Λίγο πριν τα Χριστούγεννα ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Στέφεν Χέμπεστραϊτ της Γερμανίας παρουσίασε το έμβλημα της γερμανικής προεδρίας των G7.Το έμβλημα αυτό ξεχωρίζει για την απλότητά του. Μόλις δύο χρώματα, μπλε και άσπρο. Μόλις δύο στοιχεία, το G και το 7. Ξεχωρίζουν το γράμμα G και ο αριθμός 7, που σχηματίζουν ένα ισχυρό σύμβολο.
ΗΠΑ, Καναδάς, Ιαπωνία, Γαλλία, Μ.Βρετανία, Ιταλία και Γερμανία συμμετέχουν στην ομάδα G7. Πρόκειται για τις πιο πλούσιες βιομηχανικές χώρες της Δύσης ή τουλάχιστον αυτό συνέβαινε στη δεκαετία του ’70, όταν άρχισαν οι άτυπες συναντήσεις της ομάδας. Την εποχή εκείνη, λίγα χρόνια μετά την πετρελαϊκή κρίση, η οικονομική συνεργασία και ανόρθωση της διεθνούς οικονομίας αποτελούσε απόλυτη προτεραιότητα. Σήμερα οι G7 εστιάζουν κυρίως στην πολιτική ατζέντα, για παράδειγμα στην προστασία του κλίματος. «Μπορεί να έχουμε την ψευδαίσθηση ότι η Δύση αποτελεί μία νησίδα ευημερίας, αλλά η στάθμη των υδάτων ανεβαίνει συνεχώς, ακόμη και σε αυτήν τη νησίδα», προειδοποιεί η «Πράσινη» υπουργός Εξωτερικών της Γερμανίας Αναλένα Μπέρμποκ. «Γι αυτό η κοινή αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής θα αποτελέσει μία από τις προτεραιότητές μας στην προεδρία της ομάδας G7».
Η μεγάλη πρόκληση της Κίνας
Ωστόσο, το ζήτημα της κλιματικής αλλαγής δεν μπορεί να επιλυθεί χωρίς τη συνδρομή της Κίνας. Το ίδιο ισχύει και για άλλες εκκρεμότητες στην ατζέντα των G7. Αλλά η πολιτική απέναντι στην Κίνα φαίνεται να διχάζει τους ηγέτες της Δύσης. Τους τελευταίους μήνες ο αμερικανός πρόεδρος Τζο Μπάιντεν εισηγείται μία πιο σκληρή στάση απέναντι στο Πεκίνο. Οι Ευρωπαίοι τηρούν στάση αναμονής. Η επικεφαλής της γερμανικής διπλωματίας εξηγεί: «Για τους Ευρωπαίους στην ομάδα G7 η Κίνα είναι εταίρος. Υπάρχουν ζητήματα διεθνούς εμβέλειας που δεν επιδέχονται λύση χωρίς κοινή συνεννόηση. Επιπλέον όμως η Κίνα είναι ανταγωνιστής, σε ορισμένα θέματα είναι και στρατηγικός ανταγωνιστής. Ύψιστη προτεραιότητα της διπλωματίας είναι η συνεργασία, όμως οι φιλελεύθερες δημοκρατίες καθορίζουν την πορεία τους με βάση τα ανθρώπινα δικαιώματα και τις διεθνείς συνθήκες».
Τους κύριους άξονες της γερμανικής πολιτικής απέναντι στο Πεκίνο επιχείρησε να σκιαγραφήσει και ο νέος καγκελάριος Όλαφ Σολτς στα μέσα Δεκεμβρίου, στη διάρκεια των προγραμματικών δηλώσεων στην Ομοσπονδιακή Βουλή. «Η κινεζική ηγεσία επιδεικνύει ιδιαίτερη αυτοπεποίθηση όταν υπερασπίζεται τα συμφέροντά της. Η Γερμανία και η Ευρώπη έχουν κάθε λόγο να πράξουν το ίδιο», επισημαίνει ο Όλαφ Σολτς. «Η πολιτική απέναντι στην Κίνα καθορίζεται από την πραγματική κατάσταση που επικρατεί στην ίδια την Κίνα. Αυτό δεν σημαίνει ότι κλείνουμε τα μάτια μπροστά στους κινδύνους για τα ανθρώπινα δικαιώματα ή ότι δεν λέμε τα πράγματα με το όνομά τους. Αλλά αυτό πάλι δεν αλλάζει το γεγονός, ότι μία χώρα με το μέγεθος και την ιστορία της Κίνας κατέχει σήμερα περίοπτη θέση στη διεθνή κοινότητα».
Οι ΗΠΑ παραμένουν ο «πιο σημαντικός εταίρος»
Την ίδια στιγμή ο καγκελάριος ξεκαθάρισε, ότι οι ΗΠΑ παραμένουν ο «πιο σημαντικός» εταίρος της Γερμανίας στον διεθνή ανταγωνισμό δυνάμεων. Αυτό ισχύει και για την πολιτική απέναντι στη Ρωσία. Ήδη οι G7 έχουν ξεκαθαρίσει ότι σε περίπτωση νέας ρωσικής επίθεσης στην Ουκρανία θα υπάρξουν «σημαντικές συνέπειες», τις οποίες όμως ακόμη δεν έχουν προσδιορίσει. «Θα ήθελα να επαναλάβω, για την περίπτωση που δεν έγινε πλήρως κατανοητό, αυτό που έχουν επισημάνει οι προκάτοχοί μου», τόνισε ο νέος καγκελάριος, επαναλαμβάνοντας ουσιαστικά την πάγια θέση της προκατόχου του. «Κάθε παραβίαση εθνικής κυριαρχίας θα έχει μεγάλο αντίτιμο. Σε αυτό το θέμα μιλάμε όλοι με μία φωνή, με τους ευρωπαίους εταίρους και τους υπερατλαντικούς συμμάχους».
Συναντήσεις της ομάδας G7 σε επίπεδο υπουργών προγραμματίζουν στη Γερμανία τα υπουργεία Εξωτερικών, Οικονομικών, Οικονομίας και Υγείας. Όσο για τη σύνοδο κορυφής, θα διεξαχθεί στο ειδυλλιακό περιβάλλον των βαυαρικών Άλπεων και συγκεκριμένα στο Ανάκτορο Έλμαου, στην περιφέρεια του Γκάρμις Παρτενκίρχεν, τον Ιούνιο. Είναι η δεύτερη φορά που οι ηγέτες του G7 επισκέπτονται την περιοχή, μετά το 2015. Την ιδιαίτερη ικανοποίησή του εκφράζει ο δήμαρχος Τόμας Σβαρτσενμπέργκερ, μιλώντας στη Βαυαρική Ραδιοφωνία (BR). «Είναι μία ωραία επιβεβαίωση ότι η προηγούμενη συνάντηση είχε επιτυχία και άφησε καλές εντυπώσεις στους ξένους ηγέτες», τονίζει ο τοπικός άρχοντας. «Από την άλλη πλευρά ξέρουμε ότι μας περιμένει πολλή δουλειά τους επόμενους έξι μήνες. Αυτό ισχύει για εμάς, για την αστυνομία, για τα σωστικά συνεργεία, για όλους…». Το βαυαρικό υπουργείο Εσωτερικών εκτιμά ότι οι δαπάνες για τη σύνοδο κορυφής θα φτάσουν τα 166 εκατομμύρια ευρώ. Το 90% των κονδυλίων διατίθεται για την ασφάλεια και κυρίως για την κατασκευή νέου φράχτη και τη λειτουργία δορυφορικών συστημάτων επικοινωνίας.