Σε μια δραματική σειρά εξελίξεων αυτή την εβδομάδα, ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Τζο Μπάιντεν, και οι σύμμαχοί του στο ΝΑΤΟ κλιμάκωσαν την πολιτική τους να βοηθήσουν στην υπεράσπιση της Ουκρανίας από τη ρωσική επιθετικότητα, με μια πολιτική υπονόμευσης της δύναμης και της επιρροής της ίδιας της Ρωσίας.
Με τον τρόπο αυτό, φοβούνται ορισμένοι παρατηρητές, αφήνουν στον Ρώσο πρόεδρο, Βλαντίμιρ Πούτιν, ελάχιστες επιλογές παρά να παραδοθεί ή να διπλασιάσει τις στρατιωτικές του δυνάμεις, αυξάνοντας την πιθανότητα διεύρυνσης του πολέμου πέρα από την Ουκρανία, επισημαίνεται σε ανάλυση του Foreign Policy.
Την Πέμπτη, ο Μπάιντεν κάλεσε το Κογκρέσο να εγκρίνει το ποσό των 33 δισ. δολαρίων σε πρόσθετη στρατιωτική, οικονομική και ανθρωπιστική βοήθεια για την Ουκρανία – πάνω από το διπλάσιο του προηγούμενου ποσού – και δήλωσε ότι στέλνει ένα σαφές μήνυμα στον Πούτιν: «Δεν θα καταφέρετε ποτέ να κυριαρχήσετε στην Ουκρανία». Πέραν αυτού, είπε ο Μπάιντεν σε δηλώσεις του στο Λευκό Οίκο, η νέα πολιτική είχε ως στόχο «να τιμωρήσει τη ρωσική επιθετικότητα και να μειώσει τον κίνδυνο μελλοντικών συγκρούσεων».
Στη συνέχεια, ακολούθησε μία εξίσου ξεκάθαρη δήλωση αυτή την εβδομάδα από τον υπουργό Άμυνας των ΗΠΑ, Λόιντ Όστιν, ο οποίος, μετά από συνάντηση στο Κίεβο με τον Ουκρανό πρόεδρο, Βολοντίμιρ Ζελένσκι, δήλωσε ότι ο στόχος των ΗΠΑ είναι τώρα να περιορίσουν τη δύναμη της Ρωσίας μακροπρόθεσμα, ώστε να μην έχει τη «δυνατότητα να αναπαράγει» τη στρατιωτική της επίθεση στην Ουκρανία. «Θέλουμε να δούμε τη Ρωσία να αποδυναμώνεται, σε βαθμό που να μην μπορεί να κάνει τα πράγματα που έκανε με την εισβολή στην Ουκρανία», δήλωσε ο Όστιν από την Πολωνία.
Η μετατόπιση αυτή μπορεί να ήταν η αφορμή που ώθησε τον Ρώσο υπουργό Εξωτερικών, Σεργκέι Λαβρόφ, να δηλώσει ότι η Ουάσιγκτον και η Δύση έχουν εισέλθει σε έναν πόλεμο «δι’ αντιπροσώπων» με τη Ρωσία, διακινδυνεύοντας έναν ακόμη παγκόσμιο πόλεμο, ο οποίος, όπως προειδοποίησε ο Λαβρόφ, θα μπορούσε να πάρει πυρηνική μορφή. «Ο κίνδυνος είναι σοβαρός, πραγματικός. Και δεν πρέπει να τον υποτιμήσουμε», τόνισε ο Λαβρόφ.
Επιπλέον, ο Πούτιν άφησε και πάλι να εννοηθεί αυτή την εβδομάδα, όπως κάνει από την έναρξη της εισβολής στην Ουκρανία στις 24 Φεβρουαρίου, ότι εξακολουθεί να έχει τη δυνατότητα να χρησιμοποιήσει πυρηνικά όπλα εναντίον του ΝΑΤΟ, λέγοντας: «Έχουμε όλα τα μέσα γι’ αυτό (σ.σ. για να απαντήσουμε σε μια άμεση απειλή κατά της Ρωσίας), αυτά για τα οποία κανείς άλλος δεν μπορεί να καυχηθεί. Και θα τα χρησιμοποιήσουμε, αν χρειαστεί».
Η νέα επιθετική προσέγγιση των ΗΠΑ απέσπασε επαίνους από πολλές πλευρές, ιδίως από νυν και πρώην αξιωματούχους του ΝΑΤΟ, οι οποίοι επιμένουν ότι οι ρωσικές πυρηνικές αντι-απειλές είναι μόνο κενή ρητορική.
«Είναι ο μόνος τρόπος για να προχωρήσουμε μπροστά», δήλωσε σε συνέντευξή του ο πρώην γενικός γραμματέας του ΝΑΤΟ, Άντερς Φογκ Ράσμουσεν: «Στη σκέψη του Πούτιν δεν έχει καμία διαφορά, γιατί το μόνο που θα ισχυριζόταν είναι ότι η πολιτική της Δύσης είναι να αποδυναμώσει τη Ρωσία ούτως ή άλλως. Γιατί λοιπόν να μην μιλήσει ανοιχτά γι’ αυτό; Το λάθος που κάναμε στο παρελθόν ήταν ότι υποτιμήσαμε τις φιλοδοξίες του Βλαντίμιρ Πούτιν, υποτιμήσαμε τη βιαιότητά του. Ταυτόχρονα, υπερεκτιμήσαμε τη δύναμη του ρωσικού στρατού».
Η νέα στρατηγική των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ βασίζεται εν μέρει στη συνεχιζόμενη επιτυχία της Ουκρανίας στο πεδίο της μάχης εναντίον του Πούτιν, ο οποίος αναγκάστηκε να μειώσει τις φιλοδοξίες του, από την πλήρη κατάληψη της Ουκρανίας, σε μια νέα μεγάλη επίθεση στο ανατολικό και νότιο τμήμα της.
Οι σύμμαχοι του ΝΑΤΟ, συμπεριλαμβανομένης της Γερμανίας, η οποία μέχρι αυτή την εβδομάδα αμφιταλαντευόταν για την αποστολή βαρέων επιθετικών όπλων στην Ουκρανία, έχουν αυξήσει τη βοήθειά τους ως απάντηση στη Μόσχα. Ο Γερμανός καγκελάριος, Όλαφ Σολτς, υπό πολιτική πίεση στο εσωτερικό και στο εξωτερικό, ανακοίνωσε νωρίτερα αυτή την εβδομάδα ότι η χώρα του θα παράσχει 50 αντιαεροπορικά άρματα μάχης στην Ουκρανία.
Ωστόσο, άλλοι ειδικοί σε θέματα Ρωσίας εξέφρασαν την ανησυχία τους ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι δυτικοί σύμμαχοί τους, στην πραγματικότητα, ξεπερνούν τις ίδιες τις κόκκινες γραμμές που απέφευγαν μέχρι τώρα. Για το μεγαλύτερο μέρος της δίμηνης σύγκρουσης, ο Μπάιντεν αρνήθηκε να εγκρίνει οποιαδήποτε στρατιωτική υποστήριξη, όπως μεγάλα επιθετικά όπλα ή ζώνη απαγόρευσης πτήσεων, που θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι θέτει τις δυνάμεις των ΗΠΑ ή του ΝΑΤΟ σε άμεση σύγκρουση με τη Ρωσία.
Τώρα, ορισμένοι παρατηρητές ανησυχούν ότι. με την πρόσθετη βοήθεια και τις αυστηρότερες οικονομικές κυρώσεις, ο Αμερικανός πρόεδρος στριμώχνει τον Πούτιν σε μια γωνία, από την οποία μπορεί μόνο να πολεμήσει ή να παραδοθεί. Η δεύτερη πορεία θα σήμαινε την παραίτηση από τον στόχο της καριέρας του Πούτιν, να ενισχύσει τη Ρωσία έναντι της Δύσης.
Ωστόσο, ο Ρώσος ηγέτης, ο οποίος εδώ και καιρό λέει πως στόχος της Δύσης ήταν να αποδυναμώσει ή να περιορίσει τη Ρωσία, δεν άφησε ποτέ να εννοηθεί ότι θα παραδινόταν, κατά τη διάρκεια της μίας και πλέον δεκαετίας επιθετικών κινήσεών του εναντίον γειτονικών χωρών, κυρίως της Ουκρανίας και της Γεωργίας.
«Στα μάτια του Κρεμλίνου, η Δύση θέλει να πάρει τη Ρωσία. Αυτό δεν είχε ειπωθεί ποτέ. Τώρα είναι ξεκάθαρο», δήλωσε ο Sean Monaghan, ειδικός σε θέματα Ευρώπης στο Κέντρο Στρατηγικών και Διεθνών Σπουδών. «Αν το συνδυάσετε αυτό με τα σχόλια του Μπάιντεν στην Πολωνία, τον περασμένο μήνα, ότι «αυτός ο άνθρωπος (σ.σ. ο Πούτιν) δεν μπορεί να παραμείνει στην εξουσία», όλα αυτά μετατρέπουν αυτό τον πόλεμο επί εδάφους σε μια ευρύτερη αντιπαράθεση και μπορεί να καταστήσουν τη διαπραγμάτευση μιας διευθέτησης για τον τερματισμό του πολέμου στην Ουκρανία πολύ πιο δύσκολη ή και αδύνατη προς το παρόν».
«Αν χάσει ο Πούτιν, θα φροντίσει να χάσουν όλοι»
Ο George Beebe, πρώην επικεφαλής ανάλυσης της Ρωσίας για τη CIA, δήλωσε ότι η κυβέρνηση Μπάιντεν ίσως κινδυνεύει να ξεχάσει πως «το σημαντικότερο εθνικό συμφέρον των Ηνωμένων Πολιτειών είναι να αποφύγουν μια πυρηνική σύγκρουση με τη Ρωσία». Πρόσθεσε, μάλιστα, ότι «οι Ρώσοι έχουν την ικανότητα να διασφαλίσουν πως όλοι οι άλλοι θα χάσουν, αν χάσουν και αυτοί. Και ίσως εκεί να οδηγούμαστε. Είναι μια επικίνδυνη στροφή για εμάς».
Ίσως η πιο ανησυχητική τροπή των γεγονότων είναι ότι δεν φαίνεται πλέον να υπάρχει καμία πιθανότητα εξόδου από τον πόλεμο μέσω διαπραγματεύσεων – παρά τη δήλωση του Πούτιν στον γενικό γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών, Αντόνιο Γκουτέρες, ότι εξακολουθεί να ελπίζει σε μια τέτοια λύση.
«Άλλο πράγμα είναι να ακολουθείς μια πολιτική αποδυνάμωσης του Πούτιν και άλλο να το λες δυνατά. Πρέπει να βρούμε έναν τρόπο για να πετύχει ο Πούτιν μια πολιτική λύση, οπότε ίσως δεν είναι σοφό να το δηλώνουμε αυτό», δήλωσε ένας ανώτερος ευρωπαίος διπλωμάτης, μιλώντας υπό τον όρο της ανωνυμίας.
«Γίνεται όλο και πιο επικίνδυνο», δήλωσε ο Charles Kupchan, πρώην ανώτερος αξιωματούχος των ΗΠΑ και τώρα μελετητής διεθνών σχέσεων στο Πανεπιστήμιο Georgetown. «Πρέπει να αρχίσουμε να προχωράμε πέρα από τα Javelins και τους αντιαρματικούς πυραύλους και να μιλήσουμε για ένα πολιτικό τελικό παιχνίδι».
Ή, όπως το έθεσε ο Beebe, «πρέπει να βρούμε έναν τρόπο να μεταφέρουμε με κάποιο τρόπο διακριτικά στους Ρώσους, ότι θα ήμασταν πρόθυμοι να χαλαρώσουμε τις κυρώσεις στο πλαίσιο μιας διεθνούς διευθέτησης. Η στρατιωτική βοήθεια προς την Ουκρανία θα μπορούσε επίσης να χρησιμοποιηθεί ως μοχλός πίεσης».
Ωστόσο, οποιαδήποτε τέτοια διαπραγμάτευση μοιάζει λιγότερο πιθανή από ποτέ. Και οι δύο πλευρές φαίνεται να είναι έτοιμοι για μια μακρά μάχη. Μετά τη συνάντησή του με τον Πούτιν και τον Λαβρόφ την Τρίτη, ο Γκουτέρες αναγνώρισε ότι μια άμεση κατάπαυση του πυρός δεν ήταν στα χαρτιά και ότι ο πόλεμος «δεν θα τελειώσει με συναντήσεις».
Μόλις πριν από ένα μήνα, ο Ζελένσκι διακινούσε την ιδέα μιας ουδέτερης Ουκρανίας, που δεν θα εντασσόταν στο ΝΑΤΟ, και πρότεινε να αναγνωριστούν οι αυτονομιστικές δυνάμεις στην ανατολική Ουκρανία. Όμως, ο Ζελένσκι δήλωσε έκτοτε στον πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, Σαρλ Μισέλ ότι, υπό το φως των ρωσικών θηριωδιών, η ουκρανική κοινή γνώμη ήταν κατά των διαπραγματεύσεων και τάχθηκε υπέρ της συνέχισης του πολέμου.
Εν τω μεταξύ, η Φινλανδία και η Σουηδία έχουν δηλώσει ότι ενδιαφέρονται να ενταχθούν στη συμμαχία του ΝΑΤΟ, παραβιάζοντας τη μακροχρόνια πολιτική τής ουδετερότητας και δημιουργώντας ενδεχομένως ένα νέο περιβάλλον, που θα προκαλέσει τριγμούς κατά μήκος των βόρειων συνόρων της Ρωσίας. Αυτό θα αποτελούσε καταστροφικό πλήγμα για τον Πούτιν, ο οποίος έχει συχνά επικαλεστεί την ανατολική επέκταση του ΝΑΤΟ ως «casus belli» για την πλήρους κλίμακας εισβολή του στην Ουκρανία.
Και δεν υπάρχουν πολλές προοπτικές ότι οποιαδήποτε από αυτές τις εντάσεις θα μειωθεί σύντομα. Ο Όστιν συγκάλεσε επίσης αυτή την εβδομάδα μια «ομάδα επαφής για την Ουκρανία», 40 χωρών, η οποία προετοιμάζεται γι’ αυτό που ο πρόεδρος του Γενικού Επιτελείου Στρατού, Μαρκ Μίλεϊ, δήλωσε ότι είναι πιθανό να είναι μια «παρατεταμένη σύγκρουση», που θα μετρηθεί «τουλάχιστον σε χρόνια».
Ο Μπάιντεν δεν έχει πει ποια θα μπορούσε να είναι η απάντηση των ΗΠΑ, εάν ο Πούτιν αναπτύξει τακτικά ή στρατηγικά πυρηνικά όπλα. Επιπλέον, καμία από τις δύο πλευρές δεν έχει θέσει σαφείς κανόνες στο μεταψυχροπολεμικό περιβάλλον για την ανάπτυξη πυρηνικών όπλων – ιδιαίτερα καθώς οι συμφωνίες εξοπλισμών της εποχής του Ψυχρού Πολέμου, όπως η Συνθήκη για τις Πυρηνικές Δυνάμεις Μέσου Βεληνεκούς, έχουν μπει στο αρχείο και τα συστήματα μεταφοράς πυρηνικών όπλων έχουν γίνει ταχύτερα και διέπονται κυρίως από αυτόματα ψηφιοποιημένα συστήματα.
Στο πλαίσιο μιας πολιτικής του Κρεμλίνου, που είναι γνωστή ως «κλιμάκωση για την αποκλιμάκωση» – απειλώντας να προχωρήσει σε πυρηνική επίθεση, εάν η Δύση προσπαθήσει να τον σταματήσει – ο Πούτιν επαναφέρει χρόνο με το χρόνο τα πυρηνικά όπλα στους υπολογισμούς του για τον συμβατικό πόλεμο. Κατά τη διάρκεια των δύο δεκαετιών που βρίσκεται στην εξουσία, έχει εγκρίνει την κατασκευή πυρηνοκίνητων πυραύλων Κρουζ, υπερωκεάνιων τορπιλών με πυρηνικό οπλισμό, υπερηχητικών οχημάτων ολίσθησης και περισσότερων πυρηνικών όπλων χαμηλής απόδοσης στην ευρωπαϊκή ήπειρο.
Ωστόσο, ο Πούτιν δεν έχει έρθει ποτέ τόσο κοντά στο να απειλήσει να τα χρησιμοποιήσει, ούτε έχει ξεκαθαρίσει αν ή πώς θα μπορούσε να το κάνει. Μέχρι την κρίση στην Ουκρανία, εκείνοι που σχεδιάζουν την στρατηγική των ΗΠΑ δεν θεωρούσαν την ανάπτυξη πυρηνικών όπλων από τη Μόσχα ως αξιόπιστη απειλή. Οι περισσότεροι πιστεύουν ότι ο Πούτιν θα κλιμακώσει, πρώτα, χρησιμοποιώντας κυβερνοεπιθέσεις ή άλλες μη πυρηνικές δυνατότητες.
Πολλοί εμπειρογνώμονες λένε επίσης πως δεν πιστεύουν ότι ο Ρώσος πρόεδρος θα αποκόμιζε μεγάλο όφελος από τη χρήση τακτικών πυρηνικών όπλων στο εσωτερικό της Ουκρανίας – και θεωρείται αρκετά ορθολογικός παράγοντας, ώστε να μη διανοηθεί ποτέ να εκτοξεύσει διηπειρωτικούς βαλλιστικούς πυραύλους με πυρηνικό οπλισμό εναντίον των ΗΠΑ. Αλλά ο Πούτιν έχει επίσης υποδείξει στο παρελθόν ότι δεν μπορεί να δεχθεί τον διαχωρισμό μιας ανεξάρτητης Ουκρανίας από τον ρωσικό έλεγχο, γράφοντας σε ένα δοκίμιο, τον Ιούλιο του 2021, ότι μια τέτοια εξέλιξη θα ήταν «συγκρίσιμη, ως προς τις συνέπειές της, με τη χρήση όπλων μαζικής καταστροφής εναντίον μας».
Ο Ρόμπερτ Γκαλούτσι, πρώην ανώτερος διαπραγματευτής των πυρηνικών όπλων των ΗΠΑ, δήλωσε ότι οι ρωσικές πυρηνικές απειλές είναι μια νέα τακτική και «θα πρέπει να ληφθούν σοβαρά υπόψη, εάν επρόκειτο να εμπλακούμε άμεσα σε σύγκρουση με τις ρωσικές δυνάμεις εντός ή γύρω από την Ουκρανία, δηλαδή πάνω ή πέρα από τα ρωσικά σύνορα».
Ο Beebe, ο οποίος είναι σήμερα διευθυντής υψηλής στρατηγικής στο Ινστιτούτο Quincy, δήλωσε ότι πιστεύει πως το αποτέλεσμα, πιθανότατα, θα επεκταθεί σε ένα ασταθές αδιέξοδο – το οποίο όμως θα μπορούσε κάλλιστα να είναι πιο ασταθές και επικίνδυνο από το μεγαλύτερο μέρος του Ψυχρού Πολέμου. «Το πιο πιθανό είναι να καταλήξουμε σε κάποιου είδους μακροχρόνια ασταθή αντιπαράθεση, που διχάζει την Ουκρανία και την Ευρώπη, όπου δεν υπάρχουν κανόνες στο παιχνίδι», εξήγησε και προσέθεσε: «Δεν πρόκειται τόσο για έναν νέο ψυχρό πόλεμο, όσο για μια χαίνουσα πληγή στην Ευρώπη».
Τα πράγματα θα μπορούσαν να γίνουν ακόμη πιο περίπλοκα εάν η νέα, ενισχυμένη Δύση και το ΝΑΤΟ επεκτείνουν την εμβέλειά τους πέρα από την Ευρώπη, την Κεντρική Ασία και τη Μέση Ανατολή στον Ινδο-Ειρηνικό, όπως πρότεινε η Βρετανίδα υπουργός Εξωτερικών, Λιζ Τρας, σε ομιλία της αυτή την εβδομάδα. Η Τρας δήλωσε ότι «το ΝΑΤΟ πρέπει να έχει μια παγκόσμια προοπτική, έτοιμο να αντιμετωπίσει παγκόσμιες απειλές. Πρέπει να προλάβουμε τις απειλές στον Ινδο-Ειρηνικό, συνεργαζόμενοι με τους συμμάχους μας, όπως η Ιαπωνία και η Αυστραλία, για να διασφαλίσουμε την προστασία του Ειρηνικού. Και πρέπει να διασφαλίσουμε ότι δημοκρατίες, όπως η Ταϊβάν, είναι σε θέση να υπερασπιστούν τον εαυτό τους».
Αυτό, με τη σειρά του, εγείρει την προοπτική ενός παρατεταμένου παγκόσμιου Ψυχρού Πολέμου, όχι μόνο με τη Ρωσία, αλλά και με την Κίνα. Και είναι ένας πόλεμος που θα μπορούσε εύκολα να γίνει θερμός, δήλωσε ο Beebe, με τις Ηνωμένες Πολιτείες και τους συμμάχους τους να έρχονται αντιμέτωποι με μια συμμαχία «μιας πλούσιας σε πόρους Ρωσίας, σε συνεργασία με μια τεχνολογικά και οικονομικά ισχυρή Κίνα».