον Όλαφ Σολτς, ενδεχομένως μεταξύ άλλων και το πόστο του υπουργού Οικονομικών.

Σ’ ένα τέτοιο σενάριο οι Σοσιαλδημοκράτες και οι Πράσινοι πιθανότατα θα πρέπει να βάλουν στο συρτάρι τα σχέδιά τους για αύξηση των κρατικών δαπανών και επέκταση του δανεισμού ώστε να χρηματοδοτηθεί η μετάβαση σε μια πιο φιλική προς το περιβάλλον και τεχνολογικά προηγμένη οικονομία.

Οι Φιλελεύθεροι αποβλέπουν σε μείωση του δημοσίου χρέους στο 60% του ΑΕΠ το συντομότερο δυνατό και επαναφορά σε ισχύ των συνταγματικών περιορισμών για τον δανεισμό, που ήρθησαν στη διάρκεια της πανδημίας.

Το αριστερό Die Linke από την άλλη θέλει να καταργήσει το φρένο χρέους (δηλαδή τον ισοσκελισμένο προϋπολογισμό) και να αυξήσει τον δανεισμό για τη χρηματοδότηση επενδύσεων στην Παιδεία και την υγεία και για να βοηθηθούν οι βιομηχανίες να μειώσουν τις εκπομπές ρύπων.

Αλλαγές στη φορολόγηση

Το SPD του Σολτς και οι Πράσινοι θέλουν να αυξήσουν την φορολόγηση των πλουσίων, ενώ το πρόγραμμα του Αριστερού κόμματος προβλέπει μεγαλύτερη συνεισφορά από τους πλούσιους και τις μεγάλες εταιρείες στη χρηματοδότηση δημόσιων υπηρεσιών και φτηνότερων στεγαστικών προγραμμάτων.

Στον αντίποδα οι Φιλελεύθεροι αποβλέπουν σε μείωση των φόρων για εταιρείες και τα υψηλά εισοδήματα καθώς και μέτρα στήριξης κλυδωνιζόμενων επιχειρήσεων, ώστε να καλύψουν τις χρηματοδοτικές τους ανάγκες.

Σοσιαλδημοκράτες, αν και δεν βλέπουν ευρύ περιθώριο για μειώσεις φόρων, έχουν δεσμευτεί ότι θα ανακουφιστούν από κάποια βάρη τα χαμηλά και μεσαία εισοδήματα.

Μεταρρυθμίσεις στον τραπεζικό κλάδο

Οι Σοσιαλδημοκράτες του Σολτς θέλουν να διατηρήσουν τον ανταγωνισμό στον τραπεζικό κλάδο και να μεταρρυθμίσουν το ρυθμιστικό πλαίσιο, ώστε να μη χρειάζεται πλέον το κράτος να επεμβαίνει για τη διάσωση τραπεζών και να προστατεύονται οι φορολογούμενοι.

Σε ενίσχυση της εποπτείας για την αποτροπή απάτης και χειραγώγησης εστιάζουν και οι Πράσινοι.

Το αριστερό Die Linke επιρρίπτει στις τράπεζες την ευθύνη για πολλά από τα δεινά της Γερμανίας και θέλει «να απελευθερώσει την κοινωνία και τη δημοκρατία από το στραγγαλισμό των χρηματοπιστωτικών ινστιτούτων». Από την άλλη πλευρά οι Φιλελεύθεροι σκοπεύει να προωθήσουν μια ισχυρή ευρωπαϊκή τραπεζική αγορά, που θα χαρακτηρίζεται από τον ανταγωνισμό και μια ευρεία ποικιλία επιχειρηματικών μοντέλων, ενώ θα πιέσει για να ξεφορτωθεί το κράτος το μερίδιό του στην Commerzbank. Tι σημαίνουν όλα αυτά; Ότι με τον Σολτς καγκελάριο είνια μάλλον απίθανη μια σημαντική αναδιαμόρφωση του τραπεζικού κλάδου στη Γερμανία.

Η προστασία του κλίματος

Οι Πράσινοι αποβλέπουν σε απεξάρτηση από τον άνθρακα της γερμανικής οικονομίας μέσα σε δύο δεκαετίες και δεν είναι διατεθειμένοι να κάνουν συμβιβασμούς όσον αφορά στην πολιτική τους για το κλίμα. Σύμφωνα με το πρόγραμμά τους μόνον οχήματα με μηδενικούς ρύπους θα καταχωρούνται από το 2030.

Οι Σοσιαλδημοκράτες του Σολτς επιδιώκουν την απεξάρτηση από τον άνθρακα για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας μέχρι το 2040, πέντε χρόνια νωρίτερα από τον ευρύτερο στόχο μηδενικών ρύπων, ενώ προτείνουν μέτρα για τη μείωση του αποτυπώματος άνθρακα της Γερμανίας σε συνδυασμό με δημιουργία νέων θέσεων απασχόλησης για όσους χάσουν τις δουλειές τους λόγω της ενεργειακής μετάβασης.

Η στρατηγική των Φιλελευθέρων από την άλλη βασίζεται στην προώθηση νέων τεχνολογιών, ενώ το Αριστερό Κόμμα ζητά να προστατευθεί ο μέσος πολίτης, ώστε να μην επωμιστεί το κόστος της μείωσης των ρύπων μέσω αυξημένων ενοικίων ή λογαριασμών ρεύματος, το οποίο θα πρέπει να επιβαρύνει τις ρυπογόνες εταιρείες. Παράλληλα εισηγούνται δωρεάν χρήση των μέσων μαζικής μεταφοράς.

Τέλος στην αυστηρή δημοσιονομική πειθαρχία στην Ευρώπη;

Απορρίπτοντας τη λιτότητα του παρελθόντος οι Σοσιαλδημοκράτες του Σολτς θέλουν να προχωρήσει μια κοινή πολιτική επενδύσεων της ΕΕ, χρηματοδοτούμενη από αμοιβαίο χρέος, ενώ οι Πράσινοι θέλουν να μετατραπεί ο ΕΜΣ σε ένα Ευρωπαϊκό Νομισματικό Ταμείο που θα χορηγεί πιστώσεις χωρίς όρους.

Την ιδέα του Ευρωπαϊκού Νομισματικού Ταμείου στηρίζουν και οι Φιλελεύθεροι, αλλά με πλήρη επαναφορά σε ισχύ των μέτρων που ίσχυαν για τα χρέη των κρατών μελών και τα ελλείμματα πριν την πανδημία. Το Αριστερό κόμμα από την πλευρά του δεσμεύεται να διοχετεύσει κονδύλια της ΕΕ σε κοινωνικά προγράμματα και την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, ενώ απορρίπτει την επιστροφή σε αυστηρότερη δημοσιονομική πειθαρχία.

Κατώτατος μισθός

Μια από τις βασικές προεκλογικές δεσμεύσεις του Σολτς είναι η αύξηση του κατώτατου ωρομισθίου στα 12 ευρώ – από 9,60 τώρα και 10,45 από τον Ιούλιο του ερχόμενου έτους.

Οι Πράσινοι συμφωνούν, το Αριστερό κόμμα ζητά αύξηση στα 13 ευρώ, ενώ οι Φιλελεύθεροι αντιτίθενται σε οποιαδήποτε αύξηση του κατώτατου μισθού κι επιδιώκουν ελαστικοποίηση της χαμηλόμισθης εργασίας.