Το παρασκήνιο πίσω από την «κλοπή» των Γλυπτών του Παρθενώνα από τον λόρδο Έλγιν αποκαλύπτουν επιστολές που έρχονται στο φως της δημοσιότητας.
Σύμφωνα με πληροφορίες του Θανάση Γκαβού και του ΣΚΑΪ, ο κ. Έλγιν δεν φέρεται να πλήρωσε τελωνειακούς δασμούς, κατόπιν παρέμβασης του τότε Υπουργού Εξωτερικών.
Σύμφωνα με τον ιστορικό Ντάνιελ Σίμπσον που ανακάλυψε τις επιστολές στα βρετανικά Εθνικά Αρχεία, η παρέμβαση υπέρ του Σκωτσέζου αριστοκράτη από τον υποκόμη Κάσλρεϊ δείχνει ότι ο τότε υπουργός «γνώριζε τι σκάρωνε» ο Έλγιν.
Οι επιστολές δείχνουν επίσης ότι ο Έλγιν εσκεμμένα υποβάθμισε την αξία των γλυπτών, περιγράφοντας ένα από τα φορτία στα οποία περιέχονταν οι κλασικοί θησαυροί ως «ασήμαντες αρχαιότητες και μάρμαρα».
Ο σκοπός του
Σκοπός του ήταν να αποφύγει τους δασμούς που θα έφταναν σε δεκάδες χιλιάδες λίρες με βάση τη σημερινή αξία της στερλίνας.
Ο υποκόμης Κάσλρεϊ εμφανίζεται να δίνει εντολή στους αρμόδιους αξιωματούχους το 1812 να επιτρέψουν την εισαγωγή 86 κιβωτίων με αρχαιότητες από τον Έλγιν «με τον ίδιο τρόπο όπως και το πρότερο μέρος της συλλογής του, χωρίς δασμούς».
Κατά τον κ. Σίμπσον, ίσως η ελπίδα του Υπουργού Εξωτερικών ήταν να αποκτήσει τα γλυπτά για μία εθνική συλλογή, όπως και έγινε, αντί για την τοποθέτησή τους στην έπαυλη του Έλγιν στη Σκωτία, όπως σχεδίαζε ο ίδιος.
Πράγματι, ο Κάσλρεϊ είχε τον κεντρικό ρόλο στο να πείσει το βρετανικό κοινοβούλιο να αγοράσει τα γλυπτά από τον Έλγιν το 1816.
«Κατά τη γνώμη μου ο Κάσλρεϊ πιθανώς πάντα σκόπευε να γίνουν τα γλυπτά μέρος της εθνικής συλλογής και χρησιμοποίησε τον Έλγιν ως βολικό μέσο ώστε να διαχωριστεί η κυβέρνηση από την αμφιλεγόμενη πρακτική αφαίρεσής τους από τον Παρθενώνα», δηλώνει στην εφημερίδα Guardian ο Ντάνιελ Σίμπσον.
Όπως προσθέτει, «αυτό θα ενέπλεκε την κυβέρνηση πιο στενά στη διαμάχη για την τύχη των μαρμάρων σήμερα – η κυβέρνηση ήταν περισσότερο υπεύθυνη για την αφαίρεσή τους από όσο έχει υποτεθεί».
Η επιστολή του 1812 «όντως υποδεικνύει ότι ο Κάσλρεϊ γνώριζε τι ετοίμαζε ο Έλγιν» λέει ο πρώην ιστορικός του Foreign Office Δρ Κιθ Χάμιλτον. Πάντως τονίζει ότι η επιστολή δε συνιστά απόδειξη εμπλοκής της βρετανικής κυβέρνησης στη «λεηλασία».
Από την άλλη πλευρά ο γνωστός νομικός του Λονδίνου Τζέφρι Ρόμπερτσον, που έχει επιχειρηματολογήσει υπέρ της επανένωσης των Γλυπτών, σχολιάζει πως οι επιστολές «προσθέτουν στα σημαντικά στοιχεία ότι η βρετανική κυβέρνηση ήταν υπεύθυνη, βάση του νόμου, για τη ληστεία του Έλγιν».
Εξήγησε ότι οι ενέργειες ενός πρέσβη, όπως ήταν για τη Βρετανία ο Έλγιν στην Υψηλή Πύλη, επισύρουν την ευθύνη του κράτους που εκπροσωπεί και πρόσθεσε: «Αυτά τα νέα έγγραφα δείχνουν ότι η κυβέρνηση βοήθησε και υπέθαλψε την κλοπή επιτρέποντας τα μάρμαρα να εισαχθούν χωρίς τελωνειακό έλεγχο ή δασμούς».
Σε δήλωση προς τον Guardian το Βρετανικό Μουσείο ανέφερε πως παρακολουθεί όλες τις καινούριες έρευνες για την ιστορία της συλλογής του και ότι η εξακρίβωση της προέλευσης των εκθεμάτων είναι αναπόσπαστο κομμάτι της διαδικασίας απόκτησης αντικειμένων από το Μουσείο.
Τέλος, εκπρόσωπος του βρετανικού Υπουργείο Πολιτισμού δήλωσε πως «τα Γλυπτά του Παρθενώνα στο Βρετανικό Μουσείο είναι νόμιμη ιδιοκτησία των επιτρόπων του Μουσείου, το οποίο λειτουργεί ανεξάρτητα από την κυβέρνηση. Οκ αποφάσεις που σχετίζονται με τη φροντίδα και τη διαχείριση των συλλόγων του είναι ζήτημα για τους επιτρόπους».