Quantcast

Ενδιάμεσες Εκλογές στις ΗΠΑ: Ο Μπάιντεν, οι γκάφες της εκστρατείας και ο «κόκκινος» κίνδυνος

Ενδιάμεσες Εκλογές στις ΗΠΑ: Ο Μπάιντεν, οι γκάφες της εκστρατείας και ο «κόκκινος» κίνδυνος

Η Oυάσιγκτον έχει συνηθίσει εδώ και αιώνες να ζει με τα κύματα παρότι δεν είναι παραθαλάσσια.

Ζει κάθε δύο χρόνια με τα εκλογικά κύματα. Άλλοτε είναι μπλε (Δημοκρατικοί), άλλοτε κόκκινα (Ρεπουμπλικάνοι), και κάποιες φορές μικτά κυανέρυθρα (η Βουλή και η Γερουσία μοιράζονται ανάμεσα στα δύο κόμματα). Και ανάλογα με τον συνδυασμό που θα προκύψει έχουν τη δυνατότητα να απογειώσουν ή να καταστρέψουν το δεύτερο τμήμα της θητείας ενός Αμερικανού προέδρου.

Έτσι, λίγο πριν από την 8η Νοεμβρίου, η τύχη της Βουλής των Αντιπροσώπων φαίνεται ότι έχει ήδη αποφασιστεί, καθώς εκτιμάται ότι οι Ρεπουμπλικάνοι θα κερδίσουν άνετα τις πέντε επιπλέον έδρες που χρειάζονται για να αποκτήσουν τον έλεγχο του Σώματος το οποίο έως σήμερα βρίσκεται στα αντίπαλα  χέρια.

Η μάχη για τον έλεγχο του Κογκρέσου θα κριθεί στην μάχη για τη Γερουσία.

Σε αυτές τις εκλογές κρίνονται 35 έδρες. Η κατάσταση σύμφωνα με τις έρευνες είναι ρευστή και όλα είναι ανοικτά. Η υπάρχουσα εύθραυστη ισορροπία είναι πιθανό να ανατραπεί και πλέον όλα τα βλέμματα στρέφονται στην Πενσυλβάνια και στην Τζόρτζια, οι οποίες θεωρούνται ότι είναι οι δύο πολιτείες που κρατούν τα κλειδιά της Γερουσίας για τον Μπάιντεν ή για την απόλυτη ανατροπή.

Η προεκλογική περίοδος ξεκίνησε δύσκολα για τους Δημοκρατικούς αλλά το μομέντουμ της ανατροπής ήλθε χωρίς όμως τελικά να το καρπωθούν οι Μπλε. Το μπλε κύμα δεν έφτασε ποτέ ως την Ουάσιγκτον. Το διάστημα που μεσολάβησε ήταν ένας πυκνός πολιτικά χρόνος με τους Αμερικάνους να δέχονται ένα καταιγισμό μηνυμάτων. Η άνοδος του εξτρεμισμού, ο φόβος για την πορεία της αμερικανικής δημοκρατίας μέχρι το νομικό πλαίσιο των αμβλώσεων, η συνέχιση των δικαστικών περιπετειών του Ντόναλντ Τραμπ με την έφοδο του FBI στο Μαρ-α-Λάγκο, η ακρίβεια και η ασφάλεια αναδείχθηκαν σε διακυβεύματα και προεκλογικά αφηγήματα. Στο τέλος, όμως, της ημέρας ο πληθωρισμός ήταν το θέμα που σάρωσε τα πάντα.

Άλλωστε, η ρήση της καμπάνιας του Κλίντον «Ιt’s the economy, stupid…» (με πατέρα της τον Carville) δεν έχει χάσει ποτέ την αξία της.

Λίγους μήνες νωρίτερα,  τα προγνωστικά ήθελαν τους Ρεπουμπλικάνους να πετυχαίνουν σαρωτική νίκη τόσο στη Βουλή όσο και στη Γερουσία και σε μια στιγμή που τίποτα δεν φαινόταν να ευνοεί τους Δημοκρατικούς, εκείνοι έμοιαζαν να πασχίζουν να βρουν ακόμα και το αφήγημα με το οποίο θα κατέβαζαν τον κόσμο στις κάλπες.

Συνήθως, οι ενδιάμεσες εκλογές αποκτούν τον χαρακτήρα δημοψηφίσματος απέναντι στην κυβέρνηση και η αμερικανική πολιτική εμπειρία έχει δείξει ότι οι ψηφοφόροι της αντιπολίτευσης είναι αυτοί που εμφανίζονται πιο δραστήριοι και πρόθυμοι να προσέλθουν στην κάλπη.

Είναι άλλωστε χαρακτηριστικό ότι στο πρόσφατο παρελθόν είδαμε προέδρους που απολάμβαναν πολύ υψηλότερη δημοτικότητα από τον Μπάιντεν, όπως για παράδειγμα τον Μπαράκ Ομπάμα και τον Τζορτζ Μπους το νεότερο, να οδηγούνται σε συντριπτικές ήττες κατά τη διάρκεια των ενδιάμεσων εκλογών.

Με το 69% των Αμερικανών να πιστεύει ότι η χώρα οδεύει προς την λάθος κατεύθυνση και τα ποσοστά δημοτικότητας του Τζο Μπάιντεν να έχουν κατρακυλήσει σε ορισμένες περιπτώσεις ακόμα και στο 36%, οι προεκλογικοί οιωνοί δεν φάνταζαν ευνοϊκοί για τους Δημοκρατικούς.

Είναι άλλωστε ενδεικτικό ότι μέχρι και τα μέσα της προεκλογικής περιόδου πολλοί βουλευτές και γερουσιαστές δεν ήθελαν να επισκεφθεί  ο Μπάιντεν τις περιφέρειες τους καθώς δεν θα τους ωφελούσε. Μέσα σε όλα αυτά ήλθε να προστεθεί στην κοινωνική δυσαρέσκεια που συνέχισε να διογκώνεται ο ανεξέλεγκτος καλπασμό του πληθωρισμού.

Αν και η Αμερική ήταν πάντα η χώρα των αντιφάσεων και των μεγάλων ανισοτήτων, ο πληθωρισμός  δεν φαίνεται να κάνει διακρίσεις γιατί όπως παρατήρησε εύστοχα μια πολίτης «μας επηρεάζει όλους με τον ίδιο τρόπο. Όλοι έχουμε λιγότερα χρήματα».

Μπροστά, λοιπόν, σε αυτό το σκηνικό, ήρθε κάπου μέσα στο καλοκαίρι η συντηρητική πλειοψηφία του Ανώτατου Δικαστηρίου για να προσφέρει άθελα της μια σανίδα σωτηρίας στους Δημοκρατικούς. Η ανατροπή της απόφασης που καθόριζε το νομικό πλαίσιο των αμβλώσεων πυροδότησε κύμα αντιδράσεων και οδήγησε στην εγγραφή πολλών νέων γυναικών στους εκλογικούς καταλόγους. Αυτή η κινητικότητα καταγράφηκε και στις δημοσκοπήσεις, ανυψώνοντας για πρώτη φορά τις ελπίδες των Δημοκρατικών, οι οποίοι εκτός από το φόβητρο των αμβλώσεων φάνηκαν να αποκτούν επιτέλους και ορισμένα πολεμοφόδια στην μάχη κατά του πληθωρισμού.  Οι επιτυχίες του πρόεδρου Μπάιντεν για τη μείωση στις τιμές των φαρμάκων, η διαγραφή μέρους του χρέους των φοιτητικών δανείων αλλά και η μείωση στην τιμή της βενζίνης ήταν μικρές αλλά ουσιαστικές νίκες στον αγώνα κατά της ακρίβειας.

Τέτοια βήματα μπορεί να έγιναν αλλά στη συνείδηση του κόσμου δεν αποτυπώθηκαν. Αντί να εστιάσουν στην οικονομία, οι Δημοκρατικοί επένδυσαν υπέρμετρα στο μαγικό χαρτί των αμβλώσεων. Ήταν μια επένδυση που δεν τους βγήκε γιατί πολύ απλά το θέμα της οικονομίας συνέχισε να παραμένει το πρωταρχικό μέλημα των ψηφοφόρων. Επιπλέον, στο δεύτερο σημαντικότερο θέμα που είναι η πάταξη της ανόδου της εγκληματικότητας φάνηκαν να είναι αδρανείς και να ταυτίζονται με τα ακραία αριστερά κινήματα που ζητούσαν την υποχρηματοδότηση της αστυνομίας. Και μια κριτική που ασκείται στην επικοινωνιακή στρατηγική των Δημοκρατικών είναι ότι εστιάζουν πολύ υπερβολικά στις πολιτικές ταυτότητας και στα κοινωνικά θέματα, δίνοντας την εικόνα ότι δεν έχουν μια συγκροτημένη πρόταση για την οικονομία, την ασφάλεια και τα θέματα της καθημερινότητας.

Η αλήθεια είναι ότι όταν κάποιος ακούει αυτή την κριτική για το κόμμα που εφηύρε το σλόγκαν «είναι η οικονομία, ανόητε», δεν μπορεί παρά να σκεφτεί την ρήση «δάσκαλε που δίδασκες και νόμο δεν εκράτεις». Και ίσως πρώτος από όλους που θα το σκέφτοταν θα ήταν ο κορυφαίος επικοινωνιολόγος, Τζέιμς Κάρβιλ, που ήταν ο άνθρωπος που καθιέρωσε το περιβόητο σλόγκαν για την οικονομία στην προεκλογική εκστρατεία του Μπιλ Κλίντον.

Σχεδόν τριάντα χρόνια αργότερα, σε μια προεκλογική περίοδο που εκτυλίσσεται μέσα σε ένα περιβάλλον πληθωρισμού της τάξης του 8,2%, θα περιμέναμε ότι ο άνθρωπος που δημιούργησε το σύνθημα «είναι η οικονομία, ανόητε» δεν θα έβρισκε κανέναν που να χρειάζεται να του το υπενθυμίσει. Και, όμως, ο Τζέιμς Κάρβιλ δεν σταματάει να το επαναλαμβάνει. Βλέποντας τον να συνομιλεί για τις ενδιάμεσες εκλογές με τον Τζορτζ Στεφανόπουλο στην πλατφόρμα «Hulu», κάποιος μπορεί να διακρίνει στο πρόσωπο του μια ελαφριά απογοήτευση για μια ευκαιρία που ίσως χάθηκε.

«Πρέπει να μείνεις συγκεντρωμένος. Να μιλάς για πράγματα που έχουν σημασία για τους ανθρώπους. Ξέρεις; ‘Είναι η οικονομία, ανόητε’. Δεν μπορείς να ξεφύγεις από τον πληθωρισμό. Είναι εκεί. Δεν μπορείς να τον αγνοήσεις. Ο τρόπος που βλέπω μια πολιτική εκστρατεία είναι σαν ένα πειρατικό πλοίο. Κάνεις πάντα υπολογισμούς. Η ταχύτητα του ανέμου είναι τόση. Το ρεύμα ρέει προς αυτή την κατεύθυνση. Αρπάζεις τα λάφυρά σου, μαθαίνεις και προχωράς. Και οι Δημοκρατικοί θα έπρεπε να ήταν πιο προορατικοί…» είπε δίνοντας πάλι μαθήματα πολιτικής στρατηγικής.