Πόσο πιθανό είναι να ευοδωθούν οι διαμεσολαβητικές προσπάθειες της Γερμανίας στα ελληνοτουρκικά; Και πόσο ρεαλιστικός είναι ο κίνδυνος ανάφλεξης στο Αιγαίο; Εκτιμήσεις από τον πολιτικό επιστήμονα Λάζαρο Μηλιόπουλο στην DW.
Το Βερολίνο χρησιμοποιεί και εξαντλεί αυτό το διάστημα όλους τους διπλωματικούς διαύλους για να μεσολαβήσει στην ελληνοτουρκική διένεξη και να πετύχει μια αισθητή αποκλιμάκωση της επικίνδυνης έντασης, όπως διαβεβαίωσε την Τετάρτη και η γερμανίδα υπουργός Άμυνας Κραμπ-Κάρενμπαουερ.
Κατά πόσον είναι και μπορεί να είναι όμως η Γερμανία ένας αμερόληπτος διαμεσολαβητής; Με φόντο τις ιδιαίτερα στενές οικονομικές σχέσεις Άγκυρας-Βερολίνου, τα γεωστρατηγικά συμφέροντα της Γερμανίας στην ευρύτερη περιοχή αλλά και τον κίνδυνο αναζωπύρωσης του προσφυγικού, το ερώτημα αυτό είναι κάτι παραπάνω από εύλογο.
Όπως εκτίμησε μιλώντας προς την Deutsche Welle ο πολιτικός επιστήμονας στο Πανεπιστήμιο της Βόννης Λάζαρος Μηλιόπουλος:
«Αφενός η Γερμανία δεν συμμετέχει άμεσα στην πολιτική ζώνη επιρροής στη Μεσόγειο. Για λόγους εσωτερικής αλλά και εξωτερικής πολιτικής όμως η Γερμανία δεν είναι αμέτοχη και ασφαλώς όχι τελείως ουδέτερη. Και η ίδια η Γερμανία, για παράδειγμα, είναι στην παρούσα φάση σε σύγκρουση με την Τουρκία για σειρά σοβαρών λόγων, με την τουρκική κυβέρνηση να έχει προκαλέσει, εκβιάσει ή και απειλήσει προσφάτως τη γερμανική. Την ίδια ώρα -και αυτό είναι το παράδοξο- η Γερμανία κάνει μεγάλες εξαγωγές στρατιωτικού εξοπλισμού στην Τουρκία. Σε περίπτωση που η Άγκυρα ασκήσει πιέσεις, το Βερολίνο θα μπορούσε να μπει στον πειρασμό να προωθήσει στις διαπραγματεύσεις δικά της εθνικά συμφέροντα, για παράδειγμα στο πεδίο της μεταναστευτικής πολιτικής. Εκ προοιμίου αυτό θα ήταν σε βάρος της Ελλάδας. Στην Ελλάδα όλα αυτά προκαλούν σε μέρος της κοινής γνώμης μάλλον δικαιολογημένες επιφυλάξεις για το εάν η Γερμανία είναι όντως ο κατάλληλος διαμεσολαβητής, πόσο μάλλον που οι ελληνοτουρκικές σχέσεις είναι μάλλον βεβαρημένες λόγω των επανειλημμένων αξιώσεων για πολεμικές επανορθώσεις. Αφετέρου όμως ως χώρα μέλος της ΕΕ η Γερμανία είναι στο πλευρό της Ελλάδας, ενώ η εδαφική ακεραιότητα της ΕΕ και η ενδυνάμωση του διεθνούς δικαίου είναι απολύτως προς το εθνικό συμφέρον της Γερμανίας. Όλα αυτά δεν δίνουν φυσικά την εντύπωση ενός αμερόληπτου εμπλεκόμενου, αλλά περισσότερο ενός πολύπλοκου και σύνθετου ζητήματος».
Θα έπρεπε να παίξει το Βερολίνο έναν πιο ενεργό ρόλο υπέρ της Ελλάδας και να στηρίξει με μεγαλύτερο σθένος τα ελληνικά συμφέροντα, ευθυγραμμιζόμενη δηλαδή περισσότερο με τη Γαλλία του Μακρόν;
«Όσο η τουρκική πλευρά διεξάγει έρευνες ή στρατιωτικές ασκήσεις στις διαφιλονικούμενες περιοχές, όσο δηλαδή παραβιάζει με κανονιοφόρα το διεθνές δίκαιο της θάλασσας, αυτό θα ήταν όχι μόνο θεμιτό αλλά και χρήσιμο. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι η Γερμανία θα πρέπει να στείλει πλοία ή αεροσκάφη όπως η Γαλλία ή να συμμετέχει σε κοινές ασκήσεις όπως το κάνουν η Γαλλία, η Ιταλία και η Κύπρος. Το Βερολίνο θα μπορούσε όμως να ενισχύσει οικονομικά και διπλωματικά την σαφή γαλλική -αλλά και την ιταλική ή αυστριακή- στάση και να την στηρίξει με μεγαλύτερο σθένος απ΄ ότι μέχρι σήμερα. Η Γερμανία δεν το κάνει όμως στην παρούσα φάση διότι η καγκελάριος Μέρκελ και ο υπουργός Εξωτερικών Μάας θέλουν καταρχάς να μεσολαβήσουν. Και αυτό και για το λόγο ότι θεωρούν την πρόσφατη συμφωνία Ελλάδας-Αιγύπτου, ή τουλάχιστον το timing, λανθασμένο […]».
Σε τι θα μπορούσε να καταλήξει όμως ο επιδιωκόμενος από το Βερολίνο διάλογος μεταξύ των δυο αντιμαχόμενων πλευρών; Ποιο θα ήταν το πιο ρεαλιστικό σενάριο;
«Θα πρέπει να δούμε καταρχήν εάν θα αποδώσει η διαπραγματευτική στρατηγική του Βερολίνου. Εάν όχι, η Γερμανία θα μπορούσε […] να δρομολογήσει μια πιο σκληρή στάση. Στο τραπέζι θα έμπαιναν μάλλον αξιώσεις για τερματισμό των ενταξιακών διαπραγματεύσεων με την ΕΕ αλλά και την επιβολή κυρώσεων εναντίον της πληττόμενης οικονομικά Τουρκίας, αλλά μέχρι και η ανάκληση της (ούτως ή άλλως μερικής) τελωνειακής ένωσης ή ακόμη και η επιβολή εμπάργκο. Είναι τελείως αβέβαιο εάν στην εσχάτη θα μεσολαβούσαν και πάλι οι ΗΠΑ όπως το έκαναν το 1996 στην κρίση των Ιμίων. Σε περίπτωση ωστόσο που ευοδωθούν οι προσπάθειες του Βερολίνου το σενάριο θα μπορούσε να είναι το εξής: Η Τουρκία διακόπτει τις επιθετικές της γεωτρήσεις και σε αντάλλαγμα η συμμετοχή της Τουρκίας στις έρευνες στη Μεσόγειο γίνονται αντικείμενο διμερών ή πολυμερών διαπραγματεύσεων και δη με τρόπο που η Τουρκία θα αισθάνεται ότι λαμβάνεται σοβαρά υπόψη […]. Όσον αφορά τα μείζονος σημασίας κυριαρχικά δικαιώματα και το εάν αυτά μπορούν να λυθούν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων ή ενώπιον διεθνών δικαστηρίων θα πρέπει να διευθετηθούν στο τέλος της προαναφερθείσας διαδικασίας και, εφόσον δεν γίνεται διαφορετικά, να αντιμετωπιστούν ξεχωριστά».
Πόσον πιθανό θεωρεί ο πολιτικός επιστήμονας το ενδεχόμενο πολεμικής σύρραξης μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας;
«Αυτό εξαρτάται περισσότερο από την τουρκική κυβέρνηση. Παρά την πολεμική και επιθετική ρητορική και την πολιτική των κανονιοφόρων, εκτιμώ ότι για ευνόητους λόγους η κυβέρνηση του ΑΚΡ δεν επιδιώκει όντως μια ένοπλη σύγκρουση. Η Ελλάδα από την πλευρά της είναι ασφαλώς εξοπλισμένη στρατιωτικά και έτοιμη. Βέβαια δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο να προκύψει κατά λάθος ή από ένα ατύχημα […] μια αλυσιδωτή αντίδραση η οποία θα κατέληγε σε στρατιωτική σύγκρουση. Σε αυτή την περίπτωση οι εξελίξεις τρέχουν γρήγορα και είναι δύσκολο να τις προλάβει κανείς. Τότε όμως δεν θα εμπλέκονταν μόνον Ελλάδα και Τουρκία. Και δεν μπορώ να φανταστώ ότι αυτό είναι προς το συμφέρον έστω και ενός από τους εμπλεκόμενους διεθνείς παίκτες, ούτε καν της Ρωσίας,για την οποία θα μπορούσε ενδεχομένως να ισχυριστεί κανείς ότι ωφελείται από την παρούσα κατάσταση».