Quantcast

Εισβολή στην Ουκρανία: Ποιοι είναι οι ηγέτες – «ειρηνοποιοί» και ποιοι είναι οι στόχοι τους

Πόσο αθώες είναι οι προθέσεις των ηγετών που επιχειρούν να δράσουν ως διαμεσολαβητές μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας;

Σε ένα ιδιαίτερα ενδιαφέρον άρθρο, ο Guardian εξέτασε τους κυριότερους παγκόσμιους ηγέτες που επιχειρούν να παίξουν το ρόλο του διαμεσολαβητή για την ειρήνη στην Ουκρανία – αλλά και τα φανερά και κρυφά κίνητρά τους.

Σύμφωνα με τη βρετανική εφημερίδα, στην κορυφή της λίστας βρίσκεται ο πρωθυπουργός του Ισραήλ Ναφτάλι Μπένετ, ακολουθούμενος από τον Ρετσέπ Ταγίπ Ερντογάν, τον διάδοχο του θρόνου του Άμπου Ντάμπι, Μοχάμεντ μπιν Ζαγέντ, και τον πρωθυπουργό της Ινδίας, Ναρέντρα Μόντι.

Οι χώρες αυτές, τονίζει ο Guardian, έχουν υπερασπιστεί τις παρεμβάσεις τους και τα διάφορα επίπεδα ουδετερότητας που έχουν τηρήσει στη μέχρι τώρα διάρκεια του πολέμου, ισχυριζόμενες ότι με τον τρόπο αυτό έχουν τη δυνατότητα να δράσουν ως ειλικρινείς διαμεσολαβητές για την ειρήνη. Οι επικριτές τους, όμως, λένε ότι οι διαπραγματεύσεις δεν είναι παρά ένα φύλο συκής, πίσω από το οποίο επιχειρούν να κρύψουν την ηθική τους χρεοκοπία και να δικαιολογήσουν τους σημαντικούς οικονομικούς δεσμούς που διατηρούν με τη Ρωσία, που παρά τις πιέσεις που δέχεται θα μπορούσε να αναδειχθεί σε νικητή της παρούσας κρίσης.

Ισραήλ
Η επίσκεψη του Μπένετ στη Μόσχα το Σάββατο ήταν αναμφίβολα μια έκπληξη. Φαίνεται πως είχε συζητήσει με τον Μακρόν, τον Σολτς και τον Τζο Μπάιντεν πριν «σπάσει» την εβραϊκή αργία του Σαββάτου για να περάσει τρεις ώρες με τον Πούτιν. Στη συνέχεια, ταξίδεψε στο Βερολίνο, όπου ενημέρωσε τον Σολτς για τη συζήτηση. Επιπλέον, για τις κινήσεις του είχε ενημερώσει τον Ερντογάν, καθώς ήταν υποχρεωμένος να χρησιμοποιήσει τον εναέριο χώρο της Τουρκίας.

Μετά την επίσκεψή του στη Μόσχα, ο Μπένετ έχει συνομιλήσει με τον ουκρανό πρόεδρο, Βολοντίμιρ Ζελένσκι, δύο φορές, ενώ αναμένεται να επικοινωνήσει εκ νέου και με τον Πούτιν. Ο υπουργός εξωτερικών του, Γιαΐρ Λαπίντ, θα μεταβεί στη Λιθουανία για να συναντηθεί με τον αμερικανό ομόλογό του, Άντονι Μπλίνκεν – ένα ταξίδι που δείχνει ότι πιθανώς επιτυγχάνεται κάποια πρόοδος. Ο Μπένετ, που έγινε πρωθυπουργός τον περασμένο Ιούνιο, είναι πρωτάρης της διπλωματίας, αναφέρει ο Guardian. Ωστόσο, συνοδευόταν από τον Ζιβ Ελκίν, βετεράνο των συνομιλιών του πρώην πρωθυπουργού του Ισραήλ, Μπενιαμίν Νετανιάχου, με τον Πούτιν, από το 2009 και έπειτα ενώ, σύμφωνα με ισραηλινές αναφορές, είναι ο αξιωματούχος που έχει περάσει τον περισσότερο χρόνο με τον ρώσο ηγέτη.

Δυσαρέσκεια ΗΠΑ – Ουκρανίας
Όμως η επίσκεψη του Μπένετ δέχθηκε πυρά στο εσωτερικό της χώρας του, από τη μερίδα των πολιτών και της αντιπολίτευσης που θεωρεί ότι το Ισραήλ επέλεξε ουσιαστικά την ουδετερότητα, αρνούμενο να προσφέρει στρατιωτικό υλικό στην Ουκρανία. Ο ίδιος ο Ζελένσκι παραπονέθηκε αρχικά για το γεγονός, λέγοντας: «Δεν αισθάνομαι ότι ο Μπένετ είναι με το μέρος μας».

Η στάση του Μπένετ τις πρώτες ημέρες του πολέμου είχε δυσαρεστήσει και την Ουάσινγκτον, η οποία όμως αργότερα ξεπέρασε τον θυμό της, όταν ο Μπένετ πείστηκε να υποστηρίξει το ψήφισμα της γενικής συνέλευσης του ΟΗΕ στις 2 Μαρτίου που καταδίκαζε τη Ρωσία.

Το Ισραήλ έχει διάφορους λόγους να μην επιθυμεί να δυσαρεστήσει τη Ρωσία. Αν η Μόσχα πειστεί να μην συνυπογράψει την αναβίωση της πυρηνικής συμφωνίας με το Ιράν, που προχωρά προς την ολοκλήρωσή της στην Βιέννη, η χώρα του Μπένετ θα είχε επιτύχει έναν διπλωματικό θρίαμβο. Ταυτόχρονα, το Ισραήλ χρειάζεται τη Ρωσία για να διατηρήσει μια συμφωνία στο εσωτερικό της Συρίας που του επιτρέπει να επιτίθεται σε ιρανικές θέσεις.

Έντονες επικρίσεις και στο εσωτερικό
Σε ένα εξαιρετικά φορτισμένο άρθρο στην ισραηλινή εφημερίδα Haaretz, ο Γιούρι Μισγκάβ διαμαρτυρόταν: «Περπατάμε στις μύτες των ποδιών μας από φόβο ότι θα προσβάλλουμε το παραφουσκωμένο Εγώ του Πούτιν […] Ο Μπένετ διέκοψε ακόμη και σύσκεψη για να δεχτεί κλήση του. Η δικαιολογία ήταν ότι είχε να κάνει με τις “προσπάθειες διαμεσολάβησης” του Ισραήλ. Αντί να το κλείσει στα μούτρα ενός ψυχοπαθή, ανερμάτιστου δικτάτορα, το Ισραήλ λειτουργεί ως εξαρτημένο κράτος της Ρωσίας, σχεδόν ως σύμμαχος».

Ο πρώην γενικός διευθυντής του ισραηλινού υπουργείου εξωτερικών υποθέσεων, Άλον Λιελ, ήταν εξίσου οργισμένος: «Υπάρχει περίπτωση το υπουργείο άμυνας να μπορεί να πει ότι επειδή πρέπει να βομβαρδίζουμε τη Συρία μια-δυο φορές την εβδομάδα, θα παραμείνουμε ουδέτεροι σε αυτό τον πόλεμο;» αναρωτήθηκε. «Το ταξίδι του Μπένετ στη Ρωσία έδωσε στον Πούτιν την συγκατάθεση του ουδέτερου Ισραήλ – μια κηλίδα που δεν θα μπορέσουμε να αποτινάξουμε».

Ο Μπένετ υποστηρίζει ότι οι προσπάθειές του δεν θα πρέπει να εξετάζονται υπό αυτό το πρίσμα, λέγοντας ότι έχει την ηθική ευθύνη να επιτύχει την ειρήνη. «Πήγα στη Μόσχα και στο Βερολίνο για να προσπαθήσω να βοηθήσω στην επίτευξη διαλόγου με όλα τα μέρη, με τις ευχές και την υποστήριξη όλων των παικτών», ισχυρίστηκε. «Ακόμη και αν οι πιθανότητες δεν είναι πολύ καλές».

Τουρκία
Η Τουρκία, αναφέρει ο Guardian, κατηγορείται επίσης ότι προσπαθεί να τα έχει καλά και με τις δυο πλευρές. Η χώρα αντιμετωπίζει μια σκληρή οικονομική κρίση και δεν έχει επιβάλει κυρώσεις, ούτε έχει κλείσει τον εναέριο χώρο της για τα ρωσικά αεροσκάφη, παρόλο που καταδίκασε ανοιχτά την εισβολή, επέτρεψε την αγορά μη επανδρωμένων αεροσκαφών τουρκικής κατασκευής από τον ουκρανικό στρατό και έκλεισε τα στενά του Βοσπόρου και των Δαρδανελίων βάσει της Συνθήκης του Μοντρέ του 1936. Πρακτικά, αυτό σημαίνει ότι σε περίπτωση που κρινόταν αναγκαίο θα απέτρεπε την είσοδο ρωσικών πολεμικών πλοίων στη Μαύρη Θάλασσα, όμως στην πραγματικότητα η Ρωσία έχει ήδη μεταφέρει επαρκή στόλο για να πραγματοποιήσει αμφίβια εισβολή.

Οι επικριτικές φωνές προς τον Ερντογάν από το εσωτερικό της Τουρκίας είναι λιγότερες από εκείνες που έχει να αντιμετωπίσει ο Μπένετ, όμως είναι αξιοσημείωτο ότι ο τούρκος πρόεδρος συνομίλησε τηλεφωνικά την Παρασκευή με τον Μπόρις Τζόνσον, ενώ η Γουέντι Σέρμαν, η αμερικανίδα υφυπουργός εξωτερικών, συναντήθηκε με τούρκους αξιωματούχους την ίδια ημέρα. Ο ρώσος υπουργός εξωτερικών, Σεργκέι Λαβρόφ και ο ουκρανός ομόλογός του, Ντμίτρο Κουλέμπα, έχουν συμφωνήσει να συναντηθούν σε φόρουμ που θα πραγματοποιηθεί την ερχόμενη Πέμπτη στη νότια Τουρκία. Αν μείνουν πιστοί στη συμφωνία τους, θα είναι η πρώτη συνάντηση κορυφαίων διπλωματών των δύο κρατών μετά τη ρωσική εισβολή.

Αλληλοθαυμασμός
Ο Πούτιν και ο Ερντογάν, που διανύουν και οι δυο τη δεκαετία των 60 και βρίσκονται στην εξουσία εδώ και δεκαετίες, έχουν παρομοίως αυταρχικό στιλ, με αποτέλεσμα να εκτιμούν ο ένας τον άλλο, υποστηρίζει ο Guardian. Ο ρώσος πρόεδρος είχε πει κάποτε για τον «σουλτάνο»: «Είναι άτομο που κρατά το λόγο του: πραγματικός άνδρας».

Ο Ερντογάν συνομίλησε την Κυριακή με τον Πούτιν επί μια ώρα, ζητώντας του εκεχειρία ή ανθρωπιστικούς διαδρόμους όπως εκείνοι που οι δυο τους είχαν διαπραγματευτεί στο παρελθόν για τη Συρία. Φαίνεται πάντως ότι η τηλεφωνική συζήτησή τους δεν πέτυχε και πολλά.

Όμως ο Ερντογάν έχει ποντάρει ήδη στη Ρωσία. Επέλεξε να προμηθευτεί τα διαβόητα ρωσικά αμυντικά συστήματα S-400, προκαλώντας αμερικανικές κυρώσεις και επικρίσεις εκ μέρους του ΝΑΤΟ. Ο τουριστικός τομέας της χώρας του εξαρτάται σε πολύ σημαντικό βαθμό από τα 5 εκατ. ρώσους τουρίστες που την επισκέπτονται σε ετήσια βάση, ενώ η Ρωσία επιβλέπει το πυρηνικό εργοστάσιο Akkuyu της Τουρκίας στην επαρχία Μερσίν. Ο αγωγός Turkstream ανήκει στη Gazprom, τη ρωσική εταιρεία που καλύπτει το 40% των αναγκών της Τουρκίας σε φυσικό αέριο.

Για την τουρκική δεξιά, επισημαίνει η βρετανική εφημερίδα, δεν διακυβεύεται το μέλλον της Ευρώπης, αλλά της Τουρκίας ως ανερχόμενης δύναμης. Ταυτόχρονα, όμως, η Τουρκία είναι μέλος του ΝΑΤΟ, αναζητά τρόπους επούλωσης των δεσμών με τις ΗΠΑ, ενώ είναι ο πέμπτος σημαντικότερος εμπορικός εταίρος της Ουκρανίας. Επιχειρώντας να διατηρήσει τις δύσκολες ισορροπίες Δύσης και Ανατολής, η Τουρκία μάλλον δεν είναι ο τίμιος διαμεσολαβητής που επιθυμεί ο Πούτιν.

Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα
Τρίτος διαμεσολαβητής που έχει αναδυθεί μέχρι τώρα στην εν εξελίξει κρίση είναι τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα που διατηρούν στενούς δεσμούς με τη Μόσχα και ποτέ δεν χάνουν ευκαιρία να εκδηλώσουν τη συμπάθειά τους για τη ρωσική ελίτ, αναφέρει ο Guardian. Τα ΗΑΕ απείχαν από το συμβούλιο ασφαλείας του ΟΗΕ στο οποίο τέθηκε το ψήφισμα για τη ρωσική εισβολή, με τον έμπειρο διπλωμάτη της χώρας, Ανγουάρ Γκαργκάς, να υποστηρίζει σε ανάρτησή του στο Twitter ότι η χώρα του Κόλπου «πιστεύει ότι η επιλογή πλευράς δεν μπορεί παρά να οδηγήσει σε περισσότερη βία».

Μάλιστα, υπογράμμισε ότι «στην ουκρανική κρίση, προτεραιότητά μας είναι να ενθαρρύνουμε όλες τις πλευρές να υιοθετήσουν τη διπλωματία και να διαπραγματευτούν για να επιτύχουν έναν πολιτικό συμβιβασμό που θα δώσει τέλος στην κρίση». Όταν το ψήφισμα επανήλθε στη γενική συνέλευση λίγες ημέρες αργότερα, ωστόσο, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα ψήφισαν τελικά κατά της Ρωσίας.

Ο Μπιν Χαγέντ, ο διάδοχος του θρόνου του Άμπου Ντάμπι, συνομίλησε με τον Πούτιν λέγοντας ότι η χώρα του «θα συνεχίσει τις απόπειρες συντονισμού με τα ενδιαφερόμενα μέρη προκειμένου να συμβάλει στην εξεύρεση κάποιας βιώσιμης πολιτικής λύσης στην εξελισσόμενη κρίση».

Στρατιωτικοί και οικονομικοί δεσμοί
Τα ΗΑΕ δεν επιθυμούν να διαταράξουν τη σχέση τους με τη Ρωσία. Οι δυο χώρες συνεργάζονται στη Λιβύη και άλλες περιοχές της Αφρικής. Το εμπόριο μεταξύ τους έχει δεκαπλασιαστεί από το 1997, αγγίζοντας τα $5 δισ. το 2021. Τα ΗΑΕ αντιπροσωπεύουν το 55% του συνολικού εμπορίου της Ρωσίας με την περιοχή του Κόλπου και είναι ο μεγαλύτερος άραβας επενδυτής στη Ρωσία, με μερίδιο της τάξης του 80% επί του συνόλου.

Ινδία
Τέταρτος και τελευταίος διαμεσολαβητής είναι ο Μόντι. Συνομίλησε με τον Ερντογάν τη Δευτέρα και παρότρυνε τον ρώσο πρόεδρο να συζητήσει απευθείας με τον Ζελένσκι. Ακολουθώντας τη στρατηγική της προσέγγισης με πολλαπλά μέτωπα, η Ινδία έχει έρθει αντιμέτωπη με ορισμένες επικρίσεις καθώς επέλεξε να απέχει τόσο από το συμβούλιο ασφαλείας του ΟΗΕ, όσο και από τη γενική συνέλευση στις 2 Μαρτίου. Πρώτο μέλημα της Ινδίας ήταν η εκκένωση των 16.000 ινδών φοιτητών που είχαν παγιδευτεί στην Ουκρανία.

Ωστόσο, η χώρα δεν έχει μεγάλα περιθώρια κίνησης. Όπως παρατηρεί ο Guardian, σχεδόν το 60% του στρατιωτικού εξοπλισμού της προέρχεται από τη Ρωσία, όπως και το μεγαλύτερο μέρος της πυρηνικής τεχνολογίας που διαθέτει για «πολιτική» χρήση, ενώ η Ινδία ήλπιζε ότι θα κατάφερνε να απομακρύνει τη Ρωσία από την Κίνα – πράγμα που μοιάζει πλέον λιγότερο πιθανό.

Η άρνησή της να καταδικάσει την εισβολή, αναδεικνύει και τα όρια της «Quad», της τετραμερούς συμμαχίας μεταξύ της Ιαπωνίας, της Ινδίας, των ΗΠΑ και της Αυστραλίας, που δημιουργήθηκε για να προσελκύσει τις χώρες της περιοχής που αντιτίθενται στην Κίνα.