Quantcast

Financial Times-Bραζιλία: Οι υποστηρικτές του Μπολσονάρου απορρίπτουν τις δημοσκοπήσεις – Έρχεται δεύτερος

Για πολλούς μήνες, οι δημοσκοπήσεις έδιναν προβάδισμα στον Λούλα, ο οποίος φαινόταν να συγκεντρώνει το 45% της στήριξης του εκλογικού σώματος, με τον Μπολσονάρου να καταγραφείο το 35%

Οι υποστηρικτές του Ζαΐχ Μπολσονάρου απορρίπτουν τα κακά νέα που φέρνουν οι δημοσκοπήσεις για τις εκλογές στην Βραζιλία σημειώνουν σε δημοσίευμά τους οι Financial Times.

 

Πιο συγκεκριμένα και σύμφωνα με το δημοσίευμα, ο υπουργός Επικοινωνιών Φάμπιο Φάρια δεν κατάφερε να συγκρατήσει τον εκνευρισμό του για τις δημοσκοπήσεις της περασμένης εβδομάδας που έδειξαν πως ο νυν πρόεδρος Ζαΐρ Μπολσονάρου έρχεται δεύτερος, ενώ ο πρώην Πρόεδρος Λούλα ντα Σίλβα προηγείται κατά 10 ποσοστιαίες μονάδες.

«Αρκετά με τις παράλογες δημοσκοπήσεις. Η στιγμή της αλήθειας έρχεται», είπε ο υπουργός. Ο ίδιος – όπως και πολλοί υποστηρικτές του δεξιού προέδρου – θεωρεί πως οι δημοσκόποι της χώρας ευνοούν τον πρώην Πρόεδρο.

Για πολλούς μήνες, οι δημοσκοπήσεις έδιναν προβάδισμα στον Λούλα, ο οποίος φαινόταν να συγκεντρώνει το 45% της στήριξης του εκλογικού σώματος, με τον Μπολσονάρου να καταγραφείο το 35%. Πρόσφατα οι δημοσκοπήσεις έδωσαν στον Λούλα ποσοστό στήριξης της τάξεως του 47%. Αν δεν εξασφαλίσει πάνω από το 50% ένας από τους δύο υποψήφιους στον πρώτο γύρο, στις 2 Οκτωβρίου, τότε θα υπάρξει και δεύτερος στο τέλος του μήνα.

Οι ψηφοφόροι του προέδρου της Βραζιλίας, θεωρούν, όμως, πως αυτές οι δημοσκοπήσεις δεν αντικατοπτρίζουν τις πραγματικές επιθυμίες της μεγαλύτερης δημοκρατίας της Λατινικής Αμερικής. Γι’ αυτούς, όπως σημειώνεται, το γεγονός ότι ο Πρόεδρος έχει την ικανότητα να διοργανώνει δράσεις και events στα οποία συμμετέχουν δεκάδες χιλιάδες άτομα είναι απόδειξη της υπεροχής του.

Ας σημειωθεί ότι ο ίδιος ο Μπολσονάρου είπε την προηγούμενη εβδομάδα πως πιστεύει ότι θα κερδίσει από τον πρώτο γύρο των εκλογών. Αν δεν κερδίσει «κάτι ασυνήθιστο θα έχει συμβεί», είπε. Τα σχόλια αυτά εγείρουν ανησυχίες πως αν χάσει θα αμφισβητήσει το αποτέλεσμα των εκλογών, όπως έκανε και ο Αμερικανός Πρόεδρος Donald Trump μετά τις εκλογές του 2020. «Ο λαός θέλει η κυβέρνησή μας να συνεχίσει. Αυτές οι δημοσκοπήσεις είναι ασήμαντες» είπε.

Από τη μεριά τους, οι λίγες εταιρείες δημοσκοπήσεων της χώρας (Datafolha, IPEC και Quaest) φαίνεται να υπερασπίζονται τόσο τη μεθοδολογία τους όσο και την ακρίβειά τους.

«Οι πολιτικοί υποστηρικτές είναι σαν τους οπαδούς στο ποδόσφαιρο… Οι υποστηρικτές και του Λούλα και του Μπολσονάρου παραπονιούνται για τα αποτελέσματα των δημοσκοπήσεων, όπως κάνουν και οι οπαδοί στο ποδόσφαιρο όταν ο διαιτητής σφυρίξει φάουλ. Δεν υπάρχει όμως κάποια βάση στην επιχειρηματολογία τους πως οι δημοσκοπήσεις είναι ανακριβείς», δηλώνει ο ιδρυτής της Quaest Felipe Nunes.

Από τη μεριά του, ο José Eustáquio Diniz Alves, ερευνητής που εξειδικεύεται σε δημογραφικά ζητήματα και ο οποίος εργαζόταν στο Ινστιτούτο Γεωγραφίας και Στατιστικής της Βραζιλίας προειδοποιεί πως αυτό που θα μπορούσε να επηρεάσει την ακρίβεια των δημοσκοπήσεων έχει να κάνει με την απογραφή του 2020 που αναβλήθηκε.

«Η αναβολή της απογραφής του 2020 θέτει σε κίνδυνο την ακρίβεια των δημοσκοπήσεων, καθώς ούτε η επίσημη στατιστική αρχή της χώρας ούτε κανείς άλλος στη Βραζιλία γνωρίζει την πραγματικότητα, με ακρίβεια, του προφίλ του πληθυσμού της Βραζιλίας» επισημαίνει. «Για παράδειγμα, ο Lula έχει μεγαλύτερο ποσοστό πρόθεσης ψήφους σε πληθυσμούς με χαμηλό εισόδημα, ενώ ο Μπολσονάρου σε πληθυσμούς με υψηλό».

Μάλιστα για να αμφισβητήσουν την ακρίβεια των δημοσκοπήσεων, οι υποστηρικτές του Μπολσονάρου επικαλούνται και έναν ακόμα παράγοντα. Πιο συγκεκριμένα, ισχυρίζονται πως πολλοί ψηφοφόροι ντρέπονται να παραδεχθούν πως σκοπεύουν να ψηφίσουν Μπολσονάρου, με το φαινόμενο να αποκαλείται “envergonhado”.

Ο κ. Felipe Nunes της Quaest ισχυρίζεται πως ισχύει το αντίθετο, ότι δηλαδοί οι υποστηρικτές του Λούλα Ντα Σίλβα είναι αυτοί που ντρέπονται να παραδεχτούν πως θα τον ψηφίσουν καθώς το όνομά του είχε συνδεθεί με ένα τεράστιο σκάνδαλο διαφθοράς που κλόνισε την Βραζιλία την περίοδο 2014 με 2017.