Quantcast

Έρευνα: Η ρύπανση από ορυκτά καύσιμα ενδεχομένως ευθύνεται για την αύξηση της υπογονιμότητας

Ομάδα δανών επιστημόνων θεωρεί ότι η επιστημονική κοινότητα θα πρέπει να στρέψει το ενδιαφέρον της στις επιπτώσεις της έκθεσης σε ρύπους που παράγονται από την καύση ορυκτών καυσίμων, ως πιθανή αιτία για την υπογονιμότητα

Η αύξηση της υπογονιμότητας ενδεχομένως συνδέεται με τη ρύπανση που προκαλεί η καύση των ορυκτών καυσίμων, σύμφωνα με ανασκόπηση της σχετικής επιστημονικής βιβλιογραφίας.

Στη διάρκεια των τελευταίων 50 ετών, οι γεννήσεις παιδιών παρουσιάζουν σταθερή μείωση. Η μελέτη εστιάζει στη Δανία, όμως η τάση αυτή είναι εμφανής και σε άλλα κράτη με ανεπτυγμένη βιομηχανία. Ένα στα δέκα παιδιά στη Δανία γεννιέται μέσω τεχνικών υποβοηθούμενης αναπαραγωγής, ενώ πάνω από το 20% των ανδρών δεν κάνουν ποτέ παιδιά, σύμφωνα με τους ερευνητές. Αυτή η μείωση των γεννήσεων εμφανίζεται να ξεκινά στις αρχές της εκβιομηχάνισης. Οι ειδικοί έχουν προειδοποιήσει ότι η τάση θα μπορούσε να οδηγήσει σε δημογραφικές ανισορροπίες, με τους λιγοστούς νέους να είναι υποχρεωμένοι να υποστηρίξουν έναν εκτεταμένο γερασμένο πληθυσμό.

«Γνωρίζουμε ελάχιστα για την υπογονιμότητα»

«Πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι γνωρίζουμε ελάχιστα για την υπογονιμότητα στον πληθυσμό, επομένως το επόμενο βήμα θα πρέπει να είναι να διαπιστώσουμε τους λόγους που τόσα νέα ζευγάρια δεν έχουν παιδιά», εξηγεί στον Guardian ο Νιλς Έρικ Σκάκεμπεκ, καθηγητής του Πανεπιστημίου της Κοπεγχάγης στη Δανία και επικεφαλής συγγραφέας της μελέτης που δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό περιοδικό Nature Reviews Endocrinology.

Η μείωση των γεννήσεων συχνά αποδίδεται σε πολιτισμικά και κοινωνικοοικονομικά αίτια, όπως η αυξημένη πρόσβαση σε μέσα οικογενειακού προγραμματισμού, όπως η αντισύλληψη και η άμβλωση, αλλά και στον μεταβαλλόμενο κοινωνικό ρόλο των γυναικών, με τη μορφή της εκπαίδευσής τους και της συμμετοχής τους στην αγορά εργασίας που ενδεχομένως οδηγεί στη δημιουργία οικογένειας σε μεγαλύτερη ηλίκία, μεταξύ άλλων.

Όμως τα στοιχεία δείχνουν ότι οι γεννήσεις σημείωναν μείωση καιρό πριν την κυκλοφορία των πρώτων αντισυλληπτικών χαπιών, ενώ οι συνολικοί αριθμοί των αμβλώσεων σημειώνουν μείωση με την πάροδο των ετών. Αντιθέτως, από το 1990 και έπειτα οι αποβολές σημειώνουν αύξηση της τάξης του 1-2%.

Βιολογικοί παράγοντες

Αντιθέτως, ένας αυξανόμενος αριθμός ερευνών έχει δείξει ότι η ανθρώπινη υπογονιμότητα αυξάνεται εξαιτίας βιολογικών παραγόντων. Μεταξύ άλλων, κάθε χρόνο καταγράφονται 74.000 κρούσματα καρκίνου των όρχεων, ενώ ταυτόχρονα όλο και συχνότερα η ποιότητα των ωαρίων και του σπέρματος εμφανίζεται μειωμένη, νεαρά κορίτσια μπαίνουν πρόωρα στην εφηβεία, και σημειώνονται γενετικές ανωμαλίες στα γεννητικά όργανα αρσενικών βρεφών.

Αυτή η τάση δεν μπορεί να εξηγηθεί γενετικά, επειδή η εξέλιξη απαιτεί μεγαλύτερα διαστήματα, στα οποία να μεσολαβούν περισσότερες γενιές. Έτσι ο Σκάκεμπεκ και οι συνάδελφοί του παροτρύνουν την επιστημονική κοινότητα να εξετάσει την περιβαλλοντική έκθεση σε τοξικούς χημικούς ρύπους που παράγονται από την καύση των ορυκτών καυσίμων – που είναι μαζί μας από τη Βιομηχανική Επανάσταση και μετά.

«Αυτό που με εντυπωσίασε σε αυτή την έρευνα ήταν το εύρημα ότι τόσο μεγάλο μέρος της σύγχρονης ζωής μας συνδέεται με τα ορυκτά καύσιμα», τονίζει ο Σκάκεμπεκ μιλώντας στον Guardian. «Δεν το σκεφτόμαστε κατ’ αυτόν τον τρόπο. Όταν αγοράζουμε ένα ζευγάρι παπούτσια που αποτελείται από χημικά, τα οποία αρχικά παράχθηκαν από ορυκτά καύσιμα».

Τι σχέση έχουν τα ορυκτά καύσιμα με την αναπαραγωγική μας υγεία;

Τα ορυκτά καύσιμα είναι πανταχού παρόντα – σε βαθμό που να έχουν εντοπιστεί στο ανθρώπινο αίμα, το σπέρμα, τον πλακούντα και το μητρικό γάλα, όπως επίσης και τον λιπώδη ιστό του στήθους. Πολλοί ρύποι που παράγονται από την καύση ορυκτών καυσίμων αποτελούν ενδοκρινικούς διαταράκτες, πράγμα που σημαίνει ότι παρεισφρέουν στα ορμονικά συστήματα του οργανισμού και επηρεάζουν αρνητικά την αναπαραγωγική υγεία.

«γνωρίζουμε από πολλαπλές πειραματικές μελέτες σε ζώα ότι τα πλαστικά, τα χημικά και λοιπά μπορούν να προκαλέσουν προβλήματα στην αναπαραγωγή των ζώων», σημειώνει ο Σκάκεμπεκ. «Δεν μπορούμε να κάνουμε μελέτες έκθεσης σε ανθρώπους, κάτι τέτοιο δεν θα ήταν ηθικό, όμως γνωρίζουμε αρκετά από τις έρευνες σε ζώα ώστε να έχουμε λόγους να ανησυχούμε».

Για παράδειγμα, μελέτες σε ζώα έχουν δείξει ότι οι αρουραίοι και τα ποντίκια υφίστανται γενετικές αλλαγές που επηρεάζουν τις αναπαραγωγικές τους δυνατότητες όταν εκτίθενται σε ενδοκρινικούς διαταράκτες από τοξικές χημικές ουσίες. Οι έρευνες σε ανθρώπους παραμένουν ελάχιστες, όμως ορισμένες μελέτες έχουν δείξει ότι οι ενδοκρινικοί διαταράκτες ενδέχεται να μπορούν να συνδεθούν άμεσα με ασθένειες του ανδρικού αναπαραγωγικού συστήματος.

Στοιχεία από έρευνες σε ζώα έχουν δείξει ότι η αναπαραγωγική ικανότητα των αρσενικών και των θηλυκών επηρεάζεται με διαφορετικούς τρόπους από τα ίδια επίπεδα έκθεσης και ότι το πρώτο διάστημα της κύησης είναι μια ιδιαίτερα ευαίσθητη περίοδος, κατά την οποία αυτά τα χημικά μπορούν να προκαλέσουν προβλήματα.

Ωστόσο, αυτές οι συνδέσεις θα πρέπει να εξεταστούν συστηματικά και να αξιολογηθούν για τον εντοπισμό αιτιωδών σχέσεων. Αλλαγές στον τρόπο ζωής, όπως η μείωση της σωματικής άσκησης, το κάπνισμα, η αύξηση των ποσοστών παχυσαρκίας, η κατανάλωση αλκοόλ και οι αλλαγές στη διατροφή θα πρέπει επίσης να λαμβάνονται υπόψη.